Οι δείκτες αποτίμησης των ελληνικών μετοχών σε όρους κερδοφορίας είναι σε παρόμοια επίπεδα με τις αναδυόμενες αγορές της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, εκτιμά η αμερικανική Citigroup.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Citi, ο δείκτης τιμής προς κέρδη (P/Ε) για φέτος εκτιμάται σε 12,3 φορές έναντι 10 φορές για τις αναδυόμενες αγορές της περιοχής μας και το επόμενο έτος θα διαμορφωθεί χαμηλότερα, στις 9,8 φορές έναντι 9,7 φορές για το peer group των χωρών της περιοχής μας.
H Ελλάδα είναι ωστόσο φθηνή σε σχέση με τις αγορές μετοχών των ΗΠΑ, της Ευρώπης και του κόσμου, αφού ο δείκτης P/E στην αγορά των ΗΠΑ κινείται στις 23,1 φορές φέτος και 21 φορές το επόμενο έτος ενώ για την Ευρώπη ο δείκτης τοποθετείται στις 16 φορές και στις 15 φορές το 2022.
Αναφορικά με τις εκτιμήσεις της Citi για τα κέρδη ανά μετοχή, οι αναλυτές της Citi δεν αναμένουν αύξηση σε σχέση με το 2020 στα EPS των ελληνικών μετοχών, το 2022 αναμένεται να αυξηθούν κατά 25,4% και θα κινηθούν περίπου 12% υψηλότερα το 2023, επίπεδα που δεν συνάδουν με τις εκτιμήσεις της τράπεζας για την πορεία της εγχώριας οικονομίας αλλά και το consensus της αγοράς και των αναλυτών.
Πιο προβληματική είναι η σύγκριση της εγχώριας αγοράς με τις ευρωπαϊκές αγορές, όπου τα κέρδη ανά μετοχή θα κινηθούν με άνοδο 56,9% φέτος, 6,3% το 2022 και 6,7% το 2023, όπως και στις ΗΠΑ, η αύξηση στα κέρδη ανά μετοχή θα είναι της τάξεως του 46,9% φέτος και το 2022 η αύξηση εκτιμάται σε 7,4%.
Ταυτόχρονα, η μερισματική απόδοση των ελληνικών μετοχών διαμορφώνεται υψηλότερα από τις αγορές της «γειτονιάς» μας αλλά και τις αγορές σε Ευρώπη και ΗΠΑ, με επίδοση στο 3,6% ενώ ο δείκτης τιμής προς λογιστική αξία (P/BV ) διαμορφώνεται σε 1 φορά, αρκετά χαμηλά σε σχέση με τις διεθνείς αγορές μετοχών.
Τέλος, ο δείκτης CAPE, ο οποίος είναι ο κυκλικά αναπροσαρμοσμένος πολλαπλασιαστής κερδών (Cyclically Adjusted Price Earnings), κοινώς γνωστός ως δείκτης P/E Shiller, που αποτελεί και ένα μέτρο αποτίμησης προσαρμοσμένο για τον πληθωρισμό, είναι από τους υψηλότερους στον κόσμο για την εγχώρια αγορά μετοχών, γεγονός που οφείλεται ωστόσο και στο ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο πληθωρισμού της οικονομίας.