Mια σειρά από θετικές εξελίξεις το τελευταίο διάστημα έχουν ωθήσει πειστικά τον Γενικό Δείκτη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας πάνω από τα επίπεδα των 800 μονάδων και έχουν κάνει το ποτήρι να φαίνεται ακόμα πιο… μισογεμάτο για όσους δραστηριοποιούνται στην αγορά. Απ’ την άλλη πλευρά, το κοκτέιλ των ειδήσεων παραμένει πολύπλοκο και ρευστό – έτσι η μεταβλητότητα θα είναι… παρέα της αγοράς για μεγάλο χρονικό διάστημα ακόμα.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, υπάρχουν σημαντικά δεδομένα που φωτογραφίζουν τώρα τα περιθώρια ανόδου της αγοράς.
Με σημαντικά κέρδη έχει ξεκινήσει το δεύτερο τρίμηνο για τις ελληνικές μετοχές και τα ελληνικά ομόλογα μετά τη σημαντική πτώση του τελευταίου διμήνου. Ο Μάρτιος και ο Φεβρουάριος ήταν άκρως αρνητικοί μήνες, όπως και στο εξωτερικό άλλωστε, ωστόσο ο Απρίλιος έχεις ξεκινήσει με το δεξί.
Ταυτόχρονα, οι αποδόσεις στην αγορά των ομολόγων δείχνουν να έχουν σταθεροποιηθεί και το ελληνικό 10ετές διαμορφώνεται κοντά στο 4%, αφού βρέθηκε και στο 4,5% το προηγούμενο χρονικό διάστημα.
Τα κέρδη του Γενικού Δείκτη από το χαμηλό των 767 μονάδων στο τέλος Μαρτίου ξεπερνούν το 10%, ενώ για τον δείκτη των τραπεζών προσεγγίζουν του 25%. Ο τελευταίος, βέβαια, από το υψηλό ενός έτους στις 1.146 μονάδες απέχει 16% περίπου, ενώ ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης λιγότερο από 6%, οπότε υπάρχει ακόμα δρόμος. Η επανασύνδεση πάντως της μετοχικής αγοράς με την αγορά των ομολόγων είναι ιδιαίτερα θετικό νέο για τις τραπεζικές μετοχές πρωτίστως και δευτερευόντως για την υπόλοιπη αγορά.
Η άνοδος, ωστόσο, υποστηρίζεται και από τα αποτελέσματα του 2017. Το βασικό συμπέρασμα από τις οικονομικές καταστάσεις είναι ότι τα «βαριά χαρτιά» της αγοράς έχουν τις δυνατότητες για ακόμα καλύτερες επιδόσεις και να αποτελέσουν έτσι σημείο επενδυτικής αναφοράς. Βέβαια, το αν αυτό θα αρκέσει ώστε να οδηγήσουν το Χ.Α. σε αρκετά υψηλότερα επίπεδα, είναι πιο σύνθετο θέμα, όμως σε κάθε περίπτωση τα θεμελιώδη μεγέθη δείχνουν σε πολύ καλή κατάσταση – και αυτό είναι σημαντικό, αφού για την υψηλή κεφαλαιοποίηση οι προοπτικές για τις επιδόσεις της φετινής χρονιάς προδιαγράφονται θετικές.
Θετικό είναι επίσης το γεγονός ότι η ανάσα στη μετοχική αγορά συνδυάζεται με την άνοδο στις ευρωπαϊκές, αλλά και τις αμερικανικές αγορές μετοχών. Για τον αμερικανικό δείκτη S&P 500, ο Απρίλιος επιδεικνύει εξαιρετική θετική εποχικότητα.
Από το 2008 έως και το 2017 και με εξαίρεση μόνο το 2012, ο τρέχων μήνας για όλες τις χρονιές ήταν θετικός με μέσο όρο κερδών 2,2%. Για τον ευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600, ο μέσος όρος των κερδών του Απριλίου στη δεκαετία είναι 2,3%. Για τον Dow Jones Industrial Average, από το 2008 έως το 2017, καμία χρονιά ο Απρίλιος δεν έκλεισε με πτώση.
Ο ειδικός ρόλος των τραπεζών
Ειδικά για τις τραπεζικές μετοχές, τα θετικά μηνύματα από τη διαδικασία διεξαγωγής των stress tests, αλλά και ότι κατά πάσα πιθανότητα καμία τράπεζα δεν θα χρειαστεί να υποβάλει capital plans καθώς οι όποιες κεφαλαιακές ανάγκες προκύψουν θα είναι μικρές και απολύτως διαχειρίσιμες, είναι εκείνα τα στοιχεία που προκάλεσαν την άμεση αύξηση στις συναλλαγές, αλλά και την αλλαγή της ψυχολογίας στην ευρύτερη αγορά.
Η επιτυχία των stress tests αποτελούσε αναμφίβολα συνεκτικό κρίκο στην προσπάθεια της χώρας για την έξοδο από το μνημόνιο, παρά το γεγονός ότι η εποπτεία θα είναι συστηματική για τα επόμενα χρόνια, τόσο στο δημοσιονομικό σκέλος όσο και στην πορεία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
H επιστροφή στην «υβριδική» κανονικότητα δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν την ίδια στιγμή ο τραπεζικός τομέας χρειαζόταν άμεση νέα αύξηση μετοχικού κεφαλαίου για να ενισχυθεί, αλλά και για να καλύψει τρύπες του παρελθόντος. Μετά και την ενσωμάτωση των αποτελεσμάτων του 2017, σε όρους ενσώματης αξίας (Tangible Book Value) οι εγχώριες τράπεζες αποτιμώνται σε χαμηλά επίπεδα. Οι δείκτες διαπραγμάτευσης είναι χαμηλότεροι σε σχέση με τις ισπανικές, τις ιταλικές και τις πορτογαλικές τράπεζες, αλλά και σε σχέση με τις τράπεζες των αναδυόμενων αγορών. Με μέσο δείκτη P/TBV για το 2017 στις 0,30 φορές, φαίνεται να κινούνται πολύ χαμηλότερα από την Ευρώπη, η οποία διαμορφώνεται στις 0,85 φορές.
Ο ρόλος της οικονομίας
Σε μεγάλο βαθμό η συνέχεια της ανόδου θα εξαρτηθεί από την πορεία της οικονομίας, τις συζητήσεις για το χρέος, αλλά και την ταχεία ολοκλήρωση των προαπαιτούμενων.
Σε αυτό το μέτωπο, η τελευταία έκθεση του ΔΝΤ έρχεται να βάλει επιπρόσθετες δυσκολίες βραχυπρόθεσμα. Στην έκθεση του Οκτωβρίου, το ΔΝΤ είχε εμφανιστεί αισιόδοξο σε σχέση με τους θεσμούς και τις προβλέψεις της κυβέρνησης για τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας το 2018, αφού προέβλεπε ρυθμό ανάπτυξης 2,6% για φέτος έναντι του 2,5% της επίσημης πρόβλεψης.
Ωστόσο, οι τωρινές προβλέψεις του ΔΝΤ, όπως αποτυπώνονται στην έκθεση World Economic Outlook στο πλαίσιο της εαρινής συνόδου του Ταμείου, είναι πολύ χαμηλότερες. Ο πήχης της ανάπτυξης για φέτος πέφτει στο 2% και ακόμα χαμηλότερα, στο 1,8%, το 2019. Ανεπισήμως, μέσω των κατευθυντήριων γραμμών κατάρτισης του νέου Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος, το υπουργείο Οικονομικών έχει αναθεωρήσει τον στόχο σε 2,3% του ΑΕΠ. Την ίδια ώρα, πληροφορίες αναφέρουν ότι και το ευρωπαϊκό σκέλος των θεσμών προετοιμάζεται για καθοδική αναθεώρηση των προβλέψεων στην περιοχή του 1,9%-2%.
Το πιο περίεργο, ωστόσο, είναι η αλλαγή στάσης στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Παρά το γεγονός ότι η αβεβαιότητα είναι μεγαλύτερη μακροπρόθεσμα, αφού η ανάπτυξη εξαρτάται από το πόσο θα έχουν προχωρήσει οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, αλλά και οι συνθήκες που θα επικρατούν στην παγκόσμια οικονομία, το ΔΝΤ ανεβάζει τον πήχη για το 2023 στο 1,9%, ποσοστό σχεδόν υπερδιπλάσιο από την προηγούμενη εκτίμηση, αφού τον Οκτώβριο του 2017 προέβλεπε άνοδο του ΑΕΠ για το 2022 μόλις 1%.
Επειδή το ζήτημα των μακροχρόνιων προοπτικών ανάπτυξης είναι το πιο κρίσιμο στοιχείο για την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους, στο πλαίσιο αυτό η αλλαγή της στάσης του Ταμείου μπορεί να κρύβει και αλλαγές στην προσέγγιση που θα έχει στις αλλαγές που θα χρειαστούν ώστε να καταστεί το χρέος διαχειρίσιμο μακροπρόθεσμα.
Η τεχνική προσέγγιση
Η τεχνική κατάσταση στην αγορά έχει βελτιωθεί σημαντικά με την επαναπροώθηση σε υψηλότερα επίπεδα από τις 800 μονάδες. Το καλύτερο δυνατό σενάριο για την αγορά θα είναι οι επόμενες συνεδριάσεις να συνεχίσουν με αυξημένη συναλλακτική αξία, διότι τα προηγούμενα υψηλά στις 860 μονάδες θα χρειαστούν ιδιαίτερα αυξημένες συναλλαγές για να προσεγγιστούν. Πλέον, ο απλός και ο εκθετικός κινητός μέσος όρος των 200 ημερών του Γενικού Δείκτη αποτελούν τεχνικά στηρίγματα και αρωγοί στην ανοδική προσπάθεια.
Ο τραπεζικός δείκτης διέσπασε εμφατικά τις 900 μονάδες, προσεγγίζοντας ενδοσυνεδριακά τις 943 μονάδες. Οι στηρίξεις πλέον είναι στα στρογγυλά επίπεδα των 850 και 800 μονάδων. Οι αντιστάσεις μετά τις 900 μονάδες είναι οι 950 και οι 1.000 μονάδες. Η διατήρηση του τραπεζικού δείκτη άνω των 900 μονάδων βελτιώνει την μεσοπρόθεσμη τεχνική εικόνα του κλαδικού δείκτη.