Παρά το γεγονός ότι το 2018 κλείσει με θετικό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ, με παράλληλη τόνωση του εισερχόμενου τουρισμού, των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης, δεν έλειψαν οι επιχειρηματικοί κλάδοι που συνέχισαν να περνάνε δύσκολα.
Ο κλάδος του τσιμέντου ήταν ένας από αυτούς, καθώς η εγχώρια ζήτηση υποχώρησε περαιτέρω σημειώνοντας αρνητικό ρεκόρ πενήντα και πλέον ετών! Αλήθεια είναι πως η όποια κινητικότητα παρατηρήθηκε στην ανέγερση-εκσυγχρονισμό τουριστικών καταλυμάτων, υπερακοντίστηκε από τη μεγάλη υστέρηση στα κατασκευαστικά έργα (το πρώτο εξάμηνο του 2017 είχαν ολοκληρωθεί οι μεγάλοι οδικοί άξονες) και από την καθίζηση της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας.
Για το 2019 πάντως, αναμένεται κάποια περιορισμένη ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης, ελπίζοντας σε κάποια πρόοδο των κατασκευαστικών έργων και στην παρατηρούμενη αύξηση στο μέτωπο της έκδοσης νέων οικοδομικών αδειών. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, η τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ έχει προχωρήσει σε κινήσεις περικοπής δαπανών, ενώ παράλληλα κατευθύνει μεγάλο τμήμα της εγχώριας παραγωγής της στο εξωτερικό.
Το 2018 εξελίχθηκε σε μια ακόμη «γκρίζα» χρονιά για τον κλάδο των εταιρειών εμπορίας σιδήρου-χάλυβα (μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου είναι οι εισηγμένες Έλαστρον, ΣΙΔΜΑ, Μπήτρος και Αφοί Κορδέλλου). Όσο και αν η εγχώρια ζήτηση εμφάνισε περιορισμένη άνοδο, όσο επίσης και αν κάποιες εταιρείες (Έλαστρον, ΣΙΔΜΑ) αύξησαν τις πωλήσεις τους στο εξωτερικό, τα περιθώρια μικτού κέρδους ήταν συμπιεσμένα λόγω της πορείας της διεθνούς τιμής του μετάλλου, ενώ έλειψαν από την Έλαστρον και κάποια έκτακτα κέρδη που είχαν επηρεάσει τη χρήση του 2017.
Το 2019 ο κλάδος αναμένεται να επηρεαστεί από τη γενικότερη πορεία του οικονομικού κλίματος και κυρίως από την κινητικότητα που θα υπάρξει στο μέτωπο των επιχειρηματικών επενδύσεων, ενώ με ενδιαφέρον αναμένονται οι εξελίξεις στην επιδιωκόμενη σύμπραξη μεταξύ ΣΙΔΜΑ και Μπήτρου.
Η χρονιά που φεύγει δεν άφησε ικανοποιημένο τον κλάδο των εταιρειών εμπορίας πετρελαιοειδών, καθώς η εγχώρια ζήτηση υποχρεώθηκε σε πτώση (αφ’ ενός λόγω των σχετικά θερμών πρώτων μηνών του έτους που επηρέασαν την κατανάλωση πετρελαίου θέρμανσης και αφ’ ετέρου εξ’ αιτίας της μέτριας κατανάλωσης στα καύσιμα κίνησης).
Οι εισηγμένες εταιρείες του κλάδου (ΕΛΙΝΟΙΛ, REVOIL, αλλά και οι θυγατρικές των Ελληνικών Πετρελαίων και Motor Oil), προχώρησαν μέσα στη χρονιά σε κινήσεις διεύρυνσης του αντικειμένου δραστηριότητάς τους (με είσοδο σε άλλες μορφές ενέργειας, τυχερά παιχνίδια, προσφορά λοιπών ειδών), ενώ παράλληλα ενέτειναν τις προσπάθειές τους στη «λογική διεύρυνση» των δικτύων τους και στην ενίσχυση των μεριδίων αγοράς τους μέσω νέων καυσίμων και προωθητικών ενεργειών.
Δεν έφταναν τα προϋπάρχοντα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο κλάδος των ιχθυοκαλλιεργειών στην Ελλάδα (εισηγμένες οι εταιρείες Νηρέας και Σελόντα), ήρθε σ’ αυτά να προστεθεί και η σημαντική νέα υποχώρηση στις τιμές πώλησης των ψαριών. Προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν και οι εξελίξεις στη γειτονική Τουρκία, με την ελεύθερη πτώση στη συναλλαγματική ισοτιμία της τοπικής λίρας.
Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το αν και κατά πόσο οι τιμές των ψαριών θα μπορέσουν να ανακάμψουν μέσα στο 2019 και το μόνο σίγουρο είναι πως οι εισηγμένοι όμιλοι θα κληθούν να αναδιαρθρώσουν ριζικά τη λειτουργία τους μέσα από το πέρασμά τους σε νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς (Amerra Capital). Όπως εκτιμάται, είναι θέμα λίγου χρόνου, να δοθεί η σχετική έγκριση από την ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί το συγκεκριμένο deal.
To 2018 επίσης, ήταν μια ακόμη κακή χρονιά για την ελληνική κλωστοϋφαντουργία. Παρά την τόνωση του κλάδου στην Ευρώπη και τα προβλήματα των Τούρκων ανταγωνιστών, τα υπάρχοντα αντικίνητρα (πχ το υψηλό ενεργειακό και μη μισθολογικό κόστος, τα αυξημένα επιτόκια και η έλλειψη ρευστότητας) υποχρέωσαν για μια ακόμη χρονιά, τις περισσότερες εταιρείες σε ζημιογόνο αποτέλεσμα. Θετικό γεγονός ωστόσο, είναι ότι ορισμένες εξ’ αυτών, όπως η Μουζάκης και η Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου αναμένεται να κλείσουν τη χρονιά με θετική την «κάτω γραμμή» των αποτελεσμάτων τους.