Οι τραπεζικές μετοχές στο Χρηματιστήριο συνεχίζουν σε ρυθμούς «panic mode», με την πτώση από τις αρχές του χρόνου να έχει διαμορφωθεί στο 55% για την Alpha Bank, στο 58% για την Εθνική Τράπεζα, στο 63% για τη Eurobank και στο 64% για την Τράπεζα Πειραιώς.Την ίδια στιγμή, από τις πρόσφατες τιμές αύξησης μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποίησαν -και που αρκετοί πείστηκαν ότι θα ήταν και οι τελευταίες-, οι απώλειές τους ανέρχονται έως και στο 69% της αρχικής αξίας, με καλύτερη περίπτωση την Alpha Bank, που σημειώνει πτώση 44%.
Το σκηνικό μοιάζει «κολασμένο». Η επιστροφή σε αποτιμήσεις distress των τραπεζικών τίτλων και η σφοδρότητα της πτώσης έχει αρχίσει να επηρεάζει την ψυχολογία και τις διαθέσεις ακόμα και αυτών που τοποθετούν τους εαυτούς τους στους μακροπροθέσμους επενδυτές.
Ταυτόχρονα, η συνεχιζόμενη πίεση επηρεάζει αρνητικά και τις τιμές των λοιπών εταιρειών του Χρηματιστηρίου, οι οποίες αρχίζουν και σημειώνουν και αυτές χαμηλά 52 εβδομάδων, αν και μέχρι πρόσφατα «έδειχναν» χαρακτήρα. Η ρηχότητα της εγχώριας αγοράς και η έλλειψη εγχωρίων επενδυτών, θεσμικών και ιδιωτών, μεγεθύνουν εκθετικά το πρόβλημα των ρευστοποιήσεων στις τράπεζες.
Σε πρώτη ανάγνωση, το μίγμα που έχει τροφοδοτήσει την πτώση έχει δύο σκέλη. Στο εσωτερικό του τμήμα, οι ρευστοποιήσεις εδράζουν στο τέλος των προσδοκιών ότι η Ελλάδα έχει μπροστά της μια σχετικά γρήγορη θετική αξιολόγηση. Συνεπώς, το επενδυτικό στόρι της σταδιακής ανάκαμψης της οικονομίας και επιστροφής των τραπεζών σε κερδοφορία έχει πλέον απομακρυνθεί. Η επιμήκυνση του χρόνου ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων προκαλεί σειρά αλυσιδωτών αρνητικών αντιδράσεων, με βασικότερη όλων την επιστροφή της επενδυτικής ψυχολογίας στο ναδίρ.
Η βαριά εικόνα στην Ευρώπη
Στη διεθνή παράμετρο, η πτώση στις τιμές των εγχώριων τραπεζών συμπίπτει με την πολύ πιο αρνητική προσέγγιση για τον τραπεζικό κλάδο στην Ευρώπη, ο οποίος υποαποδίδει αισθητά όλων των υπολοίπων κλάδων των ευρωπαϊκών μετοχών, με πτώση 25% από τις αρχές του έτους.
Οι σημαντικές εκροές κεφαλαίων από τα ευρωπαϊκά ETFs και οι απώλειες που καταγράφουν τα hedge funds, δημιουργούνται από τους φόβους ότι οι μεγάλες επενδυτικές ευρωπαϊκές τράπεζες όπως π.χ. η Deutsche Bank και η Credit Suisse έχουν πολύ «μεγάλα ανοίγματα» σε επίφοβες για default επιχειρήσεις. Με τις συνθήκες να έχουν γίνει risk-off και την παραμονή των επιτοκίων σε τόσο χαμηλά επίπεδα, πλήττονται καίρια οι εκτιμήσεις για την κερδοφορία τους, προσθέτοντας έναν ακόμα μοχλό πίεσης στις τιμές.
Πλην όμως των μετοχών της Deutsche Bank και της Credit Suisse, οι οποίες σημειώνουν απώλειες 39% και 35% από τις αρχές του έτους αντίστοιχα, σε πολλές περιφερειακές τράπεζες, η πτώση ξεπερνά το 30% και σε πολλές περιπτώσεις το 50%. Εκτός των ελληνικών τραπεζών, οι ιταλικές τράπεζες Banca Monte dei Pachi, UBI Banca, Unicredit και Banca Pop Emilia Romagna σημειώνουν απώλειες από 40%-57%.
Τα ασφάλιστρα κινδύνου
Τέλος, το ερώτημα που πλέον απασχολεί ανοικτά την εγχώρια επενδυτική κοινότητα είναι αν κρύβεται κάτι περισσότερο στην πτώση των τιμών των τραπεζών, πλην της εσωτερικής πολιτικής αβεβαιότητας λόγω της αξιολόγησης και του αρνητικού περιβάλλοντος που επικρατεί στις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Η καλύτερη απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι από τα ασφάλιστρα έναντι του κίνδυνου χρεοκοπίας των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, τα περιβόητα CDS, που δείχνουν ότι στις αγορές δεν υπάρχει καμία επιπρόσθετη ανησυχία τις τελευταίες εβδομάδες και μάλιστα αποτυπώνεται και μείωση του ρίσκου σε σχέση με μερικές εβδομάδες πριν.
Στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας, οι τιμές των CDS των ελληνικών τραπεζών σημείωσαν τη μεγαλύτερη μείωση, της τάξεως των 50-100 μονάδων βάσης, μεταξύ των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων που παρακολουθεί ο αμερικανικός οίκος Moody's.
Πλέον για την Alpha Bank, που είναι ξεκάθαρα στην καλύτερη θέση βάσει των τιμών των CDS, το srpead διαμορφώθηκε στις 3/2 στις 826 μ.β., από 879 μ.β. στις 27/1.
Για την Εθνική Τράπεζα, το spread διαμορφώθηκε στις 3/2 στις 1.527 μ.β., από 1.624 μ.β. στις 27/1.
Για τη Eurobank, το spread διαμορφώθηκε στις 3/2 στις 1.534 μ.β., από 1.631 μ.β. στις 27/1.
Για την Τράπεζα Πειραιώς, το spread διαμορφώθηκε στις 3/2 στις 1.584 μ.β., από 1.684 μ.β. στις 27/1.
Μάλιστα η μείωση στα spreads των CDS έλαβε χώρα σε μια χρονική στιγμή που η αντίστοιχη τιμή για τη χώρα κινήθηκε αρνητικά. Για την ακρίβεια, από τις 1.201 μ.β. στα τέλη Ιανουαρίου, η τιμή στις 3/2 σημείωσε άνοδο στις 1.247 μονάδες.
Τα επίπεδα distress στις αποτιμήσεις
Το βασικότερο πάντως στοιχείο είναι οι αποτιμήσεις που προκύπτουν βασιζόμενοι στις προβλέψεις τους για τις ελληνικές τράπεζες. Βάσει όλων τωντελευταίων εκθέσεων, οι ελληνικές τράπεζες παραμένουν αποτιμημένες σε επίπεδα χρεοκοπίας, παρότι εμφανίζουν τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στην ευρωπαϊκή αγορά.
Οι ελληνικές τράπεζες μπορεί σε όρους κερδοφορίας για άλλους να εμφανίζονται ως ευκαιρίες και για άλλους όχι, αφού οι τελευταίοι αμφισβητούν την πιθανότητα κερδοφορίας για φέτος, ωστόσο η πραγματική ευκαιρία και distressed αποτίμησή τους, ακόμα και μετά την ανακεφαλαιοποίηση, είναι σε όρους ενσώματης αξίας (tangible book value).
Μετά την ανακεφαλαιοποίησή τους, οι δείκτες παραμένουν οι χαμηλότεροι όχι μόνο σε σχέση με τις ισπανικές, τις ιταλικές και τις πορτογαλικές τράπεζες αλλά και σε σχέση με τις τράπεζες των αναδυόμενων αγορών. Με μέσο δείκτη P/TBV για το 2016 στη 0,15 φορά φαίνεται να κινούνται πολύ χαμηλότερα από την Ευρώπη, η οποία διαμορφώνεται στη 0,69 φορά, ενώ το discount αυξάνεται αρκετά και το 2017.