H ελληνική χρηματιστηριακή αγορά έχει προεξοφλήσει το τελευταίο διάστημα τόσο την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, όσο και τις διεργασίες για την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους –και αυτό ανεξάρτητα από το πόσο ικανοποιητικές ή όχι θα είναι οι εξελίξεις.
Το σημαντικότερο για την αγορά τώρα είναι ότι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, κλείνουν δύο μέτωπα που ενέτειναν την αβεβαιότητα για την πορεία της χώρας – θα ακολουθήσει η αποτίμησή τους και το Χ.Α. θα εστιάσει σε άλλα μέτωπα.
Το κυριότερο, πλέον, είναι η πορεία των ελληνικών τραπεζών. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τραπεζικές μετοχές είναι αυτές που δέχθηκαν τα μεγαλύτερα πλήγματα στο ταμπλό, αλλά και αυτές που εξαργύρωσαν πρώτες την άρση της αβεβαιότητας. Έτσι, τα αποτελέσματα α' τριμήνου 2017 που ανακοίνωσαν οι συστημικές τράπεζες μπαίνουν στο μικροσκόπιο και όλοι προσπαθούν να ιχνηλατήσουν τις μελλοντικές επιδόσεις σε συνάρτηση και με τις ευρύτερες εξελίξεις.
Τα πρώτα συμπεράσματα δείχνουν σημαντικά βήματα προόδου, αλλά και δυσκολίες που επιμένουν. Η επιτυχής τους αντιμετώπιση δεν θα κρίνει απλώς την πορεία του (τραπεζοκεντρικού, ούτως ή άλλως Χ.Α.), αλλά και την εξομάλυνση μιας ολόκληρης οικονομίας.
Από τον Μάιο, οπότε άρχισε να προεξοφλείται στην αγορά μια συμφωνία με τους δανειστές για το θέμα της δεύτερης αξιολόγησης και του δημόσιου χρέους, οι τραπεζικές μετοχές ξανακέρδισαν την εμπιστοσύνη της αγοράς και πλέον διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα. Στις επιμέρους αποδόσεις, ο τίτλος της Eurobank με +22% και η Τράπεζα Αττικής +85% ξεπερνούν τον τραπεζικό δείκτη, που σημειώνει κέρδη 9%.
Το κλείσιμο της αξιολόγησης μείωσε την αβεβαιότητα και περιόρισε το risk premium όπως απεικονίζεται από την πτώση της απόδοσης του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου. Ωστόσο, οι τελευταίες εξελίξεις στο θέμα του χρέους δείχνουν ότι το επόμενο Eurogroup είναι κομβικό και είναι πολύ πιθανό να μη δώσει τη λύση που αναζητά η κυβέρνηση, αλλά και η εγχώρια οικονομία συνολικότερα.
Για τις εγχώριες τραπεζικές αξίες, το κλειδί για την επιτυχή πορεία τους θα κριθεί από την ικανότητά τους να επιτύχουν τους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) και των ανοιγμάτων (NPEs) μέσα σε πιο σταθερό πολιτικό σκηνικό. Παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικράτησαν στο πρώτο τρίμηνο φέτος, οι τράπεζες έχουν μπορέσει να επιτύχουν στόχους μείωσης των NPLs και NPEs όπως φαίνεται από τα αποτελέσματά τους για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Από την άλλη, οι στόχοι του 2017 δεν είναι υπερβολικά φιλόδοξοι - το πραγματικό δύσκολο τεστ θα γίνει στο επόμενο έτος.
Η γενική εικόνα
Παρά το αδύναμο ξεκίνημα για το πρώτο τρίμηνο, οι προοπτικές των ελληνικών τραπεζών το 2017 μπορούν να βελτιωθούν, αν και εφόσον το μακροοικονομικό περιβάλλον και η βελτίωση στην εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων επιταχυνθούν στο δεύτερο μισό του έτους. Η βελτίωση στην ποιότητα της χρηματοδότησής τους είναι εμφανής μετά και τη συμφωνία, αλλά βραχυπρόθεσμα η αγορά θα συνεχίσει να επικεντρώνεται στην ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Από την άλλη, ανησυχητικά ήταν τα σήματα ως προς τον ρυθμό των νέων ρυθμίσεων και την αποτελεσματικότητα όσων έχουν διενεργηθεί κατά τους προηγούμενους μήνες, έστειλαν συνολικά τα αποτελέσματα πρώτου τριμήνου των εγχώριων τραπεζών.
Τα στοιχεία που ανακοίνωσαν Alpha Bank, Πειραιώς, Εθνική και Eurobank, τα δάνεια σε καθυστέρηση άνω των 90 ημερών αυξήθηκαν το α' τρίμηνο του έτους σχεδόν κατά 550 εκατ. ευρώ, ανακόπτοντας την πορεία μείωσης ή επιβράδυνσης που είχε καταγραφεί τους προηγούμενους μήνες. Το πιο ανησυχητικό είναι ότι υποχώρησε σημαντικά, κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου, ο ρυθμός σύναψης νέων ρυθμίσεων, εξέλιξη που προβληματίζει τις τράπεζες, ιδιαίτερα όσον αφορά στη συμπεριφορά δανειοληπτών με μη εξυπηρετούμενα στεγαστικά δάνεια.
Αντίθετα, σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2016, τα NPEs για τις τέσσερις τράπεζες ήταν περίπου κατά 1,1 δισ. ευρώ μειωμένα. Η Εθνική Τράπεζα έχει μειώσει ήδη κατά 3 δισ. ευρώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και απομένουν 5,4 δισ. ευρώ για να φτάσει στον στόχο των 13,1 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019. Η Τράπεζα Πειραιώς έχει στόχο στα 20,3 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 και βρίσκεται στα 33,3 δισ. ευρώ στο τέλος του πρώτου τριμήνου.
H Eurobank στοχεύει στα 14,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019 από 22,6 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο και, τέλος, η Alpha Bank από τα 32,3 δισ. ευρώ στο πρώτο τρίμηνο στα 19,5 δισ. ευρώ. Αυτό θα είναι το σημείο στο οποίο οι επιδόσεις των τεσσάρων τραπεζών ενδέχεται να διαφοροποιηθούν και ανάλογα με τις δυνατότητές τους θα έχουν και διαφορετική αντιμετώπιση από τους επενδυτές και το ταμπλό.
Πλέον, μετά και τις πλέον πρόσφατες εκθέσεις ξένων και Ελλήνων αναλυτών για τον κλάδο, αθροιστικά οι εκτιμήσεις για το 2017 επισημαίνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες θα εμφανίσουν κέρδη και, μάλιστα, θα ξεπεράσουν οριακά τα 800 εκατ. ευρώ βάσει του consensus της Factset, ωστόσο το ρίσκο στις προβλέψεις των αναλυτών παραμένει υψηλό.
Για την Τράπεζα Πειραιώς, οι μέσες εκτιμήσεις τοποθετούν τα φετινά κέρδη στα 165 εκατ. ευρώ, για τη Eurobank στα 173 εκατ. ευρώ, για την Εθνική Τράπεζα 211 εκατ. ευρώ και για την Αlpha Bank 262 εκατ. ευρώ.
Η ενσώματη αξία
Το βασικότερο στοιχείο, ωστόσο, είναι οι αποτιμήσεις που προκύπτουν με βάση τις προβλέψεις για τις ελληνικές τράπεζες. Βάσει των τελευταίων εκτιμήσεων, οι εγχώριες τράπεζες παραμένουν αποτιμημένες σε χαμηλότερα επίπεδα από τις ευρωπαϊκές, ωστόσο η χαμηλότερη αποτίμηση αντανακλά τη χαμηλή ορατότητα των επόμενων ετών και τις υψηλές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι ίδιες, αλλά και η εγχώρια οικονομία συνολικότερα.
Με δείκτες αποτίμησης 0,26-0,35 φορά την ενσώματη λογιστική τους αξία (P/ΤBV 2017), η αγορά εξακολουθεί να θεωρεί ότι η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων είναι πρόβλημα, αλλά και η μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και δανείων θα είναι δύσκολο να επιτευχθεί. Οι δείκτες διαπραγμάτευσής τους παραμένουν χαμηλότεροι σε σχέση τόσο με τις ευρωπαϊκές τράπεζες όσο και με τις τράπεζες των αναδυόμενων αγορών. Το discount σε σχέση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών έχει διαμορφωθεί στο 50% για φέτος και στο 60% για το 2018. Αν και εφόσον οι σχεδιασμοί των τραπεζών επιτευχθούν, τότε τα παραπάνω discounts είναι υψηλά.
Ταυτόχρονα, η αποτίμησή τους σε όρους κερδοφορίας για το 2017 είναι στις 12-14 φορές έναντι 12 φορές για τον μέσο όρο Ιταλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας και 9,5 φορών για τις τράπεζες των αναδυόμενων οικονομιών. Για το 2018, ωστόσο, το discount είναι της τάξεως του 50% σε σχέση με την Ευρώπη και τις αναδυόμενες αγορές.
Τέλος, οι τιμές-στόχοι δείχνουν ότι τα «πονταρίσματα» των αναλυτών παραμένουν στον θετικό πόλο. Για την Εθνική η μέση τιμή-στόχος είναι το 0,41 ευρώ με 30% περιθώριο ανόδου και σύσταση «υπεραπόδοση». Για την Τράπεζα Πειραιώς η μέση τιμή-στόχος διαμορφώνεται πλέον στο 0,27 ευρώ με 35% ανοδικό περιθώριο. Για την Alpha Bank, με μέση τιμή-στόχο τα 2,80 ευρώ, το περιθώριο ανέρχεται στο 35% και, τέλος, για τη Eurobank η μέση τιμή-στόχος στο 0,90 ευρώ δίνει μηδενικό περιθώριο ανόδου.