Οδυνηρή συνέχεια στην έντονη καθοδική πορεία των τραπεζών που ξεκίνησε από το τέλος Αυγούστου αποτέλεσε η χθεσινή συνεδρίαση, συμπαρασύροντας, για την ώρα, μέρος και της υπόλοιπης αγοράς.
Παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν ότι πέραν από τα γνωστά αδύναμα σημεία των τραπεζών, που φαίνεται να έχουν αποκρυσταλλωθεί εκ μέρους των ξένων μετά τα Roadshows, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν η υποβολή των σχεδίων μείωσης στον SSM, η αναβίωση του πολιτικού ρίσκου ενόψει των εκλογικών αναμετρήσεων στην Ελλάδα, αλλά και εξωγενείς παράγοντες όπως οι εξελίξεις στην Ιταλία και το Brexit.
Ωστόσο οι ίδιες πηγές εκτιμούν, με βάση τα τρέχοντα δεδομένα, ότι ο βαθμός πτώσης είναι υπερβολικός, άποψη την οποία φαίνεται να συμμερίζονται και αρμόδιοι κυβερνητικοί παράγοντες, με το Μαξίμου να κάνει λόγο για κερδοσκοπικές κινήσεις, μετά από ευρεία σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε χθες για το θέμα.
Το χθεσινό χτύπημα πάντως στον τραπεζικό δείκτη ήταν πολύ ισχυρό και επανέφερε στους επενδυτές «μνήμες» από το διήμερο 9-10 Φεβρουαρίου του 2016, όταν ο δείκτης σημείωσε τα ιστορικά του χαμηλά. Χθες η αξία τις συναλλαγών στις τράπεζες ήταν άνω των 65 εκατ. ευρώ και ο δείκτης βρέθηκε σχεδόν στις 450 μονάδες και στο -18%, προτού ανηφορίσει λίγο πάνω από τις 500 μονάδες και ολοκληρώσει τη συνεδρίαση στο -9% περίπου.
Η Morgan Stanley υποστήριξε ότι το sell off είναι υπερβολικό (πτώση 35% από το τέλος Αυγούστου), δεδομένου ότι τώρα οι τράπεζες είναι φθηνότερες από το Νοέμβριο του 2017. Θυμίζουμε ότι τότε οι τιμές των τραπεζών υποχωρούσαν με ανάλογο τρόπο, με αφορμή τα stress tests και τα IFRS9, αλλά τότε: α) το δεκαετές ελληνικό ομόλογο ήταν στο 5,5% ή 1,25 ποσοστιαία μονάδα υψηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα, β) το rating της χώρας χαμηλότερο και γ) η εκκρεμότητα του χρέους υπήρχε ακόμα στο τραπέζι.
Στον αντίποδα, όμως, η προχθεσινή έκθεση της ΗSBC ότι «εξατμίζεται» η εμπιστοσύνη στις ελληνικές τράπεζες και ότι τα πράγματα «φαίνονται χειρότερα απ’ όσο ελπίζαμε, αλλά καλύτερα απ’ όσο φοβόμαστε», αποδείχτηκε βαριά για το επενδυτικό κλίμα και την εμπιστοσύνη της αγοράς στις μετοχές των τραπεζών.
Η… φακή των NPEs πίνει το… λάδι της κερδοφορίας
Η κατάθεση των νέων στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performing Exposures-NPEs) για την τριετία 2019-21 αποτέλεσε, σύμφωνα με αναλυτές και στελέχη επενδυτικών κεφαλαίων, τη θρυαλλίδα από πλευράς θεμελιωδών στοιχείων, για την ενεργοποίηση stop losses από ξένους επενδυτές.
Με βάση τους στόχους που διέρρευσαν για μείωση των NPEs από τα επίπεδα του 43% με 54% που ήταν στις 30/6/2018 στο 17% με 22% στο τέλος του 2021, οι διαχειριστές των funds έκαναν την άσκηση και συνειδητοποίησαν ότι μεγάλο μέρος των προ προβλέψεων κερδών της επόμενης τριετίας θα απορροφηθεί από τις προβλέψεις που θα συνοδεύσουν πωλήσεις ή διευθετήσεις «κόκκινων» δανείων.
Αυτό οδήγησε σειρά από funds που είχαν τοποθετηθεί σε υψηλότερα επίπεδα στους δεικτοβαρείς τραπεζικούς τίτλους, να ενεργοποιήσουν κινήσεις stop losses, κρίνοντας ότι οι τραπεζικοί τίτλοι θα βρουν ισορροπία σε χαμηλότερα επίπεδα τιμών.
Δικαιολογεί η παραπάνω εκτίμηση τη βίαιη υποχώρηση των κεφαλαιοποιήσεών τους σε επίπεδα που αντιστοιχούν σε 0,25% της λογιστικής τους αξίας; Η απάντηση είναι αρνητική, σύμφωνα με αναλυτές, ακόμη και με το ακραίο συντηρητικό σενάριο.
Υπό την παραδοχή ότι οι τράπεζες θα ανακτήσουν μόλις το 30% της ονομαστικής αξίας των NPEs, οι τρέχουσες αποτιμήσεις είναι ήδη αρκετά χαμηλές καθώς προεξοφλούν ότι οι τράπεζες δεν θα βγάλουν κέρδη για σειρά ετών, αναφέρει έμπειρος αναλυτής.
Πέναλτι λόγω μειωμένης ορατότητας
«Κλειδί» για να εξηγηθεί η υπερβολή στην πτώση αποτελεί η μειωμένη ορατότητα που επισκιάζει την ελληνική οικονομία για τους επόμενους 16 μήνες.
Η χώρα έχει εισέλθει σε ένα μακρύ προεκλογικό κύκλο, που μπορεί να κρατήσει ως την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2020, την ώρα που χρειάζεται σταθερότητα και ενίσχυση της εμπιστοσύνης, για να επιταχυνθεί ο ρυθμός ανάπτυξης.
Η μειωμένη ορατότητα για τις πολιτικές και μακροοικονομικές εξελίξεις έχει επίσης αντίκτυπο στις τράπεζες, καθώς η ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης αποτελεί προαπαιτούμενο, αφενός, για να αυξήσουν τις νέες χορηγήσεις, ενισχύοντας έσοδα και μειώνοντας το ποσοστό των NPEs επί του συνόλου των δανείων, αφετέρου, για να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα σε όσο το δυνατόν καλύτερες συνθήκες ανάκτησης.
Ο συνδυασμός χαμηλής μελλοντικής κερδοφορίας και αβεβαιότητας για τις πολιτικές και μακροοικονομικές εξελίξεις έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με χρηματιστές, οι επενδυτές να περιμένουν χαμηλότερα επίπεδα τιμών για να αναλάβουν το ρίσκο (επανα)τοποθέτησης στις εγχώριες τράπεζες.
Δεν είναι τυχαίο ότι μόλις κατά τη χθεσινή συνεδρίαση εκδηλώθηκαν ισχυρές αγορές (όπως δείχνει ο μεγάλος όγκος συναλλαγών), μόνο αφού οι τραπεζικοί τίτλοι υποχώρησαν, είτε σε νέα ιστορικά χαμηλά είτε μια ανάσα κοντά στα προηγούμενα χαμηλά τους (σ.σ. για την περίοδο μετά την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση).
Η Ιταλία και το Brexit
Τα παραπάνω έρχονται σε μια κρίσιμη συγκυρία σε διεθνές επίπεδο. Από τη μια πλευρά, υπάρχει η κρίσιμη διαπραγμάτευση για το Brexit. Καθώς οδεύουμε για την έκτακτη Σύνοδο Κορυφής στις 17 Νοεμβρίου, οι δύο πλευρές σκληραίνουν τη στάση τους και ορατός είναι ο κίνδυνος να μην υπάρξει συμφωνία μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης προβληματίζουν όπως είναι φυσικό τους επενδυτές.
Μεγαλύτερο βραχυπρόθεσμα πρόβλημα αναδεικνύεται όμως η Ιταλία. Η απόφαση της κυβέρνησης να καταθέσει προϋπολογισμό για το 2019 με στόχο για το έλλειμμα το 2,4% του ΑΕΠ που έγινε γνωστή το βράδυ της Πέμπτης προκάλεσε έκρηξη στις αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων και τα «απόνερα» χτύπησαν και τα ελληνικά.
Με το ελληνικό 10ετές να έχει απόδοση 4,35% χθες, τα σχέδια για έξοδο στις αγορές μπαίνουν στο συρτάρι και αυτό με τη σειρά του δημιουργεί προσκόμματα στις αντίστοιχες κινήσεις που σχεδιάζουν οι ελληνικές τράπεζες. Όχι τυχαία, χθες, ο Χρ. Μεγάλου, στη σκιά των υψηλότερων έναντι των άλλων τραπεζών απωλειών στη μετοχή, έσπευσε να ξεκαθαρίσει ότι το πλάνο της τράπεζας προχωρά και ότι «αναζητείται το παράθυρο ευκαιρίας για έξοδο στις αγορές».
Stop losses, αποτιμήσεις και τιμές-στόχοι
Το χθεσινό «άδειασμα» υποχρέωσε βέβαια και σε κινήσεις stop loss από όλους τους επενδυτές που κινούνται με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα ή είχαν τοποθετηθεί τις τελευταίες ημέρες. Τα επίπεδα με τεχνική σημασία των 1,15-1,18 ευρώ για την Alpha Bank, του 0,53 ευρώ για τη Eurobank, του 1,30 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς και του 1,50 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα, επέτειναν τη βύθιση των τιμών.
Το ερώτημα είναι τι έχει ήδη ενσωματωθεί στις τιμές του ταμπλό. Η κεφαλαιοποίηση της Πειραιώς είναι στα 568 εκατ. ευρώ, της Εurobank στο 1,170 δισ. ευρώ, της Εθνικής Τράπεζας στο 1,450 δισ. ευρώ και της Alpha στο 1,820 δισ. ευρώ και συνολικά οι τέσσερις συστημικές τράπεζες αξίζουν 5 δισ. ευρώ.
Πλέον οι δείκτες αποτίμησης διαμορφώνονταν κατά μέσο όρο στις 0,23 φορές (0,12-0,30 φορές) την ενσώματη λογιστική τους αξία (P/ΤBV 2018). Οι δείκτες διαπραγμάτευσής τους παραμένουν οι χαμηλότεροι από τις ευρωπαϊκές τράπεζες, αλλά και τις τράπεζες των αναδυόμενων αγορών.
Πάντως, οι μέσες τιμές-στόχοι έχουν ως εξής:
-Για την Αlpha Βank, η μέση τιμή-στόχος (median) που θέτουν οι αναλυτές είναι στα 2,21 ευρώ και πλέον το ανοδικό περιθώριο είναι της τάξεως του 85% από τα τρέχοντα επίπεδα και η σύσταση είναι θετική.
-Για την Εθνική Τράπεζα, η τιμή-στόχος (median) είναι στα 3,16 ευρώ και το περιθώριο είναι 100% από τα τρέχοντα επίπεδα, με σύσταση «αγορά».
-Για τη Eurobank, η μέση τιμή-στόχος (median) των αναλυτών είναι στο 1,06 ευρώ, με περιθώριο 100% απ’ όσο είναι διαπραγματεύσιμη και στο ταμπλό του Χ.Α. και η σύσταση είναι θετική.
-Για την Τράπεζα Πειραιώς, η μέση τιμή-στόχος είναι στα 3,47 ευρώ και με σύσταση «hold». Το περιθώριο διαμορφώνεται σε 170% περίπου!