Σημαντικά κέρδη έχουν αποφέρει τους τελευταίους μήνες τα ελληνικά εταιρικά ομόλογα, κυρίως λόγω της αποκλιμάκωσης των αποδόσεων που έχουν σημειώσει οι αντίστοιχοι κρατικοί τίτλοι της χώρας.
Οι αποδόσεις των δεκαετών ελληνικών κρατικών ομολόγων έχουν πέσει από τα επίπεδα του 12% γύρω στο 7,2% (όταν οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές έχουν ανεβεί) με τους αισιόδοξους παράγοντες της αγοράς να ευελπιστούν πως η πτωτική αυτή τάση θα συνεχιστεί τους επόμενους οκτώ μήνες.
«Η πρόσφατη ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών αποτελεί το πρώτο θετικό βήμα και στο βαθμό που η κυβέρνηση θα μπορέσει να προσπεράσει επιτυχώς την πρόκληση των προαπαιτούμενων μέτρων έως το τέλος του έτους, το ρίσκο της χώρας θα μειωθεί περαιτέρω», δηλώνει στο Euro2day.gr γνωστός χρηματιστηριακός αναλυτής.
Η ουσία πάντως είναι πως οι κάτοχοι των εταιρικών ομολόγων «γράφουν» σημαντικά κέρδη μετά την επιβολή των capital controls και ενδεικτικά αναφέρεται το +7% που έχει αποφέρει ο τίτλος του ΟΤΕ μόλις σε διάστημα λίγων μηνών (βλέπε επισυναπτόμενο αναλυτικό πίνακα των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων της Solidus Χρηματιστηριακής)
Ο κ. Νίκος Χρυσοχοΐδης, διευθύνων σύμβουλος της φερώνυμης χρηματιστηριακής εταιρείας, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Euro2day.gr επισημαίνει: «Από τα ελληνικά εταιρικά ομόλογα θα επέλεγα αυτά των ΟΤΕ και Τιτάνα και δευτερευόντως τους τίτλους των δύο διυλιστηρίων ΕΛΠΕ και Motor Oil, τα οποία έχουν δυσμενέστερους όρους ξένων προς ίδια κεφάλαια.
Η τιμολόγηση των εταιρικών ομολόγων επηρεάζεται σημαντικά από τις αποδόσεις των κρατικών τίτλων και στο βαθμό που η ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών μεταφραστεί από τις αγορές ως μείωση του ρίσκου της χώρας, τότε θα έχουμε και μια σαφή θετική επίδραση και στις τιμές των εταιρικών ομολόγων».
Σύμφωνα με τον χρηματιστηριακό αναλυτή κ. Σέργιο Μελαχροινό, «οι τιμές των ελληνικών εταιρικών ομολόγων έχουν ανεβεί σημαντικά, πλην όμως συγκαταλέγονται στα πολύ λίγα ευρωπαϊκά ομόλογα που εξακολουθούν να προσφέρουν καλές αποδόσεις. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει το πρόβλημα της σχετικά χαμηλής εμπορευσιμότητας, αλλά και των περιορισμένων εκδόσεων, ειδικά μετά τις εξελίξεις που αναμένονται στα ομόλογα των τραπεζών. Η αγορά διψάει για νέες εκδόσεις και εκτιμώ πως για να δούμε κάτι τέτοιο θα πρέπει να ομαλοποιηθεί η οικονομική κατάσταση στη χώρα και να μειωθούν περαιτέρω οι αποδόσεις προκειμένου οι εταιρείες να μπορούν να αντλήσουν κεφάλαια σε λογικό κόστος».
Ειδικότερα, σχετικά με την κίνηση του ΟΤΕ να προχωρήσει σε πρόταση επαναγοράς ομολόγων λήξης 2016 και 2018 μέσω ουσιαστικά της έκδοσης ενός νέου ομολόγου με μεταγενέστερη λήξη, ο κ. Μελαχροινός εκτιμά πως «πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα κίνηση τόσο για τον εισηγμένο Όμιλο, όσο και για τους ομολογιούχους. Ο ΟΤΕ αν αποπλήρωνε τους τίτλους που λήγουν το 2016 θα έχανε ένα σημαντικό τμήμα της ρευστότητάς του, ενώ τώρα μέσω της κίνησης που υλοποιεί θα επιμηκύνει τη μέση περίοδο αποπληρωμής των υποχρεώσεών του. Από την πλευρά των ομολογιούχων τώρα, αυτοί θα ρευστοποιήσουν τα ομόλογά τους πάνω από το 100, ενώ παράλληλα θα «κλειδώσουν» για αρκετά ακόμη χρόνια μια ικανοποιητική απόδοση, μεγαλύτερη από τη μέση απόδοση ομολογιακών τίτλων άλλων ευρωπαϊκών εταιρειών».
Σύμφωνα με τον κ. Γιάννη Πολυχρονίου (πρόεδρο της Μεσογειακής ΑΕΕΔ και του Συνδέσμου Εταιρειών Διαμεσολαβητικών Υπηρεσιών Κινητών Αξιών) «το πολιτικό ρίσκο της χώρας επέστρεψε μετά την αποχώρηση δύο βουλευτών από τον κυβερνητικό σχηματισμό και τη μείωση των εδρών της πλειοψηφίας στους 153. Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον θα εστίαζα μόνο στα εταιρικά ομόλογα του ΟΤΕ και ενδεχομένως στους αντίστοιχους τίτλους της Motor Oil, η οποία κατάφερε στο εννεάμηνο να ενισχύσει τη ρευστότητά της και να μειώσει σημαντικά τον καθαρό της δανεισμό. Στις υπόλοιπες των περιπτώσεων, η σχέση προσδοκώμενης απόδοσης και κινδύνου θεωρώ πως αυτή την περίοδο δεν λειτουργεί υπέρ του ομολογιούχου».