Ένα εμπόρευμα ορίζεται ως ένα οικονομικό αγαθό, το οποίο εκτιμάται και είναι χρήσιμο και έχει μικρή ή καθόλου διαφορά στη σύνθεση ή την ποιότητα, ανεξάρτητα από τον τόπο παραγωγής. Ενώ ο χρυσός ταιριάζει με αυτόν τον ορισμό, η δυναμική της αγοράς και η ποικιλία της εφαρμογής του τον καθιστούν πολύ διαφορετικό από άλλα εμπορεύματα.
Αυτή η διαφορά υπογραμμίζεται από το ισχυρό προφίλ απόδοσης του χρυσού όσον αφορά τις αποδόσεις, την αστάθεια και τη συσχέτιση. Συνολικά, τα επενδυτικά χαρακτηριστικά του χρυσού παράγουν ένα πιο διαφοροποιημένο χαρτοφυλάκιο, από ένα με μια απλή, ευρεία έκθεση εμπορευμάτων.
Μερικά εμπορεύματα μπορούν να θεωρηθούν πολυτελή αγαθά, μερικά έχουν τεχνολογικές εφαρμογές και μερικά είναι βασικά, καθημερινά προϊόντα. Ορισμένα χρησιμοποιούνται για την αντιστάθμιση έναντι του πληθωρισμού, ορισμένα προστατεύουν από την υποτίμηση του νομίσματος και όλα παρέχουν ένα βαθμό διαφοροποίησης σε ένα επενδυτικό χαρτοφυλάκιο. Μοναδικά όμως, ο χρυσός, ως επένδυση, εκτελεί όλες μαζί αυτές τις λειτουργίες.
Πολλοί επενδυτές έχουν αναγνωρίσει τους κινδύνους αλλά και τα οφέλη της επένδυσης σε εμπορεύματα. Με την πάροδο του χρόνου, έχουν αποδειχθεί ότι βελτιώνουν τις αποδόσεις προσαρμοσμένες στον κίνδυνο χαρτοφυλακίου, προσφέροντας διαφοροποίηση, προστασία από τον πληθωρισμό και ένα στοιχείο εξομάλυνσης των οικονομικών κύκλων.
Οι περισσότεροι επενδυτές έχουν πρόσβαση σε αυτή την κατηγορία περιουσιακών στοιχείων μέσω δεικτών εμπορευμάτων, οι οποίοι περιλαμβάνουν πάντοτε χρυσό. Ωστόσο, η στάθμιση του χρυσού σε αυτούς τους δείκτες υποτιμά τη σημασία του ως στρατηγικού χαρτοφυλακίου.
Ο χρυσός είναι, φυσικά, μια πρώτη ύλη που χρησιμοποιείται στην παραγωγή μεταποιημένων αγαθών. Αλλά είναι και κάτι πολύ περισσότερο από αυτό. Είναι ένα καταναλωτικό αγαθό και ταυτόχρονα μία επένδυση, ένα πολύπλευρο περιουσιακό στοιχείο που απολαμβάνει ποικίλη δυναμική προσφοράς και ζήτησης, η οποία διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην απόδοση του χρυσού.
Το πολύτιμο μέταλλο αξίζει να θεωρηθεί ως διαφοροποιημένο περιουσιακό στοιχείο, καθώς ιστορικά έχει επωφεληθεί από αρκετά βασικά χαρακτηριστικά:
- Ο χρυσός έχει προσφέρει καλύτερες μακροπρόθεσμες, προσαρμοσμένες στον κίνδυνο, αποδόσεις, από άλλα εμπορεύματα.
- Ο χρυσός ξεπερνά τα εμπορεύματα σε περιόδους χαμηλού πληθωρισμού, ενώ έχει αυξημένη ζήτηση σε περιόδους υπερπληθωρισμού.
Πιο συγκεκριμένα, τα εμπορεύματα χρησιμοποιούνται συχνά για επενδυτική διαφοροποίηση σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού. Ενώ είναι αλήθεια ότι τα εμπορεύματα έχουν καλή απόδοση κατά τις πληθωριστικές περιόδους, ο χρυσός έχει καλύτερη.
Σε περιόδους χαμηλού πληθωρισμού, τα εμπορεύματα παρουσίασαν αρνητικές ονομαστικές αποδόσεις, ενώ ο χρυσός σημείωσε θετικές αποδόσεις, αντανακλώντας την αυξημένη ζήτηση, όταν οι οικονομικές συνθήκες είναι ισχυρές. Αυτή η συμπεριφορά είναι ιδιαίτερα σχετική σήμερα. Οι τρέχουσες προσδοκίες για τον πληθωρισμό είναι χαμηλές, οπότε ο χρυσός θα πρέπει, με βάση την εμπειρία του παρελθόντος, να ξεπεράσει τα άλλα εμπορεύματα.
Οι μελλοντικές προσδοκίες υποδηλώνουν έναν αυξανόμενο κίνδυνο υψηλότερου πληθωρισμού. Αυτό θα οδηγήσει επίσης στη ζήτηση για χρυσό. Επίσης, ο χρυσός έχει χαμηλότερη μεταβλητότητα σε σχέση με τα υπόλοιπα εμπορεύματα, ενώ έχει μικρή ή καθόλου συσχέτιση με πολλά άλλα περιουσιακά στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων των εμπορευμάτων, σε περιόδους «άγχους».
Σύμφωνα με τον S&P, «o χρυσός, ως επένδυση έχει αποδώσει σε μεγάλο βαθμό μακροπρόθεσμα, παρέχοντας μέσες ετήσιες αποδόσεις 10,4% από την κατάργηση του "Χρυσού προτύπου" το 1971 και σύνθετη ετήσια απόδοση 7,6%».
Όπως και άλλα εμπορεύματα, ο χρυσός συσχετίζεται θετικά με τα αποθέματα σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, όταν οι αγορές μετοχών τείνουν να αυξάνονται. Ωστόσο, το πολύτιμο μέταλλο συσχετίζεται αρνητικά με άλλα περιουσιακά στοιχεία κατά τη διάρκεια περιόδων κινδύνου, παρέχοντας στους επενδυτές μια προστασία που δεν υπάρχει πάντα σε άλλα εμπορεύματα.
Αυτός ο δυναμισμός αντικατοπτρίζει τη διπλή φύση του χρυσού ως επένδυσης και ως καταναλωτικού αγαθού. Όταν οι οικονομικές συνθήκες είναι «καλοήθεις», οι δαπάνες τείνουν να αυξάνονται σε αντικείμενα όπως κοσμήματα ή τεχνολογικές συσκευές και αυτό λειτουργεί υπέρ του χρυσού. Αντίθετα, σε περιόδους συστημικού κινδύνου, οι συμμετέχοντες στις αγορές αναζητούν ρευστά περιουσιακά στοιχεία υψηλής ποιότητας, που διατηρούν κεφάλαια και ελαχιστοποιούν τις απώλειες. Αυτό μπορεί επίσης να ωφελήσει τη ζήτηση επενδύσεων σε χρυσό.
Επίσης, ο χρυσός έχει μεγάλο και σημαντικό ρόλο ως νομισματικό περιουσιακό στοιχείο. Άλλα μέταλλα, συμπεριλαμβανομένου του αργύρου και του χαλκού, έχουν χρησιμοποιηθεί ιστορικά ως νόμισμα, αλλά ο ρόλος του χρυσού στο νομισματικό σύστημα είναι πολύ πιο εκτεταμένος.
Εκτός του ότι θεωρείται ένα σπάνιο και πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο για αιώνες, ο χρυσός ήταν μια λογική επιλογή ως «άγκυρα νομίσματος» και έπαιξε αυτόν τον ρόλο έως ότου οι ΗΠΑ βγήκαν από το «πρότυπο Χρυσού» το 1971. Ως εκ τούτου, συνέβαλε σημαντικά στην παγκόσμια οικονομική αρχιτεκτονική και μέχρι σήμερα θεωρείται ένα πολύτιμο διεθνές περιουσιακό στοιχείο, προστατεύοντας από την πτώση των νομισμάτων.
Πριν από το 1971, τα μεγάλα εμπορεύματα απολάμβαναν χρονικές περιόδους όπου η αξία τους σε χρυσό αντανακλούσε τον πληθωρισμό και αυξήθηκε, ενώ η τιμή του χρυσού συνδέθηκε με το δολάριο ΗΠΑ. Μετά το 1971, όταν η τιμή του χρυσού μπόρεσε να επιπλεύσει, η αξία των προϊόντων σε χρυσό μειώθηκε απότομα.
Πράγματι, ενώ ο χρυσός δεν παίζει, πλέον, άμεσο ρόλο στο Διεθνές Νομισματικό Σύστημα, οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις διατηρούν ακόμη εκτεταμένα αποθέματα χρυσού, για τη διατήρηση του εθνικού πλούτου και την προστασία από την οικονομική αστάθεια. Σήμερα, ο χρυσός είναι το τρίτο μεγαλύτερο αποθεματικό ενεργητικό παγκοσμίως, μετά το δολάριο ΗΠΑ και το ευρώ.
Επιπλέον, ο χρυσός χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο ως ασφάλεια σε χρηματοοικονομικές συναλλαγές, όπως και άλλα ρευστά περιουσιακά στοιχεία (π.χ. το δημόσιο χρέος). Mόνο τον Απρίλιο, οι εκδόσεις δημόσιου χρέους άγγιξαν το ιστορικά υψηλό των $2,6 τρισ., όταν ο μέσος μηνιαίος όρος το 2019 ήταν $1 τρισ., ενώ περίπου $1,5 τρισ. εξ αυτών αφορούσε κρατικό δανεισμό των ΗΠΑ.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του IIF, το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης των ΗΠΑ (Ομοσπονδιακές, Πολιτειακές και Τοπικές Κυβερνήσεις) θα αυξηθεί από 102% του ΑΕΠ το 2019, σε άνω του 120% το 2020, ενώ θα ξεπεράσει το 140% το 2025. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις είναι δυσοίωνες και για την πορεία του συνολικού παγκόσμιου χρέους (Ιδιωτικού και Δημόσιου), καθώς εκτιμάται ότι θα υπερβεί τα $325 τρισ. το 2025, καταγράφοντας μια άνοδο περί το 30%, έναντι $255 τρισ. το 2019.
Οι ΗΠΑ και η Κίνα είναι πιθανό να αντιπροσωπεύουν το 75% της προβλεπόμενης αύξησης του παγκόσμιου χρέους έως το 2025.