H χρηματιστηριακή αγορά, τους προηγούμενους 2-3 μήνες προεξοφλούσε με ισχυρή άνοδο μια περίοδο πολιτικής σταθερότητας, από μια ισχυρή και φιλικότερη προς το επιχειρείν κυβέρνηση. Παράλληλα, όμως, προεξοφλούσε και την επιτάχυνση θετικών εξελίξεων στα μεγάλα ανοιχτά μέτωπα, με τρόπο τέτοιο που θα παγίωναν σταθερή ανοδική τάση και θετικό κλίμα στην πραγματική οικονομία.
Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών της 7ης Ιουλίου επαλήθευσε τις εκτιμήσεις στο θέμα της ισχυρής κυβέρνησης. Τώρα, το... μπαλάκι περνά στην ίδια την κυβέρνηση - η αγορά περιμένει, σε ένα νέο περιβάλλον πλέον, την επαλήθευση εξαγγελιών.
Είναι εμφανές πως η νέα κυβέρνηση επιθυμεί να καλλιεργήσει φιλοεπιχειρηματικό - φιλοεπενδυτικό κλίμα από τις πρώτες κιόλας ημέρες της πολιτικής ζωής της, με ενδεικτικά χαρακτηριστικά τα παρακάτω: ήπιοι πολιτικοί τόνοι, πνεύμα συναίνεσης, μεγάλος αριθμός τεχνοκρατών στο υπουργικό συμβούλιο, δηλώσεις για ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης των προβλημάτων, πρόγραμμα για ξεμπλοκάρισμα επενδυτικών σχεδίων (με πρώτο την εμβληματική περίπτωση του Ελληνικού). Άλλωστε, η κυβερνητική αλλαγή έγινε δεκτή με ικανοποίηση από τους ξένους οίκους: θετική για τις τράπεζες η νίκη της Νέας Δημοκρατίας υποστήριξε η Standard & Poors, η αλλαγή κυβέρνησης credit positive (θετικός επηρεασμός πιστοληπτικής ικανότητας) για την Ελλάδα, επεσήμανε η Moody’s κ.ά.
Ένα δεύτερο θετικό στοιχείο για το Χρηματιστήριο της Αθήνας είναι ότι οι φετινές προβλεπόμενες οικονομικές επιδόσεις των μη τραπεζικών εισηγμένων εταιρειών αναμένονται αυξημένες σε σχέση με τις περσινές (τουλάχιστον στο λειτουργικό τους κομμάτι) και οι χρηματικές διανομές (μερίσματα και επιστροφές κεφαλαίου) θα είναι το 2019 σαφώς υψηλότερες από αυτές της προηγούμενης χρονιάς.
Αυτό σημαίνει πως παρά τη μεγάλη άνοδο που έχει σημειωθεί στις τιμές δεκάδων ελληνικών μετοχών κατά την τελευταία τριετία (όχι μόνο φέτος, αν κάποιος δεν συμπεριλάβει τους τραπεζικούς τίτλους):
1) Οι δείκτες P/E εξακολουθούν να βρίσκονται σε λογικά πλαίσια, αν συγκριθούν τουλάχιστον με τους αντίστοιχους των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων.
2) Η μέση μερισματική απόδοση των περίπου 65-70 εισηγμένων εταιρειών που θα μοιράσουν μετρητά στους μετόχους τους, προσεγγίζει το καθόλου ευκαταφρόνητο 3%, επίδοση που βρίσκεται πάνω από το ύψος του επιτοκίου των προθεσμιακών καταθέσεων και πάνω από την απόδοση του δεκαετούς κρατικού ομολόγου.
Στήριγμα επίσης στις αποτιμήσεις του Χ.Α. θα μπορούσε να προέλθει από το λεγόμενο νέο φορολογικό νομοσχέδιο που αναμένεται να ψηφιστεί μέχρι το τέλος της φετινής χρονιάς. Οποιαδήποτε ενδεχόμενη αποκλιμάκωση των φορολογικών συντελεστών (εταιρικών κερδών, μερισμάτων, ΕΝΦΙΑ) θα μπορούσε να επηρεάσει -άμεσα ή έμμεσα- τις οικονομικές επιδόσεις των εταιρειών και των μετοχών τους, αλλά και τους χρηματιστηριακούς δείκτες.
Αν όλα αυτά τώρα, τα συνδυάσει κάποιος με ένα κυβερνητικό πρόγραμμα που ως βασική του προτεραιότητα έχει την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης στην οικονομία, συμπληρώνεται το αφήγημα που θέλει τις ελληνικές μετοχές να δείχνουν αρκετά υποτιμημένες και να υπόσχονται σημαντικές μελλοντικές αποδόσεις, από τη στιγμή τουλάχιστον που δεν δούμε κάποια αρνητική εξέλιξη στο πεδίο των ξένων αγορών.
Τα εμπόδια
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, όλοι αντιλαμβάνονται πως οι τρέχουσες αποτιμήσεις στο ταμπλό «δεν είναι τζάμπα» και πως η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει πολλές προκλήσεις να αντιμετωπίσει.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα υποστηρίζει γνωστός Έλληνας χρηματιστής: «Επιχειρούμε να πουλήσουμε στους ξένους διαχειριστές-επενδυτές την ιστορία του Grecovery, με μια οικονομία που σταδιακά επανέρχεται στην κανονικότητα και που θα μπορούσε να τρέξει πολύ πιο γρήγορα κατά τα επόμενα χρόνια. Το διεθνές περιβάλλον δεν είναι καθόλου κακό για κάτι τέτοιο.
Οι αποτιμήσεις σε μετοχές-ομόλογα βρίσκονται ψηλά, η ρευστότητα είναι υπερβάλλουσα και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προσανατολίζεται στο να χαλαρώσει κι άλλο την κατάσταση προς όφελος της ανάπτυξης. Άρα, κάτω από προϋποθέσεις οι ξένοι έχουν αρκετούς λόγους να αυξήσουν τη συμμετοχή τους σε ελληνικά περιουσιακά στοιχεία, ανεβάζοντας ακόμη πιο ψηλά τις τιμές στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου.
Από την άλλη πλευρά, όταν επιχειρήσεις να πουλήσεις ένα αφήγημα που αναφέρεται σε μελλοντικές προσδοκίες και όχι σε τρέχοντα δεδομένα, ο κίνδυνος αναστροφής του κλίματος παραμένει σημαντικός. Για παράδειγμα, είτε μια επιδείνωση του κλίματος στις ξένες αγορές είτε κάποιες κυβερνητικές αστοχίες θα μπορούσαν να επιδράσουν αρνητικά στο ταμπλό.
Παράλληλα, οι περισσότεροι αντιλαμβάνονται πως η κατάσταση στο δημοσιονομικό μέτωπο της χώρας δεν είναι τόσο θετική όσο ήθελε να την παρουσιάζει μέρος του πολιτικού κόσμου πριν από τις εκλογές.
Άλλωστε, ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, έχει προειδοποιήσει έγκαιρα πως τα μέτρα ελάφρυνσης που ψηφίστηκαν μέσα στο 2019 πιθανόν να ήταν περισσότερα απ’ ό,τι αντέχουν τα δημοσιονομικά της χώρας στην παρούσα συγκυρία κι αυτό σε μια περίοδο που η Νέα Δημοκρατία ετοιμάζεται να φέρει άμεσα προς ψήφιση φορολογικό νομοσχέδιο που θα περικόπτει φόρους. Τα δύο αυτά πράγματα μαζί, δημιουργούν μια σειρά αβεβαιοτήτων.
Επιπρόσθετα, είναι σχεδόν βέβαιο πως οι Ευρωπαίοι δανειστές δεν θα συναινέσουν στην πρόταση για περιορισμό των πρωτογενών δημοσιονομικών προγραμμάτων πριν δουν "κάτι μεγάλο να αλλάζει" και εδώ βρίσκεται το κρίσιμο σημείο. Χρειάζονται πολύ λεπτοί, ταχείς και αποτελεσματικοί κυβερνητικοί χειρισμοί, προκειμένου να βγει η όλη εξίσωση».
Ο κίνδυνος «θερμού κλίματος»
Στο Χρηματιστήριο της Αθήνας τώρα το κλίμα παραμένει θερμό, με τα φετινά κέρδη να είναι υψηλά και με το ενδιαφέρον των επενδυτών να διατηρείται έντονο. Όσο αρκετές μετοχές ανεβαίνουν, τo ενδιαφέρον επεκτείνεται και διαχέεται σε ακόμη πιο χαμηλές κεφαλαιοποιήσεις. Χρηματιστές που δεν ξεκολλούσαν από τις μετοχές του δείκτη της υψηλής κεφαλαιοποίησης, σήμερα ασχολούνται με τίτλους της περιφέρειας, ρωτώντας πληροφορίες και κλείνοντας συναντήσεις ενημέρωσης με στελέχη τους.
Ενώ μέχρι πρότινος το επενδυτικό ενδιαφέρον επικεντρωνόταν μόνο στα «διαμάντια» της περιφέρειας, τώρα βλέπουμε πως έχει αρχίσουν να προσελκύουν κάποια ζήτηση και μετοχές μικρών εταιρειών «από το κάτω ράφι».
Παράλληλα, έχουμε αναμφίβολα την επιστροφή κάποιων… ξεχασμένων λόμπι του παρελθόντος, αλλά και την επανεμφάνιση πρακτικών που είχαμε χρόνια να δούμε στο Χ.Α., όπως π.χ. «αγοράζω τη μετοχή επειδή θα κάνει split» ή «ο τίτλος θα εκτοξευθεί, λόγω των πολιτικών προτιμήσεων και διασυνδέσεων του βασικού μετόχου».
Χρηματιστηριακοί παράγοντες, σχολιάζοντας τη νέα κατάσταση στη χρηματιστηριακή αγορά, υποστηρίζουν πως «Παρά τη φετινή άνοδο, ο Γενικός Δείκτης εξακολουθεί να βρίσκεται στα επίπεδα του Ιανουαρίου του 2018. Δεν θα πρέπει να μιλάμε για περίπτωση φούσκας. Από την άλλη πλευρά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η στρατηγική της αγοράς επιλεγμένων τίτλων (stock picking) είναι αυτή που οδήγησε τους επενδυτές σε κέρδη και όχι η τακτική "αγοράζω ό,τι βρω μπροστά μου". Οι επενδυτές, ανεξάρτητα από το θετικό κλίμα που επικρατεί, πρέπει να γνωρίζουν τι αγοράζουν και σε ποια τιμή».
Η αντίδραση και οι... αστερίσκοι των διεθνών επενδυτικών οίκων
Με ιδιαίτερα θετικά σχόλια υποδέχθηκαν την αλλαγή κυβέρνησης οι ξένοι επενδυτικοί οίκοι και οι επενδυτικές τράπεζες, αφήνοντας βέβαια χώρο για αστερίσκους.
- Η (θετικότερη όλων) Moody’s χαρακτηρίζει «credit positive» τη νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα. Προχωρά επίσης ένα βήμα πιο μακριά και προτρέπει τους δανειστές να βοηθήσουν και να χαλαρώσουν τους στόχους, προκειμένου να δώσουν στη νέα ελληνική κυβέρνηση χρόνο να αποδώσουν οι πολιτικές της.
- Η Fitch υπογραμμίζει ότι βελτιώνεται η πολιτική σταθερότητα. Σημειώνει ωστόσο ότι η Νέα Δημοκρατία «κληρονομεί» την πρόκληση της αλλαγής στο δημοσιονομικό μείγμα, ταυτόχρονα με την επίτευξη των απαιτητικών στόχων για τα πλεονάσματα ενώ επισημαίνει ότι περιπλέκει τις συζητήσεις με τους πιστωτές η άρση της μείωσης στο αφορολόγητο από την προηγούμενη κυβέρνηση.
- Η S&P, λιγότερη αισιόδοξη, επισημαίνει ότι η Ν.Δ. πρέπει να αντιμετωπίσει πρώτα τις δημοσιονομικές αποκλίσεις της προηγούμενης κυβέρνησης που κάπως αποδυνάμωσαν τη δημοσιονομική θέση της χώρας - προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Τέλος η S&P, αναμένει ότι η Ν.Δ. θα διατηρήσει καλές σχέσεις με τους επίσημους πιστωτές, ενώ μένει να δούμε αν μπορεί να επαναδιαπραγματευθεί την απαίτηση για το πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2019-2022, όπως προτάθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Για τις τράπεζες, η επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές χαιρετίστηκε από τους αναλυτές του οίκου ως θετική για τον κλάδο, αλλά κάποιοι εκφράζουν προβληματισμούς για το πόσο πρακτικοί είναι οι φιλόδοξοι στόχοι μείωσης της φορολογίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
- Η DBRS χαρακτηρίζει το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών ενθαρρυντικό για την πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας. Ο οίκος αξιολόγησης επισημαίνει ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα είναι η πρώτη αυτοδύναμη ελληνική κυβέρνηση μετά από 10 χρόνια. «Το αποτέλεσμα αυτό δίνει στον ηγέτη της Νέας Δημοκρατίας και νέο πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ισχυρή εντολή και κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να εφαρμόσει το πρόγραμμά του», αναφέρεται στο σχόλιο του οίκου. Η εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας είναι θετική για την πιστοληπτική αξιολόγηση (credit positive) της χώρας, υπογραμμίζει η DBRS.
- Η αμερικανική Citigroup βλέπει ότι η φορολογική ελάφρυνση των Ελλήνων θα εξαρτηθεί από την ικανότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη να εφαρμόσει δύσκολες μεταρρυθμίσεις, αλλά οι πολιτικοί κίνδυνοι έχουν μειωθεί σημαντικά στην Ελλάδα. Ένας άλλος γύρος περικοπών των συντάξεων μπορεί επίσης να καταστεί απαραίτητος και να απελευθερώσει τελικά δημοσιονομικό χώρο, καταλήγει η Citigroup.
- Η JP Morgan εξηγεί ότι αν ο Κ. Μητσοτάκης υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις, οι πιστωτές θα χαλαρώσουν τους δημοσιονομικούς στόχους. Η αμερικανική επενδυτική τράπεζα διατηρεί τη σταθερή εδώ και χρόνια άποψή της ότι μια κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει τη δυνατότητα, δεδομένης της φιλικότερης ατζέντας προς τις επιχειρήσεις, να παράσχει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και την τόνωση της εμπιστοσύνης σε μια οικονομία που έχει σημαντικό χώρο να αναπτυχθεί σε σταθερή βάση (με ρυθμό άνω του 3%) για αρκετά χρόνια. Χαρακτηριστικό είναι ότι και η JP Morgan εκτιμά ότι η νέα κυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα να πετύχει μια καλύτερη συμφωνία με τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερους δημοσιονομικούς στόχους.
- Για τη Wood & Company, η νίκη της Ν.Δ. εξακολουθεί να είναι πολύ πειστική, επιτρέποντας στον Κ. Μητσοτάκη σαφή τετραετή θητεία. Κατά την άποψη της Wood, τα βασικά ζητήματα βραχυπρόθεσμα, από την πλευρά της αγοράς, είναι:1) Αναβίωση των κυβερνητικών σχεδίων για την αντιμετώπιση των NPLs (APS και σχέδιο κεντρικής τράπεζας), 2) Επανεκκίνηση βασικών ιδιωτικοποιήσεων και μεγάλων επενδυτικών σχεδίων, 3) Επίλυση του θέματος της ΔΕΗ, 4) Αποσαφήνιση της φορολογικής πολιτικής, και 5) Αποφάσεις για το διορισμό ανώτατων κυβερνητικών υπαλλήλων.
- Η Berenberg εκτιμά ότι θα είναι «win-win situation» αν η Ευρώπη δώσει χρόνο στον Μητσοτάκη μέχρι να εφαρμόσει τις πολιτικές του και κρίνει θετικό το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα. Η νέα κυβέρνηση είναι υπέρ των μεταρρυθμίσεων, αυξάνοντας τις προσδοκίες ότι η Ελλάδα θα μπορούσε τελικά να αναδυθεί πιο δυναμικά από τη βαθιά κρίση της. Για την Berenberg, τρεις είναι οι λόγοι: 1) Οι Έλληνες ψηφοφόροι έχουν απορρίψει λαϊκίστικες και άλλες ριζοσπαστικές συνταγές και τέσσερα χρόνια μετά την ανάδειξη των αριστερών και των δεξιών στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2015, οι Έλληνες υποστήριξαν με συντριπτική πλειοψηφία τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα. 2) Ο νέος πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας αποφασιστικός εκσυγχρονιστής, ο οποίος έχει δείξει τους στόχους του κατά τη θητεία του ως υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης στην προηγούμενη συντηρητική κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά το 2013 και το 2014. Η Berenberg Bank αναμένει από αυτόν να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο, δηλαδή να μειώσει τους φόρους για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς και να εφαρμόσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. 3) Το αποτέλεσμα των εκλογών θα επιτρέψει στον Κ. Μητσοτάκη να ξεκαθαρίσει ένα βασικό εμπόδιο στις αρχές του επόμενου έτους. Τον Φεβρουάριο του 2020, με βάση τα ισχύοντα τώρα, θα χρειαστεί 180 ψήφους στο κοινοβούλιο (60% πλειοψηφία) για να επιβεβαιώσει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για δεύτερη πενταετή θητεία ή να εκλέξει διάδοχο. Ο Κ. Μητσοτάκης πιθανότατα να συγκεντρώσει τις 180 ψήφους που απαιτούνται στον τρίτο γύρο ψηφοφορίας για τον πρόεδρο, ώστε να αποφευχθούν επαναληπτικές εκλογές στις αρχές του 2020.
- H Capital Economics θεωρεί ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην Ελλάδα θα έχει τα ίδια προβλήματα με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ: σκληρή στάση από την Ε.Ε. και αργή λύση στο θέμα του χρέους. Από την άλλη, το αποτέλεσμα των εκλογών θα επιτρέψει στον Κυριάκο Μητσοτάκη να επιδιώξει την υλοποίηση της μετριοπαθούς του ατζέντας, η οποία είναι υπέρ της αγοράς, χωρίς να σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας. Σημαίνει επίσης ότι χώρα θα αποφύγει μια νέα σειρά εκλογών τους προσεχείς μήνες, εξηγεί η Capital Economics. Είναι γεγονός ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει ήδη δεσμευθεί για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2020, αλλά η Ε.Ε. ενδεχομένως να κάνει τα στραβά μάτια σε πιθανές δημοσιονομικές αποκλίσεις το 2019, ωστόσο το πιθανότερο είναι ότι το 2020 θα επανέλθει στη σκληρή της στάση.
- Η Bank of America Merrill Lynch βλέπει ανοδική δυναμική στην ελληνική οικονομία ως απόρροια της πολιτικής σταθερότητας και των μεταρρυθμίσεων, αλλά βλέπει παράλληλα και προκλήσεις. Αυτές περιλαμβάνουν τη διασφάλιση των δημοσιονομικών στόχων, την αποκατάσταση της «υγείας» των τραπεζών και την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Η συνεχής βελτίωση της οικονομικής ισχύος των τραπεζών είναι ζωτικής σημασίας, καθώς τα χρηματοοικονομικά αντιπροσωπεύουν περίπου το ένα τέταρτο του Γενικού Δείκτη του Χ.Α.
- Η ING Group τονίζει ότι σύντομα ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έρθει αντιμέτωπος με τη δημοσιονομική επίπτωση των τελευταίων μέτρων της κυβέρνησης Τσίπρα, που πιθανώς θα θέσουν σε κίνδυνο τον δημοσιονομικό στόχο του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2019. Πιστεύουν ότι ο Κ. Μητσοτάκης δεν θα προσπαθήσει να προωθήσει αλλαγές το 2019, αλλά θα επικεντρωθεί στο σχέδιο προϋπολογισμού για το 2020, που θα συνταχθεί εγκαίρως για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, η οποία θα πραγματοποιηθεί στο διάστημα 7-15 Σεπτεμβρίου», επισημαίνουν οι αναλυτές.
- Η ελβετική UBS εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία έχει κάνει πολλά βήματα μπροστά σε σύγκριση με την περίοδο των προηγούμενων εκλογών το 2015. Η Νέα Δημοκρατία είχε εξαγγείλει περικοπές δαπανών, προκειμένου να χρηματοδοτήσει φορολογικές ελαφρύνσεις και πρόσθετες μειώσεις φόρου και τα εν λόγω μέτρα μπορούν να συμβάλουν στην περαιτέρω στήριξη της ανάπτυξης.
- Αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα βλέπει η Barclays, μετά την εκλογή νέας ισχυρής κυβέρνησης στη χώρα, η οποία έχει ως προτεραιότητα τις μεταρρυθμίσεις, τις υψηλές επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων και τη βελτίωση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας. Για την Barclays, η εξέλιξη της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας προς την κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας και οι πιθανότητες ενός νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE) από την ΕΚΤ είναι πιθανό να αποτελέσουν βασικούς μοχλούς για την πορεία της ελληνικής αγοράς ομολόγων. Βάσει της τρέχουσας αξιολόγησης των οίκων για την Ελλάδα, με τους περισσότερους να τη βαθμολογούν με σταθερές προοπτικές, σε συνδυασμό με τα κριτήρια που έχουν θέσει για πιθανή αναβάθμιση, η Barclays αναμένει πως η Ελλάδα θα ακολουθήσει μια αργή και σταδιακή πορεία προς την επενδυτική βαθμίδα, η οποία θα έρθει στο δεύτερο εξάμηνο του 2020, στην καλύτερη περίπτωση. Η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από έναν τουλάχιστον οίκο αξιολόγησης είναι κλειδί για τις μελλοντικές επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων, καθώς θα παρέχει πρόσβαση στις βασικές πράξεις αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες, θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα σε ένα νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης, καθώς και στην περίοδο επανεπενδύσεων και, τέλος, θα επιτρέψει στην Ελλάδα να επιστρέψει σε κάποιους βασικούς διεθνείς δείκτες ομολόγων.
- Η Νέα Δημοκρατία είναι το πιο φιλικό προς την αγορά κόμμα, ωστόσο οι προεκλογικές υποσχέσεις του κ. Μητσοτάκη μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο τους στόχους που έχουν επιβληθεί από τους πιστωτές και ίσως χρειαστεί να κάνει και αυτός τη δική του... «κωλοτούμπα» αργότερα φέτος, σχολιάζει η Nomura σε έκθεσή της, που δημοσιοποιήθηκε στις 5 Ιουλίου, δύο ημέρες πριν από τις εκλογές. Τέλος, η Nomura σημειώνει επίσης πως τα ελληνικά κρατικά ομόλογα παραμένουν ελκυστικά ακόμα και στα τρέχοντα επίπεδα. Σε αυτό το σενάριο, το υπουργείο Οικονομικών θα επεδίωκε να προχωρήσει σε έκδοση νέου ομολόγου μόλις ορκιστεί η νέα κυβέρνηση, προκειμένου να αποδείξει πως η πρόσβαση στις αγορές διατηρείται ασχέτως του ποιο κόμμα βρίσκεται στην εξουσία. Το επόμενο παράθυρο για έκδοση, σύμφωνα με τη Nomura, θα υπάρξει τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο. Ο οίκος δηλώνει πως παραμένει «long» για τα ελληνικά ομόλογα, ακόμα και στα τρέχοντα επίπεδα, εν μέρει διότι τα ρίσκα είναι «πολύ ασύμμετρα» -τα θετικά μπορούν να αλλάξουν το παιχνίδι και να προκαλέσουν απότομα ράλι, ενώ τα αρνητικά μπορεί να έχουν πιο περιορισμένη επίπτωση.