Η πρόοδος που επετεύχθη στην αξιολόγηση και η ψήφιση του πακέτου μέτρων από την ελληνική Βουλή συνέβαλε καθοριστικά στη μείωση των spreads των ελληνικών ομολόγων και επηρεάζει με τη σειρά του καταλυτικά τις τιμές-στόχους που προτείνει η αμερικανική τράπεζα.
Σύσταση «αγορά» βέβαια, με νέα τιμή- στόχο τα 2,8 ευρώ ανά μετοχή, δίνει μόνο για την Alpha Bank, γεγονός που αντικατοπτρίζει ένα καλύτερο προφίλ κινδύνου έναντι των υπολοίπων, ενώ για τις άλλες τρεις συστημικές μετοχές, η σύσταση είναι ουδέτερη. Για τη Eurobank, στο 1 ευρώ από 0,85 ευρώ, για την Τράπεζα Πειραιώς, στο 0,27 ευρώ από 0,25 ευρώ και για την Εθνική Τράπεζα, στο 0,36 ευρώ από 0,30 ευρώ προγενέστερα.
Η Goldman Sachs στέκεται ιδιαίτερα στη μείωση του spread του 10ετούς ελληνικού ομολόγου, η απόδοση του οποίου έχει υποχωρήσει στο 5,6% τον Μάιο, επίπεδο που τελευταία φορά είχε σημειωθεί στα μέσα του 2014, όταν η ελληνική κυβέρνηση ανέκτησε την πρόσβασή της στις αγορές. Στο πλαίσιο αυτό, οι τραπεζικές μετοχές είναι πάνω κατά 27% στο τρίμηνο και περίπου -30% έως +10% έναντι των ΑΜΚ του 2015.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Goldman Sachs, οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να διαπραγματεύονται με 0,3x σε όρους καθαρής ενσώματης αξίας (ΤBV) με βάση τις φετινές εκτιμήσεις, αλλά ο κλάδος θα συνεχίσει να επηρεάζεται σημαντικά από τις πολιτικές και μακροοικονομικές εξελίξεις.
Η ανάκαμψη στηρίζεται σε πολιτική σταθερότητα και βελτίωση των μακροοικονομικών
Η ανάκαμψη του τραπεζικού τομέα στην Ελλάδα εξαρτάται από τη σταδιακή βελτίωση των εγχώριων οικονομικών συνθηκών και της έλλειψης πολιτικών διαταραχών. Σύμφωνα με τις τράπεζες, η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης έχει επηρεάσει αρνητικά τους δείκτες καταναλωτικής και επιχειρηματικής εμπιστοσύνης τους πρώτους μήνες του έτους, με αποτέλεσμα την εκ νέου αύξηση στα ποσοστά αθέτησης πληρωμών των δανειοληπτών. Ενώ υπάρχει σημαντική βελτίωση από τον Μάιο και έπειτα, κάθε περίοδος παρατεταμένης πολιτικής αβεβαιότητας θα μπορούσε να διαταράξει και πάλι την εύθραυστη ανάκαμψη του κλάδου.
Ο κίνδυνος χώρας παραμένει βασική κινητήρια δύναμη
Η Goldman Sachs προτρέπει τη στενή παρακολούθηση των μάκρο δεικτών και τις αποδόσεις των ομολόγων, η βελτίωση των οποίων είναι πιθανό να προηγηθεί των αριθμών σε επίπεδο τραπεζών. Ενώ οι αποδόσεις των ελληνικών 10ετών ομολόγων αυξήθηκαν πάνω από το 7,5% στις αρχές του 2017, αντανακλώντας τις ανησυχίες για τη χώρα, τώρα βρίσκεται πιο κοντά στο 6,1%. Αυτό είναι το χαμηλότερο επίπεδο των ελληνικών αποδόσεων από την αρχή του 2015, αντανακλώντας τις προσδοκίες για επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης, κατά την επόμενη συνεδρίαση του Eurogroup στις 15 Ιουνίου.
Ιστορικά, η πορεία των ελληνικών τραπεζικών μετοχών ακολουθεί την πορεία της απόδοσης των ελληνικών ομολόγων. Από τις τιμές των ΑΜΚ στα τέλη του 2015, οι μετοχές απέχουν +10% έως -30%. Κατά τη διάρκεια του 2016, οι μετοχές αρχικά έχασαν περίπου το 60% της κεφαλαιοποίησης μέχρι τον Φεβρουάριο και έπειτα έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί έως τον Μάιο του 2016, ακολουθούμενες από μια μείωση 50% μέχρι τον Ιούλιο του 2016. Το 2017, οι τράπεζες είναι πάνω 27% κατά μέσο όρο μέχρι τώρα.
Οι ελληνικές τράπεζες διαπραγματεύονται με discount 60% σε σχέση με τον ευρωπαϊκό κλάδο και η αποτίμησή τους παραμένει «depressed». Από την ανακεφαλαιοποίηση στα τέλη του 2015, οι ελληνικές τράπεζες έχουν διαπραγματευτεί εντός ενός φάσματος 0,2-0,4x σε όρους P/TBV, που συνεπάγεται έκπτωση περίπου 33% -74% έναντι των ευρωπαϊκών τραπεζών κατά την ίδια περίοδο.
Το ερώτημα αξίας 100 δισ. ευρώ
Η Ελλάδα έχει το δεύτερο μεγαλύτερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, μετά την Κύπρο στην Ευρώπη, με τον συνολικό όγκο να ξεπερνά τα 100 δισ. ευρώ, μέγεθος που αγγίζει το 50% των δανείων και το 60% του ΑΕΠ. Η βελτίωσης της ποιότητας των χαρτοφυλακίων είναι θεμελιώδης για τον κλάδο.
Το θεσμικό πλαίσιο για τη διαχείριση των προβληματικών δανείων είναι ένα σημαντικό μέρος των τραπεζικών προοπτικών στην Ελλάδα, όμως δεν έχει τεσταριστεί και εξαρτάται από τους εξής παράγοντες: 1) υποστηρικτικό πολιτικό και μακροοικονομικό περιβάλλον, 2) συνεχής βελτίωση στο υπάρχον θεσμικό πλαίσιο, 3) επιτυχία της εσωτερικής αναδιάρθρωσης των τραπεζών.
Η επιστροφή των καταθέσεων είναι αργή, όμως η μείωση του ELA σημαντική
Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2015, το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα βίωσε εκροές καταθέσεων ύψους 40 δισ. ευρώ, αφήνοντας τις τράπεζες εξαρτημένες από τη χρηματοδότηση του Ευρωσυστήματος. Ενώ έχουν επιστρέψει καταθέσεις περίπου 11 δισ. ευρώ, οι τράπεζες εξακολουθούν να εξαρτώνται από τη χρηματοδότηση του Ευρωσυστήματος κατά 59 δισ. ευρώ. Η αβεβαιότητα γύρω από την αξιολόγηση προκάλεσε περαιτέρω εκροή καταθέσεων από την αρχή του έτους, μια εξέλιξη που έχει αντιστραφεί μερικώς στο δεύτερο τρίμηνο του έτους.