Σε μια προσπάθεια αποτίμησης των μέχρι τώρα επιπτώσεων από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους, αλλά κυρίως των παρενεργειών που θα μπορούσαν να προκύψουν το 2022 από τη διατήρηση των τιμών των καυσίμων σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, επιδίδεται αυτή την περίοδο η οικονομική και επενδυτική κοινότητα.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο Χρηματιστήριο της Αθήνας βλέπουμε τις τελευταίες ημέρες, μετά από πάρα πολύ καιρό, να σημειώνονται τα πρώτα χαμηλά δωδεκαμήνου και κυρίως σε μετοχές εταιρειών που φαίνεται να επηρεάζονται σε σημαντικό βαθμό από την εξέλιξη του ενεργειακού κόστους (π.χ. Τιτάν, Flexopack).
Ειδικότερα, η γνωστή τσιμεντοβιομηχανία είδε εξαιτίας της ανόδου του ενεργειακού κόστους στο τρίτο τρίμηνο, τα καθαρά της κέρδη να συρρικνώνονται κατά 32% έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2020. Και μπορεί μεν ο όμιλος να προχώρησε (όπως και οι άλλες εταιρείες του κλάδου) σε αυξήσεις τιμών που κατά κύριο λόγο θα λειτουργούσαν από το τέταρτο τρίμηνο του έτους, ωστόσο από τα τέλη Σεπτεμβρίου οι τιμές των καυσίμων έχουν συνεχίσει το ανοδικό τους ράλι και εκείνοι που προέβλεπαν ότι θα αποκλιμακώνονταν μετά το πρώτο τρίμηνο του 2022 έχουν αρχίσει να κάνουν δεύτερες σκέψεις.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, οι επενδυτές θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικοί, καθώς οι επιπτώσεις από το αυξημένο ενεργειακό κόστος:
- Διαφέρουν σημαντικά από εταιρεία σε εταιρεία, ανάλογα με το μείγμα των καυσίμων που χρησιμοποιούν (π.χ. το πετρέλαιο έχει αυξηθεί πολύ λιγότερο σε σχέση με το φυσικό αέριο), αλλά και με το πόση ενέργεια καταναλώνουν.
- Αν δεν παρατηρηθεί κάποια διαφοροποίηση στο διεθνές περιβάλλον, οι επιπτώσεις θα αρχίσουν να γίνονται εντονότερες μέσα στο 2022, καθώς τα χειρότερα φαίνεται να βρίσκονται μπροστά μας και όχι πίσω μας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις, οι επιπτώσεις στα κέρδη των εταιρειών κατά το τελευταίο φετινό τρίμηνο δεν θα είναι τόσο μεγάλες, για μια σειρά από λόγους.
«Δεν είναι όλες οι εταιρείες που επηρεάζονται από το ενεργειακό κόστος. Αρχικά, θα πρέπει να εξεταστεί πόσο μεγάλη είναι η συμμετοχή του συγκεκριμένου κόστους στα συνολικά έξοδα μιας εταιρείας. Αν αυτή είναι σχετικά περιορισμένη, τότε μέσα από μια αύξηση στις τιμές πώλησης οι επιπτώσεις στην κερδοφορία περιορίζονται δραστικά. Σε διαφορετική περίπτωση, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα και οι προκλήσεις σαφώς μεγαλύτερες.
Γιατί οι επιπτώσεις στα αποτελέσματα του τελευταίου φετινού τριμήνου θα είναι σχετικά περιορισμένες;
Πρώτον, επειδή η εκτίναξη του κόστους ξεκίνησε ουσιαστικά τον Αύγουστο, με κάποιες εταιρείες να έχουν συμβόλαια σταθερών τιμών που διήρκησαν μερικούς μήνες ακόμη. Πέραν αυτού, αφενός, οι περισσότερες επιχειρήσεις προχώρησαν και αυτές σε αυξήσεις των τιμολογίων τους, μετακυλίοντας ένα τμήμα τουλάχιστον των απωλειών τους στους δικούς τους πελάτες, αφετέρου, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει και η λογιστική καταγραφή του κόστους.
Ειδικότερα, για πολλές εταιρείες -λόγω των αποθεμάτων τα οποία είχαν παράξει με χαμηλότερες ενεργειακές επιβαρύνσεις- προκύπτει μια καθυστέρηση λίγων μηνών στην απεικόνιση των εξελίξεων στις οικονομικές του καταστάσεις. Έτσι, οι πωλήσεις π.χ. του Νοεμβρίου αφορούν ενδεχομένως τα προϊόντα που παράχθηκαν τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο, κ.λπ.
Τέλος, υπάρχει και ο παράγοντας της σύγκρισης με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, όταν κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2020 είχαμε την επιβολή περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας (δεύτερο lockdown), που αναμφίβολα είχαν φρενάρει τη ζήτηση στην οικονομία», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Άλλωστε υπάρχουν και παραγωγικές εταιρείες που δεν φαίνεται να έχουν επηρεαστεί σημαντικά μέσα στο 2021, όπως π.χ. η ElvalHalcor, η οποία δηλώνει ότι μέχρι σήμερα καταφέρνει να μεταφέρει στις τιμές πώλησης την όποια επίπτωση του αυξημένου ενεργειακού κόστους, εκμεταλλευόμενη την υψηλή ζήτηση που υπάρχει στην παγκόσμια οικονομία. Τα Πλαστικά Κρήτης επίσης εμφάνισαν αυξημένα κέρδη στο φετινό εννεάμηνο λόγω των αποθεμάτων χαμηλού κόστους που διέθεταν, ωστόσο θεωρούν πως θα προκύψει κάποια επίπτωση στα περιθώρια κέρδους τους στο μέλλον.
Φόβοι για το 2022
Αντίθετα, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, οι προκλήσεις για τις παραγωγικές επιχειρήσεις φαίνεται να βρίσκονται μπροστά μας και όχι πίσω μας, στην περίπτωση που το ενεργειακό κόστος δεν αρχίσει να αποκλιμακώνεται μέσα στους επόμενους λίγους μήνες, δηλαδή στην περίπτωση που δεν επιβεβαιωθούν στην πράξη οι προβλέψεις της ΕΚΤ και άλλων θεσμικών παραγόντων.
«Πέρα από το ότι τμήμα των φετινών επιπτώσεων θα απεικονιστεί στα λογιστικά βιβλία των εταιρειών το 2022, θα πρέπει να δούμε και το κατά πόσο η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους θα φρενάρει ολόκληρη την οικονομία.
Για πόσο ακόμη χρονικό διάστημα οι κυβερνήσεις θα μπορούν να επιδοτούν μέρος της επιβάρυνσης των νοικοκυριών και για πόσο ακόμη οι καταναλωτές θα συνεχίσουν να φορτώνονται με τις αυξημένες τιμές στα ράφια των καταστημάτων, χωρίς να μειώσουν σημαντικά τις αγορές τους; Όσο και αν οι αποταμιεύσεις των ιδιωτών είναι αυξημένες και το ποσοστό ανεργίας ελαφρά αποκλιμακωμένο τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι μηνιαίες επιβαρύνσεις στα οικονομικά των νοικοκυριών θα είναι μεγάλες, ιδίως κατά τους πρώτους μήνες του 2022, όπου οι ανάγκες για θέρμανση είναι εποχικά υψηλές».
Χαρακτηριστικά επίσης είναι τα όσα δηλώνει στο Euro2day.gr ο πρόεδρος του κλωστοϋφαντουργικού Ομίλου Επίλεκτος κ. Ευριπίδης Δοντάς: «Το ενεργειακό κόστος στη νηματουργία έχει πολλαπλασιαστεί, κυρίως λόγω της εκτίναξης της τιμής του φυσικού αερίου, αλλά και εξαιτίας της απώλειας κάποιων ελαφρύνσεων που προέκυπταν κατά το παρελθόν είτε από τη διακοψιμότητα είτε από τις επιστροφές επιβαρύνσεων ρύπων. Η επίπτωση είναι τόσο μεγάλη, ώστε το ενεργειακό κόστος, ενώ αντιστοιχούσε γύρω στο 20% του παραγωγικού κόστους πλην πρώτης ύλης, σήμερα έχει ξεπεράσει το 50%. Αναμφίβολα, όλη αυτή η εξέλιξη έχει επηρεάσει και τα περιθώρια μικτού κέρδους παρά την όποια αύξηση έχει σημειωθεί στις τιμές των νημάτων (έχει παράλληλα ανατιμηθεί και το βαμβάκι). Πέραν αυτών, υπάρχει και ο παράγοντας της αβεβαιότητας. Σήμερα κλείνουμε δουλειές από τις οποίες δεν ξέρουμε αν θα κερδίσουμε ή θα χάσουμε, επειδή απλά δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε το ύψος της ενεργειακής επιβάρυνσης, το οποίο παρουσιάζει έντονες και απρόβλεπτες διακυμάνσεις».
Σύμφωνα επίσης με τον κ. Δοντά:
- Τα προβλήματα στην αγορά ενέργειας και οι παρενέργειες που θα προκαλούνταν, είχαν προβλεφθεί έγκαιρα από τους παράγοντες της αγοράς (π.χ. ενδεικτικές είναι οι δημοσίως διατυπωθείσες θέσεις του ΕΒΙΚΕΝ από την περασμένη άνοιξη).
- Οι επιχειρήσεις, αν και καταβάλλουν σαφώς αυξημένους πόρους προς τρίτους (π.χ. Διαχειριστή ΑΠΕ), δεν έχει προβλεφθεί μέχρι σήμερα να στηριχτούν από το συγκεκριμένο ή από άλλο κονδύλι.