Η JP Morgan δίνει το credit για τις εγχώριες τράπεζες και συστήνει υπεραπόδοση για τρεις από τις τέσσερις τραπεζικές μετοχές. Οι τιμές-στόχοι που προτείνει η επενδυτική τράπεζα για τις μετοχές των τραπεζών είναι: Alpha Bank 1,50 ευρώ, Eurobank 1,10 ευρώ, Εθνική Τράπεζα 3,30 ευρώ. Για την Τράπεζα Πειραιώς, η σύσταση είναι ουδέτερη και η τιμή-στόχος στο 1,90 ευρώ ανά μετοχή.
Οι εγχώριες τράπεζες είναι διαπραγματεύσιμες με 0,43 φορές το 2022 σε όρους P/TBV ή 40% discount σε σχέση με τους ομολόγους της Ευρωζώνης, την οποία τη χαρακτηρίζει αδικαιολόγητη η αμερικανική επενδυτική τράπεζα. Οι αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών εξακολουθούν να βρίσκονται σε βαθιά έκπτωση σε σχέση με τις ομοειδείς τράπεζες της Ευρωζώνης και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης με παρόμοιες επιδόσεις, προφίλ, αντανακλώντας σε μεγάλο βαθμό το αυξημένο κόστος προβλέψεων.
Οι τράπεζες έχουν οικοδομήσει ένα σταθερό ιστορικό εκτέλεσης κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών και η JP Morgan αναμένει ότι η υλοποίηση των σχεδίων μετασχηματισμού σε συνδυασμό με τα πρώτα σημάδια βιώσιμης κερδοφορίας θα συνεχιστούν.
Οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν μια ενδιαφέρουσα διαφοροποίηση στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια, δεδομένης της πολλά υποσχόμενης μακροοικονομικής ανάκαμψης και τα ξεχωριστά bottom-up χαρακτηριστικά της κάθε μετοχής.
Η JP Morgan επισημαίνει ότι της αρέσουν ιδιαίτερα οι προσανατολισμένες στην ανάπτυξη Alpha Βank και Eurobank, η διεθνής παρουσία τους, ο αμυντικός ισολογισμός της ETE και η κεφαλαιακή άνεση, καθώς και το ιστορικό της Πειραιώς για την υλοποίηση του μετασχηματισμού της.
Όσον αφορά το μέλλον, η συνέχιση της εκτέλεσης των σχεδίων της NPE, τα πρώτα σημάδια της επιτάχυνσης της ανάπτυξης των δανείων με την έναρξη του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», καθώς και περαιτέρω αξιολόγηση των τραπεζών της ΕΕ θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτες.
Οι προοπτικές και οι αποδόσεις
Τον τελευταίο χρόνο, οι προοπτικές για τις ελληνικές τράπεζες έχουν μετατοπιστεί αισθητά προς το θετικότερο, επισημαίνει η JP Morgan. Ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι τράπεζες συνέχισαν να εκτελούν τα σχέδια απομείωσης των κινδύνων, μειώνοντας τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα κατά 17 δισ. ευρώ περίπου, ή το ένα τέταρτο προ της Covid-19.
Σε επιχειρησιακό επίπεδο, τα εκτεταμένα μέτρα στήριξης από τους φορείς χάραξης πολιτικής έχουν αμβλύνει τον αντίκτυπο της κρίσης της Covid-19, η οποία, μαζί με τα αποφασιστικά βήματα για την επαναλειτουργία της οικονομίας σημαίνει ότι η εστίαση της αγοράς θα πρέπει να μετατοπιστεί προς τις βιώσιμες προοπτικές ανάπτυξης των τραπεζών και τις μεσοπρόθεσμες αποδόσεις των ιδίων κεφαλαίων τους (ROTE).
Οι δείκτες NPE αναμένεται να συγκλίνουν με τα ευρωπαϊκά επίπεδα έως τις αρχές του επόμενου έτους, ανοίγοντας τον δρόμο για την εξομάλυνση του κόστους κινδύνου, με πρόσθετη ώθηση στα κέρδη από την επιτάχυνση της δυναμικής της αύξησης των δανείων, περαιτέρω ευκαιρίες για έσοδα από προμήθειες και κέρδη λειτουργικής αποδοτικότητας.
Η JP Morgan διαβλέπει ότι τα βιώσιμα περιθώρια ROTE των ελληνικών τραπεζών είναι στο 8%-9% έως το 2023, με αποτίμηση μόλις 0,43 φορές τον δείκτη εσωτερικής αξίας (P/TBV) το 2022 και πιστεύει ότι αυτό αποτελεί μια ελκυστική προοπτική μεσοπρόθεσμης επαναξιολόγησης. H αξιολόγηση είναι overweight για την Alpha Βank (από Not Rated), διατηρώντας τις αξιολογήσεις overweight για τη Eurobank και την ΕΤΕ και την Πειραιώς σε ουδέτερη σύσταση.
Η δυναμική ανάπτυξης και απόδοσης υποτιμάται από την αγορά, επισημαίνει ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος. Μετά από χρόνια απομόχλευσης, η αύξηση των δανείων των ελληνικών τραπεζών αναμένεται να επιταχυνθεί τα επόμενα χρόνια, με υγιέστερους ισολογισμούς, βελτίωση της ζήτησης για δάνεια και την επικείμενη δρομολόγηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στο πλαίσιο του κυβερνητικού σχεδίου «Ελλάδα 2.0».
Η JP Morgan αναμένει ότι τα χαρτοφυλάκια εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών θα επεκταθούν με 7% μέση ετήσια αύξηση την περίοδο 2020-2023, γεγονός που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το -3% που καταγράφηκε την περίοδο 2016-2019.
Η αύξηση των δανείων παρέχει σημαντική ώθηση, η οποία δοκιμάζεται από τα χαμηλά επιτόκια και την εξυγίανση των NPEs και εκτιμά ότι αυτή η πρόσθετη αναπτυξιακή ώθηση προσθέτει έως και 2% στον μέσο όρο του δείκτη ROTE έως το 2023.
Σε συνδυασμό με την εξομάλυνση του κόστους κινδύνου και την περαιτέρω αύξηση των προμηθειών και της αποδοτικότητας, αναμένει ότι οι δείκτες ROTE του κλάδου θα φθάσουν το 8%-9% έως το 2023.