Oι ενεργοί επενδυτές στο Χ.Α. με έναν τρόπο… παραπονιούνται για τη νηνεμία στην αγορά: μέτριοι έως χαμηλοί όγκοι και αξίες συναλλαγών, διακύμανση σε συγκεκριμένο εύρος τιμών, γενικώς… απουσία συγκινήσεων. Την ίδια ώρα, όμως, αναγνωρίζουν ότι η αγορά έχει κερδίσει υψηλότερα επίπεδα τιμών και «έχει εμπεδώσει» τα νέα δεδομένα μετά τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Ιουλίου.
Σ’ αυτό έχει συντελέσει η εξομάλυνση (ουσιαστική ή θεωρητική, ανάλογα με την οπτική του καθενός) στα θέματα της οικονομίας. Αυτό άλλωστε επισημαίνουν στις εκθέσεις τους και οι διεθνείς οίκοι αξιολόγησης, οι οποίοι αποτιμούν θετικά τόσο τη μέχρι τώρα πορεία της κυβέρνησης όσο και τις προοπτικές που διανοίγονται –πάντα βέβαια υπό την αίρεση των διεθνών εξελίξεων.
Σε κάθε περίπτωση, η αγορά έχει περισσότερους λόγους να αισιοδοξεί. Το αν και πότε αυτό θα αποτυπωθεί πιο έντονα στις τιμές των μετοχών είναι το ερώτημα που περιμένει απάντηση.
Μετά τη Standard & Poor’s (και το θετικό της μήνυμα), η DBRS αρκέστηκε ν βελτιώσει το outlook αλλά όχι την βαθμίδα της χώρας. Παράλληλα, η επιστροφή του ΟΤΕ στην επενδυτική βαθμίδα, από τη Standard & Poor’s επίσης, έχει ίσως τη σημασία της αφού πλέον ανοίγει ο δρόμος για τη χώρα να εισέλθει και πάλι στο club της «επενδυτικής βαθμίδας» στο αξιόχρεο του επόμενου έτους.
Είναι πλέον φανερό ότι, αν και εφόσον η κυβέρνηση συνεχίσει τις δομικές μεταρρυθμίσεις, ενισχύοντας τις οικονομικές προοπτικές και τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών, αλλά και αν η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών επιταχυνθεί, ο μεγάλος αυτός στόχος θα έρθει πιο κοντά.
Το στοιχείο που εκπλήσσει θετικά την αγορά είναι ότι ο S&P προβλέπει μέση ανάπτυξη 2,5% την τριετία 2019-2022, κυρίως λόγω ανάκαμψης της εγχώριας ζήτησης, ενώ την ίδια στιγμή βλέπει ότι έχουν μειωθεί οι κίνδυνοι για τον προϋπολογισμό μετά τις δικαστικές αποφάσεις για τις συντάξεις του Δημοσίου.
Ο οίκος αναμένει ανάπτυξη περίπου 2% το 2019, με σταδιακή επιτάχυνση ως το 2022. Προβλέπει ακόμη αύξηση των θέσεων εργασίας κατά 2% ετησίως ως το 2022, αν και η πρόσφατη αύξηση στον κατώτατο μισθό ίσως οδηγήσει σε επιβράδυνση των προσλήψεων.
Το στοίχημα του ΑΕΠ
Οι τρέχουσες συγκλίνουσες εκτιμήσεις πάντως για το ΑΕΠ της χώρας είναι πολύ χαμηλότερες, αφού εκτιμάται ότι θα κινηθεί ανοδικά κατά 1,7% φέτος, 2% το επόμενο έτος και μείωση εκ νέου στο 1,6% για το 2021. Ο σημαντικότερος παράγοντας που θα μπορούσε να επιδράσει καταλυτικά στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι η πιστωτική επέκταση, η οποία εξακολουθεί να παραμένει σε αρνητικό έδαφος. Η σταδιακή υποχώρηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα διευκολύνει τις εμπορικές τράπεζες να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων, με άμεσο θετικό αντίκτυπο στην ιδιωτική κατανάλωση.
Αντίστοιχα, στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για φέτος η εκτίμηση είναι στο 2% και για το 2020 το «απαιτητικό» ποσοστό του 2,8%, επίδοση που στηρίζεται τόσο στην ιδιωτική κατανάλωση όσο και στον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου. Οι προβλεπόμενοι ρυθμοί μεταβολής για το 2020 αποκλίνουν αισθητά προς τα πάνω σε σχέση με τις αντίστοιχες προβλέψεις που έχουν δημοσιοποιήσει διάφοροι διεθνείς οργανισμοί (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο).
Ο αναπτυξιακός νόμος
Καίριας σημασίας θα είναι η δομή και τα περιεχόμενα του αναπτυξιακού νόμου για την επίτευξη υψηλού ρυθμού μεγέθυνσης, καθώς προβλέπει σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και περαιτέρω απλοποίηση των γραφειοκρατικών διαδικασιών στο επιχειρείν, όπως επισημαίνει και η Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων. Η αξιόπιστη εφαρμογή του είναι ακόμη μεγαλύτερης σημασίας. Οι επιχειρήσεις και οι διεθνείς επενδυτές πρέπει να πεισθούν ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια διαμορφώνει ένα μόνιμο πλέον θεσμικό πλαίσιο κανόνων. Επιπλέον, η επιτάχυνση αδειών και εγκρίσεων για ορισμένα μεγάλα έργα - σε όρους δαπάνης και απασχόλησης - ενισχύει την αξιοπιστία και την προσήλωση σε αυτήν την πολιτική.
Η S&P σε αυτά τα σημεία φαίνεται να εδράζει την αισιόδοξη προσέγγισή της, ενώ προχωρά παραπέρα τονίζοντας ότι, αν δεν υπάρξουν εξωγενή σοκ από εξελίξεις όπως ο αυξανόμενος παγκόσμιος προστατευτισμός ή μια αναπάντεχη ύφεση στην ευρωζώνη, ο ελληνικός εξαγωγικός τομέας είναι σε καλή θέση για να επωφεληθεί από την αυξημένη ανταγωνιστικότητα.
Η εικόνα στο Χ.Α. και τα ομόλογα
Η εγχώρια αγορά των ομολόγων πήρε ανάσα από το report της S&P, χωρίς ωστόσο το ελληνικό 10ετές να υποχωρεί χαμηλότερα από το 1% που είναι από πολλούς στην αγορά των ομολόγων το επόμενο όριο. Από την άλλη, η εν λόγω αναβάθμιση από τη S&P δεν ήταν καθόλου αναπάντεχη.
Όσον αφορά το Χρηματιστήριο της Αθήνας, πιο τεχνικά, η επαναφορά πάνω από τις 840-845 μονάδες, που ήταν η πρώτη αντίσταση, είναι σημαντική εξέλιξη και η επόμενη ζώνη με σημασία είναι αυτή των 880 μονάδων. Πλέον η στήριξη των 850 μονάδων μπορεί να αποτελεί το stop των αγοραστών, ενώ οι πιο αργοί θα έχουν ως σημείο αναφοράς το χαμηλό στις 815 μονάδες. Χαμηλότερα, ο απλός κινητός μέσος όρος των 200 ημερών αποτελεί την επόμενη ισχυρή στήριξη στις 785 μονάδες. Στο καλό σενάριο, υψηλότερα, το επίπεδο των 883-890 μονάδων είναι ιδιαίτερα σημαντικό όριο αφού αποτελεί την τελευταία αντίσταση πριν από τα επίπεδα των 900-915 μονάδων και τον τελικό στόχο στα υψηλά του 2015 και τις 946 μονάδες, εφόσον η αγορά παραμείνει σε ανοδική τροχιά.
Η κίνηση του δείκτη των τραπεζών, που εξακολουθεί να υπεραποδίδει το 2019 της αγοράς, συνεχίζει να βρίσκεται εντός ενός εύρους 120 μονάδων (870-998 μονάδες), με κρίσιμα ενδιάμεσα επίπεδα τις 925 μονάδες και τις 940-950 μονάδες. Η πρόσφατη βύθιση στις 730 μονάδες ανέδειξε και πάλι τη σημασία του επιπέδου, αλλά και τους πιθανούς τρόπους των μελλοντικών διορθώσεων όσο η αγορά των τραπεζικών μετοχών παραμένει σε θετικό mode. Η προώθηση πάνω από τις 925 μονάδες με αρωγό τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, που είναι ο leader από τις αρχές του έτους, ενδέχεται να ενδυναμώσει την κίνηση.
Τέλος, για τον δείκτη της υψηλής κεφαλαιοποίησης, μετά τη νέα επιβεβαίωση της στήριξης στις 2.030-2.050 μονάδων, οι long έχουν ένα πολύ αξιόπιστο σημείο εξόδου, ενώ όσο η ανοδική κίνηση διατηρείται πάνω από τις 2.140 μονάδες, ενισχύεται το θετικό σενάριο για τις 2.200-2.235 μονάδες. Το επίπεδο των 2.300 μονάδων είναι αντίστοιχης σημασίας με τις 900 μονάδες του Γενικού Δείκτη.