«Συγκρατημένα αισιόδοξη» για τις ελληνικές τράπεζες δηλώνει η Citigroup, μετά από συναντήσεις που είχε χθες με τις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και της Τράπεζας της Ελλάδος στη χώρα μας.
Η Citi κάνει λόγο για βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών και βελτίωση της σαφήνειας αναφορικά με τους στόχους μείωσης των NPEs των ελληνικών τραπεζών.
Αναφέρει επίσης πως οι αποτιμήσεις γίνονται πολύ ελκυστικές, στο 0,2x το P/TBV του 2016, μετά την πτώση κατά περίπου 50% των τιμών από την πρόσφατη κορυφή τον Μάιο, λόγω των ανησυχιών για το Brexit και τα «κόκκινα» δάνεια των ιταλικών τραπεζών.
Πρώιμα σημάδια οικονομικής ανάκαμψης
Όπως αναφέρει η Citi, οι πρόσφατοι βασικοί οικονομικοί δείκτες υποδηλώνουν πως υπάρχουν σημάδια βελτίωσης της ελληνικής οικονομίας, με τους οικονομολόγους της ΤτΕ να αναμένουν η επίπτωση των μέτρων λιτότητας να είναι περιορισμένες καθώς οι δημοσιονομικές επιπτώσεις ενδέχεται να αντισταθμιστούν από την αποπληρωμή οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες. Επίσης, οι καλύτερες οικονομικές προοπτικές έχουν οδηγήσει σε μείωση του σχηματισμού μικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων στις τράπεζες.
Στο επίκεντρο οι στόχοι μείωσης των NPEs
Σύμφωνα με τη Citi, οι ελληνικές τράπεζες υπέβαλαν τον Μάιο στην Τράπεζα της Ελλάδος και στον SSM τους στόχους μείωσης των NPEs/NPLs, που αναμένεται να δημοσιοποιηθούν από την ΤτΕ τον Σεπτέμβριο. Οι ελληνικές τράπεζες θα παρακολουθούνται σε τριμηνιαία βάση σε ό,τι αφορά στην επίτευξη των στόχων αυτών. Αν και ο στόχος για μείωση των NPEs μπορεί να διαφέρει από τράπεζα σε τράπεζα, η Citi θεωρεί πως μια μείωση 30%-40% στο απόλυτο επίπεδο των NPLs μέχρι το τέλος του 2019 είναι ένας ρεαλιστικός στόχος, μέσω ενός συνδυασμού μείωσης χρέους, κατασχέσεων, ρευστοποιήσεων και διαγραφών.
Αυτή τη στιγμή, οι ελληνικές τράπεζες αναδιαρθρώνουν περίπου το 5% των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους ανά τρίμηνο, άρα θα χρειαζόταν κατά μέσο όρο 4 χρόνια για να αναδιαρθρώσουν τα NPLs. Ο ρυθμός της επανακήρυξης χρεοστασίου (re-default rate) σε προσφάτως αναδιαρθρωμένα δάνεια κυμαίνεται μεταξύ του 25% και του 50%.
Επαρκής κεφαλαιοποίηση για την ώρα
Βασική ανησυχία των επενδυτών, σημειώνει η Citi, είναι πως ο ρυθμός κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των ελληνικών τραπεζών θα μπορούσε να μειωθεί, καθώς οι τράπεζες θα διαγράφουν τα πλήρως καλυμμένα NPEs.
Μπορεί να υπάρξει κίνδυνος αυξημένων προβλέψεων, προκειμένου να διατηρηθεί ο τρέχων ρυθμός κάλυψης. Τα στελέχη των τραπεζών και της ΤτΕ με τα οποία συναντήθηκε η Citi ακούστηκαν αισιόδοξα αναφορικά με το επίπεδο των προβλέψεων των τραπεζών, θεωρώντας πως υπάρχουν επαρκείς προβλέψεις για τα NPEs μετά το περυσινό AQR, που βασίστηκε σε πολύ σκληρές προβλέψεις για το μακροοικονομικό περιβάλλον και την αξία των εγγυήσεων -στην οποία υπήρξε μεγάλο discount, ύψους 40-50% έναντι της τιμής της 15ης Ιουνίου. Η αναλογία κάλυψης των ελληνικών τραπεζών θα μπορέσει να μειωθεί καθώς θα «ξεφορτώνονται» τα δάνεια. Στέλεχος της ΤτΕ αναμένει επίσης πολύ περιορισμένη επίπτωση στις ελληνικές τράπεζες από το λογιστικό πρότυπο IFRS9.
Βελτίωση προ προβλέψεων εσόδων λόγω χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης
Όπως αναφέρει η Citi, οι ελληνικές τράπεζες έχουν περιθώριο να βελτιώσουν περαιτέρω τα προ προβλέψεων έσοδα, κυρίως λόγω του χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης, κάτι που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εισροές καταθέσεων. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν πολύ περιορισμένες εισροές καταθέσεων από τους μικροκαταθέτες και κάποια εισροή από τους εταιρικούς καταθέτες. Η σταδιακή χαλάρωση των capital controls κατά τη διάρκεια των επόμενων χρόνων θα μπορούσε να αποτελέσει καταλύτη για την εισροή μικροκαταθέσεων. Από τον Δεκέμβριο του 2014 έχουν «φύγει» από το τραπεζικό σύστημα καταθέσεις ύψους 40 δισ. ευρώ, μεγάλο μέρος των οποίων παραμένει στην Ελλάδα και θα μπορούσε να επιστρέψει συν τω χρόνω στο τραπεζικό σύστημα. Η εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τον ELA έχει μειωθεί κατά 29 δισ. ευρώ από την «κορυφή» του Ιουλίου του 2015 στα 61 δισ. ευρώ (σ.σ.: σήμερα η ΤτΕ ανακοίνωσε πως ο ELA μειώθηκε κατά 2,5 δισ. ευρώ, στα 58,6 δισ. ευρώ).
Βασικά ρίσκα και αβεβαιότητες
Σύμφωνα με τη Citi, τα μεγαλύτερα ρίσκα για την ελληνική οικονομία και τις ελληνικές τράπεζες είναι το υψηλό επίπεδο φορολόγησης, η αποτυχία επίτευξης των στόχων για το δημοσιονομικό πλεόνασμα, η πολιτική αστάθεια και τα εξωτερικά ρίσκα. Τα μέτρα που εφαρμόστηκαν μέχρι τώρα από το πρόγραμμα διάσωσης σχετίζονται κυρίως με τα έσοδα, μέσω της υψηλότερης φορολόγησης αντί της περικοπής δαπανών. Η υψηλότερη φορολόγηση θα μπορούσε να επιβαρύνει περισσότερο την οικονομία, περιορίζοντας την κατανάλωση. Ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% το 2018 είναι ένας δύσκολος στόχος, τονίζει η Citi. Η αποτυχία επίτευξης του στόχου αυτού θα μπορούσε να οδηγήσει σε εφαρμογή έκτακτων μέτρων. Εν τω μεταξύ, πρόσφατη δημοσκόπηση της MRB δίνει προβάδισμα 6% της ΝΔ έναντι του κυβερνώντος κόμματος, του ΣΥΡΙΖΑ. Η μείωση της στήριξης προς τον ΣΥΡΙΖΑ έναντι της ΝΔ θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκλογές και ανανέωση της πολιτικής αβεβαιότητας. Τέλος, τα εξωτερικά ρίσκα από το Brexit και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των ιταλικών τραπεζών θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υψηλότερο κόστος ιδίων κεφαλαίων βραχυπρόθεσμα.
Ελκυστικές αποτιμήσεις
Η Citi σημειώνει πως οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταγράψει πτώση 50% από την πρόσφατη «κορυφή» του Μαΐου και διαπραγματεύονται με P/TB 0.2x, διατηρώντας αμετάβλητη τη σύσταση "neutral" λόγω του υψηλότερου κόστους ιδίων κεφαλαίων που προκύπτει από τις αβεβαιότητες στο εξωτερικό περιβάλλον.