Μετά το roadshow του Λονδίνου, το οποίο είχε μεγαλύτερη απήχηση από ό,τι σε προηγούμενα έτη, στο ταμπλό του ΧΑ είναι φανερό ότι η αποτίμηση των εγχώριων τραπεζών επηρεάζεται λιγότερο από τα θεμελιώδη μεγέθη και περισσότερο από την αυξημένη μεταβλητότητα που επικρατεί διεθνώς στις αγορές.
Η κατάσταση, όμως, θα αρχίσει να αλλάζει και οι επενδυτές θα έρθουν ξανά μπροστά στο ερώτημα εάν οι τρέχουσες αποτιμήσεις των εγχώριων τραπεζικών μετοχών κρύβουν ευκαιρίες ή όχι, αν δηλαδή είναι χαμηλές, υψηλές ή δίκαιες, βάσει των ρυθμών ανάπτυξης που θα επιδείξουν, αλλά πρωτίστως των επαναλαμβανόμενων κερδών προ προβλέψεων που θα παράγουν την επόμενη τριετία.
Στο ζήτημα των αποτιμήσεων, οι εγχώριες τράπεζες, βάσει των εκτιμήσεων της Factset, είναι διαπραγματεύσιμες με 9,5 φορές και 8 φορές αντίστοιχα την προβλεπόμενη κερδοφορία των ετών 2020 και 2021, ενώ σε όρους ενσώματης λογιστικής αξίας, η αποτίμησή τους είναι 0,44 φορές και 0,42 φορές αντίστοιχα για τα έτη 2020 και 2021.
Τέλος, οι δείκτες αποδοτικότητας σε όρους ιδίων κεφαλαίων (Return on Equity - ROE) θα κινηθούν χαμηλά, στο 4,9% με 5,3% κατά μέσο όρο, με εξαίρεση τη Eurobank που θα είναι αρκετά υψηλότερα, στο 7,5% περίπου. Οι παραπάνω δείκτες συνδυάζονται με μηδενικές μερισματικές αποδόσεις έως το 2021, ενώ για το 2022 είναι το πρώτο έτος που οι αναλυτές προβλέπουν επιστροφή σε θετική μερισματική απόδοση.
Αντίστοιχα, οι ιταλικές και οι ισπανικές τράπεζες, που εμφανίζονται συνήθως οι πιο ενδεικτικές περιπτώσεις για συγκριτική μελέτη με τις εγχώριες, αποτιμώνται σε παρόμοια ή χαμηλότερα επίπεδα.
Οι ιταλικές τράπεζες, πάλι, βάσει του consensus της Factset, είναι διαπραγματεύσιμες με 8,7 φορές και 8,1 φορές αντίστοιχα την προβλεπόμενη κερδοφορία των ετών 2020 και 2021. Οι δείκτες P/TBV (ενσώματης λογιστικής αξίας) είναι 0,70 φορές και 0,68 φορές αντίστοιχα για τα έτη 2020 και 2021, με αποδοτικότητα σε όρους ιδίων κεφαλαίων άνω του 8% και μερισματικές αποδόσεις κοντά στο 7%.
Για τις ισπανικές τράπεζες, οι δείκτες αποτίμησης είναι ακόμα χαμηλότεροι, με 7,1 φορές και 6,6 φορές σε όρους P/E 2020 και 2021, με δείκτες P/TBV 0,65 φορές για τα δύο έτη αναφοράς, δείκτες ROE πάνω από 10% και μερισματικές αποδόσεις σχεδόν 6,5% για τα δύο έτη.
Συνεπώς, οι εγχώριες τράπεζες δεν εμφανίζουν discount έναντι των ιταλικών ή των ισπανικών τραπεζών, οι οποίες βρίσκονται πολλά βήματα μπροστά από τις εγχώριες τράπεζες σε θέματα όπως π.χ. η κεφαλαιακή διάρθρωση και η διαχείρισης των NPEs. Ακόμα όμως και όταν η σύγκριση γίνει με αναδυόμενες αγορές όπως π.χ. η Τουρκία ή η Ρωσία, επίσης οι αποτιμήσεις των εγχώριων τραπεζών φαίνεται να έχουν προεξοφλήσει αρκετά από τα θετικά βήματα που είναι μπροστά μας. Τόσο φέτος όσο και στους τελευταίους δώδεκα μήνες, οι μετοχές των Alpha Bank, Eurobank, Εθνικής Τράπεζας και Τράπεζας Πειραιώς υπεραποδίδουν έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών κατά 100% φέτος και περίπου 55% για το τελευταίο δωδεκάμηνο.
Στο roadshow επίσης, τα δύο σημαντικά θέματα που συζητήθηκαν διεξοδικά από τους επενδυτές είναι τι μπορεί να προσδοκούν οι τράπεζες από την ανοδική πορεία που παρατηρείται στις τιμές των ακινήτων και πόσο μπορούν να επιταχύνουν την αύξηση χορηγήσεων και των εσόδων από προμήθειες, για να αντιμετωπίσουν τη μείωση από τη διάθεση των NPEs.
Η Τράπεζα Πειραιώς είναι η πρώτη που έδωσε μια εκτίμηση στην τελευταία παρουσίαση των αναλυτών για το πώς η ανάκαμψη των τιμών των ακινήτων επηρεάζει την τράπεζα. Όπως επισήμανε, διαθέτει €23 δισ. ενεργητικού ως εξασφαλίσεις για δάνεια και €3 δισ. ίδια περιουσιακά στοιχεία και περίπου τα €11 δισ. αφορούν το χαρτοφυλάκιο NPEs.
Η τράπεζα εκτιμάει ότι κάθε 100 μ.β. αυξητική κίνηση στις τιμές της ακίνητης περιουσίας (1% άνοδος δηλαδή), η βελτίωση της αξίας της επιχείρησης είναι περίπου 50-100 εκατ. ευρώ, που είναι περίπου το 3,8% έως το 7,6% της τρέχουσας χρηματιστηριακής αξίας της τράπεζας. Με βάση, συνεπώς, την εκτίμηση της Τράπεζας Πειραιώς και τις τρέχουσες συνθήκες, μια αύξηση των τιμών των ακινήτων κατά 10% περίπου την επόμενη τριετία θα μπορούσε να προσφέρει σε όρους αποτίμησης 38%-76% αξία ή 500-1.000 εκατ. ευρώ στην κεφαλαιοποίηση. H επίδραση αναμένεται να είναι μικρότερη για τις άλλες τρεις τράπεζες σε όρους κεφαλαιοποίησης, εξέλιξη που αν συμβεί πάντως θα βοηθήσει σημαντικά στις προσπάθειες μείωσης των NPEs.
Τέλος, οι αναλυτές παραμένουν φειδωλοί στο θέμα της αύξησης των δανείων την περίοδο 2019-2022. Για την άνοδο χορηγήσεων και των εσόδων από προμήθειες, οι αναλυτές εκτιμούν ότι το 2020 οι ρυθμοί αύξησης των εσόδων των εγχώριων τραπεζών θα είναι αρνητικοί και το 2021 αναιμικοί, της τάξεως του 1%. Σημαντική αύξηση της τάξεως του 5% εκτιμάται το 2022, αλλά για την ίδια περίοδο αναμένεται συγκράτηση των εξόδων.
Αυτό θα βοηθήσει σημαντικά στην άνοδο της προ προβλέψεων κερδοφορίας. Αναφορικά με τα yields, που οι εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι σημαντικές, οι αναλυτές εκτιμούν ότι θα παραμείνουν σε υψηλότερα επίπεδα από τις ευρωπαϊκές τράπεζες.