Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Εντεκα στελέχη «αποκρυπτογραφούν» ΧΑ & οικονομία

Οι αιτίες που οι επενδυτές οδηγούνται σε «μαζική» έξοδο από το ΧΑ και τι μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα. Ποια είναι η κορυφαία ανησυχία των αναλυτών και τι ζητούν οι επιχειρηματίες. Το σκηνικό στις τράπεζες και η στάση των ξένων.

Εντεκα στελέχη «αποκρυπτογραφούν» ΧΑ & οικονομία

Τους κύριους λόγους που λειτουργούν ως βαρίδια και δημιουργούν πιέσεις στο Χρηματιστήριο και στην οικονομία εξηγούν αναλυτές της αγοράς, εκπρόσωποι βιομηχάνων και επαγγελματιών. Ξεχωρίζουν το πολιτικό ρίσκο, αλλά και τα επικείμενα stress tests των τραπεζών, ενώ μιλούν και για τις μεγάλες εκκρεμότητες όπως το θέμα της αναδιάρθρωσης των επιχειρηματικών δανείων, της μείωσης του λειτουργικού κόστους και της αύξησης της ρευστότητας στην αγορά.

Αλέξανδρος Μωραϊτάκης

Πρόεδρος του ΣΜΕΧΑ

Θα είμαι σύντομος. Αυτό που φρενάρει την οικονομία είναι η έλλειψη εμπειρίας των συνθηκών και των καταστάσεων της αγοράς από τους περισσότερους υπουργούς και λοιπούς κυβερνώντες.

Αν όλοι αυτοί αφουγκραστούν την αγορά και τους ανθρώπους της, τα πράγματα θα πάνε καλύτερα. Αν όχι, η οικονομία θα συνεχίσει να σέρνεται.

Ευριπίδης Δοντάς

Πρόεδρος Συνδέσμου Βιομηχανιών Θεσσαλίας και Κεντρικής Ελλάδας

Όλοι υποστηρίζουν πως η ανάπτυξη θα έρθει από τις εξαγωγές, αλλά την ίδια ώρα το κόστος παραγωγής διατηρείται σε υψηλά επίπεδα.

Για παράδειγμα, το ενεργειακό κόστος στην Ελλάδα επιβαρύνεται υπέρμετρα από τα ακριβά κοστολόγια της ΔΕΗ, αλλά και από φόρους που επιβάλλει το κράτος στα καύσιμα, με αποτέλεσμα να είναι πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ανταγωνιστών μας στο εξωτερικό.

Ειπώθηκαν πολλά για τη μείωσή του, αλλά τελικά έγιναν λίγα.

Επίσης, παρά την κάποια μείωση των εισφορών, το μη μισθολογικό κόστος παραμένει περίπου διπλάσιο σε σύγκριση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ.

Βεβαίως πολύ υψηλότερα στην Ελλάδα είναι και τα επιτόκια χορηγήσεων, αλλά δεν ξέρω αν μπορεί η κυβέρνηση να κάνει κάτι άμεσο προς αυτήν την κατεύθυνση.

Το πολιτικό ρίσκο επηρεάζει κυρίως τις νέες επενδύσεις και όχι τις υπάρχουσες.

Αυτό που φοβάμαι είναι ότι όλες οι κυβερνήσεις -οι προηγούμενες, αυτή και οι επόμενες- δεν έχουν ξεκάθαρη πολιτική για την ανάπτυξη και γι' αυτό δεν μπορούν να είναι αποτελεσματικές.

Γιάννης Χατζηθεοδοσίου

Πρόεδρος Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθήνας

Τέσσερις είναι οι κύριοι παράγοντες που μπλοκάρουν σήμερα την οικονομία: η έλλειψη ρευστότητας, η υπερβολική φορολόγηση, το πρόβλημα με τις εισφορές στον ΟΑΕΕ και φυσικά η υπόθεση των κόκκινων δανείων.

Για κάθε ένα από αυτά, έχουμε υποβάλει ως Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών, συγκεκριμένες προτάσεις. Για παράδειγμα, στον τομέα των απλήρωτων εισφορών προς τον ΟΑΕΕ έχουμε ζητήσει πάγωμα των παλαιών εισφορών και κεφαλαιοποίησή τους, προκειμένου αυτές να υπολογιστούν στη σύνταξη.

Ένα τέτοιο μέτρο θα δώσει ανάσες στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, αλλά επίσης θα αποφέρει ρευστότητα και προς τον ΟΑΕΕ, καθώς οι νέες εισφορές των ασφαλισμένων θα καταβάλλονται κανονικά.

Σε ό,τι αφορά τα κόκκινα δάνεια, υποστηρίζουμε τις πολλές δόσεις, επισημαίνοντας παράλληλα πως υπάρχουν περιπτώσεις όπου τα δάνεια αυτά δεν μπορούν να αποπληρωθούν. Προτείνουμε λοιπόν την ύπαρξη δεύτερης επιχειρηματικής ευκαιρίας, θεσμικό πλαίσιο που όσο περισσότερο αργεί, τόσο μεγαλύτερη ζημιά στην αγορά γίνεται.

Μάνος Χατζηδάκης

Υπεύθυνος Τμήματος Ανάλυσης Beta Sec.

Το πολιτικό ρίσκο είναι ο βασικός παράγοντας που διακατέχει πλέον τις κινήσεις στην Ελληνική Χρηματιστηριακή Αγορά επισκιάζοντας κάθε άλλη θετική εξέλιξη.

Αφενός για έναν ξένο επενδυτή λειτουργεί ανασταλτικά για την είσοδο στην αγορά, καθώς θα μπορούσε να προκύψει θέμα πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, αφετέρου για έναν ήδη τοποθετημένο επενδυτή υπάρχει ακόμα χώρος για κατοχύρωση κερδών ή μείωση ρίσκου, μέχρι να ξεκαθαρίσει η πολιτική κατάσταση.

Στο ενδεχόμενο προσφυγής στις κάλπες, η αναμονή των ξένων επενδυτών θα μπορούσε να επεκταθεί χρονικά μέχρι να οριστικοποιηθούν οι πολιτικές ζυμώσεις και να διαμορφωθεί η πολιτική ατζέντα της επόμενης μέρας.

Σε κάθε περίπτωση η παρατεταμένη αναμονή εντείνει τα φαινόμενα εσωστρέφειας και φθοράς των ελληνικών μετοχών, ενώ τα επιμέρους θεμελιώδη έχουν πλέον περάσει σε δεύτερη μοίρα δίνοντας τον πρώτο λόγο στην ψυχολογία.

Στρατής Πολυχρονέας

Τμήμα Ανάλυσης Solidus Sec.

Η πολιτική αβεβαιότητα πρωτίστως και δευτερευόντως οι όποιοι φόβοι για ανάγκη νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης των εγχώριων τραπεζών, μετά τη διενέργεια των stress tests από την ΕΚΤ (τα αποτελέσματα αυτών θα ανακοινωθούν στις 26 Οκτωβρίου) έχουν οδηγήσει τον Γενικό Δείκτη κάτω από τις 1.100 μονάδες για τρίτη φορά το τελευταίο 6μηνο.

Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας τον Μάρτιο του 2015, σε συνδυασμό με τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού και του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το βήμα της ΔΕΘ, έχει δημιουργήσει ένα προεκλογικό κλίμα, με την πολιτική αβεβαιότητα να ενισχύεται από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις που θέλουν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προηγείται μεταξύ 4 και 8 ποσοστιαίων μονάδων από το κόμμα που ηγείται του κυβερνητικού συνασπισμού.

Η επίσκεψη του πρωθυπουργού στη Γερμανίδα καγκελάριο δεν είχε κάποιο απτό αποτέλεσμα, όσον αφορά το βασικό θέμα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, καθώς εκκρεμούν τα αποτελέσματα των stress tests των ελληνικών τραπεζών και η αξιολόγηση της τρόικας.

Η έλευση της τρόικας σημαίνει την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση, κι η τελευταία θέλει να προωθήσει μέτρα άμβλυνσης της λιτότητας στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού του 2015, που θα κατατεθεί στη Βουλή στις 6 Οκτωβρίου.

Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι πριν από την κατάθεση του οριστικού Προϋπολογισμού του 2015, θα έχει ανακοινωθεί το ΑΕΠ του γ' 3μήνου (14 Νοεμβρίου) που θα σηματοδοτήσει επιστροφή στην ανάπτυξη και θα είναι γνωστά τα αποτελέσματα των τραπεζικών τεστ κοπώσεως.

Επίσης, πριν από τα τέλη του έτους και λογικά πριν από τη διαπραγμάτευση για την ελάφρυνση του χρέους θα γίνει και η έκδοση του 7ετούς ομολόγου (εφόσον οι συνθήκες το επιτρέψουν) προκειμένου να αντληθούν κεφάλαια για τη μείωση του δημοσιονομικού κενού του 2015-2016, αλλά και για την πιθανή αίτηση προς το ΔΝΤ να σταματήσει την εκταμίευση των υπολειπόμενων κεφαλαίων προς την Ελλάδα, με το τελευταίο ωστόσο να δημιουργεί ανησυχίες στους ξένους, για το αν η χώρα θα τα καταφέρει χωρίς εξωτερικές βοήθειες και για το αν θα προχωρήσει στις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές.

Κατά συνέπεια η μεταβλητότητα της αγοράς θα συνεχισθεί το τελευταίο τρίμηνο του έτους, κατά τη διάρκεια του οποίου η κυβέρνηση θα πρέπει να κλείσει οριστικά το θέμα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.

Νίκος Καυκάς

Υπεύθυνος Τμήματος Ανάλυσης Merit ΑΧΕΠΕΥ

Στην παρούσα φάση είναι ξεκάθαρο ότι τηρείται στάση αναμονής λόγω των τραπεζικών stress tests, καθώς οι κεφαλαιακές ανάγκες που ενδεχομένως να προκύψουν είναι ικανές να οδηγήσουν την αγορά σε πτώση με αυξημένες πιθανότητες να δοκιμαστούν οι 1.050 μονάδες για 3η φορά.

Εν τέλει η απώλεια του επιπέδου αυτού θα κριθεί μάλλον από το ύψος του λογαριασμού που θα εκδώσει η ΕΚΤ, καθώς αν υπερβούμε τα 3 δισ ευρώ ο στόχος θα μπορούσε να τοποθετηθεί στις 980 μονάδες. Φυσικά υπάρχουν και επιπλέον ποιοτικές λεπτομέρειες που θα πρέπει να επεξεργαστούμε για την κάθε τράπεζα όταν έρθει εκείνη η στιγμή.

Ωστόσο, το πολιτικό ρίσκο που φαίνεται να επανέρχεται στο προσκήνιο είναι εκείνη η παράμετρος που για μία ακόμη φορά, μεσοπρόθεσμα, θα οριοθετήσει τη διακύμανση του Γενικού Δείκτη, καθώς τις τελευταίες ημέρες η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της χώρας υπερβαίνει το 6%, ζώνη που θεωρείται επικίνδυνη.

Θεωρητικά μπορούμε να υπολογίσουμε μια δίκαιη αποτίμηση για τον Γενικό Δείκτη του Χ.Α., έχοντας την εικόνα του επιτοκίου που δανείζεται η χώρα, όμως πρακτικά η προσφορά χαρτιών σε μία στιγμή πολιτικής αστάθειας είναι αυτή που θα καθορίσει και το επίπεδο των τιμών.

Αξίζει όμως να επισημάνουμε ότι οι όποιες πολιτικές εξελίξεις θα αντιμετωπιστούν με μεγαλύτερη ψυχραιμία συγκριτικά με το 2012, κατά την εκτίμησή μας. Σε περίπτωση απρόβλεπτων γεγονότων δεν αποκλείεται ακόμη και η διάσπαση των 950 μονάδων, σημείο όπου διακυβεύεται η μεσοπρόθεσμη ανοδική τάση της αγοράς. Από την άλλη, σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και δεδομένου ότι είναι δύσκολο να προβλέψεις το χρονικό σημείο ενός ατυχήματος η αγορά πιθανότατα θα δοκιμάσει εκ νέου την περιοχή των 1.200 μονάδων.

Η επενδυτική στρατηγική που ακολουθούμε, λοιπόν, περιλαμβάνει χαμηλότερη ρευστότητα, αλλά παράλληλα και άμυνα με τοποθετήσεις σε τίτλους με μικρό δανεισμό και ικανοποιητικές ελεύθερες ταμειακές ροές, οι οποίοι είναι διαπραγματεύσιμοι κοντά στα ίδια κεφάλαιά τους ή και με P/E που δεν ξεπερνά το 16 με βάση τα εκτιμώμενα κέρδη των επόμενων δύο ετών, ώστε να εμφανίζονται με ικανοποιητική αναλογία ρίσκου - απόδοσης συγκρινόμενοι με τους διεθνείς μετοχικούς δείκτες.

Λουκάς Παπαϊωάννου

Head Corporate Officer και Μέλος Δ.Σ. Fast Finance A.E.Π.Ε.Υ.

Συμπληρώνοντας το πρώτο τρίμηνο του 2ου εξαμήνου, η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά συνεχίζει να παραμένει παγιδευμένη στην αβεβαιότητα που δημιουργούν οι πολιτικές εξελίξεις. Το πολιτικό ρίσκο επισκιάζει κάθε θετική είδηση (αύξηση καταθέσεων, έσοδα προϋπολογισμού πάνω από τον στόχο, τουριστικές αφίξεις ρεκόρ, αύξηση αγοροπωλησιών αυτοκινήτων), προκαλώντας αυξημένη επιφυλακτικότητα, η οποία για πρώτη φορά, μετά από καιρό, έχει επίπτωση και στα spreads των ελληνικών ομολόγων.

Επιπλέον η επανεμφάνιση της τρόικας και η επικείμενη διαπραγμάτευση για την εφαρμογή των 1.000 προαπαιτούμενων αυξάνουν τη νευρικότητα της αγοράς, που βλέπει την αδυναμία εφαρμογής βασικών υπογεγραμμένων μνημονιακών δεσμεύσεων αλλά και δυσλειτουργία - σύγκρουση μεταξύ κυβερνητικών στελεχών.

Αν λάβουμε υπ΄ όψιν και τη νευρικότητα που επικρατεί στις διεθνείς αγορές, εντείνεται η αρνητική προοπτική του Χ.Α. που μόνο σε μία εβδομάδα είδε απώλειες περίπου 4 δισ. από την κεφαλαιοποίηση του, δηλαδή 1,5 ΕΝΦΙΑ!

Το γεγονός ότι οι τράπεζες, μέσω νομοθετικής ρύθμισης, θα βελτιώσουν τα εποπτικά κεφάλαιά τους κατά 2,5–2,6 δισ. ευρώ, δεν αποκλείει πιθανές πρόσθετες αυξήσεις κεφαλαίων, μετά την ολοκλήρωση των stress tests της ΕΚΤ, σε τιμές μάλλον χαμηλότερες των προηγουμένων αυξήσεων, όπως έχει δείξει η μέχρι τώρα εμπειρία μας. Αν λάβουμε υπόψη μας και ό,τι συμβαίνει στην Τράπεζα Αττικής το σκηνικό γίνεται ακόμα πιο ρευστό.

Σημαντική παράμετρος κινδύνου για τον τραπεζικό κλάδο, αλλά και την πραγματική οικονομία παραμένει η πολιτική αναδιαρθρώσεων των καθυστερημένων μη εξυπηρετούμενων δανείων (κυρίως εταιρικών). Αν και δειλά ξεκίνησαν διαδικασίες επαναδιαπραγμάτευσης σε κλάδους όπως η ναυτιλία και οι ιχθυοκαλλιέργειες, μέσω κεφαλαιοποιήσεως χρεών, μείωσης κόστους δανεισμού και μικρών αναχρηματοδοτήσεων, η διαδικασία είναι αργή και με ασαφή ακόμα την επιβάρυνση που θα υποστούν οι τράπεζες στα μελλοντικά αποτελέσματά τους.

Όλοι οι ανωτέρω λόγοι δημιουργούν εκροές από ξένα χαρτοφυλάκια, τα οποία με μέτριους υπολογισμούς έχουν μειώσει τις θέσεις τους κατά 300-350 εκατομμύρια ευρώ από τον Απρίλιο του 2014 και θα συνεχίσουν να το κάνουν, αν δεν εξαλειφθούν οι υφιστάμενοι κίνδυνοι.

Αν και ο Γενικός Δείκτης εμφανίζει σημαντική στήριξη στις 1.045-1.040 μονάδες, περισσότερες πιθανότητες, στην παρούσα φάση, παρουσιάζει η συνέχιση της πλαγιοκαθοδικής κίνησης και σε χαμηλότερα επίπεδα, με μικρές τεχνικές αντιδράσεις, που πρέπει να εκλαμβάνονται ως ευκαιρία μείωσης θέσεων.

Όσο μάλιστα πλησιάζουμε σε σημαντικές ημερομηνίες πολιτικών επιλογών, η μεταβλητότητα θα μεγαλώνει. Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι η αγορά έχει επιστρέψει σχεδόν εκεί από όπου ξεκίνησε πριν από έναν χρόνο σε όρους Γενικού Δείκτη.

Για να αλλάξει η δυναμική της θα απαιτηθεί ξεκαθάρισμα του πολιτικού σκηνικού και κυρίως της εκλογολογίας, καθώς και συγκεκριμένες απτές ενέργειες στη διαχείριση - επαναδιαπραγμάτευση του δημοσίου χρέους, όσο το δυνατόν συντομότερα. Τεχνικά αυτό θα επιβεβαιωθεί με διάσπαση των 1.200-1.210 μονάδων και με παραμονή πάνω από τα επίπεδα αυτά.

Συμπερασματικά, για άλλη μία φορά η ελληνική αγορά είναι παγιδευμένη στη "σισύφεια λογική της" και αν δεν βγει γρήγορα από την εσωστρέφειά της, με αποκλειστική ευθύνη του πολιτικού συστήματος και με σαφείς στρατηγικές (πολιτικές και οικονομικές), τότε η ταλαιπωρία θα συνεχισθεί.

Βαγγέλης Σιούτης

Υπεύθυνος Συναλλαγών Guardian Trust ΑΧΕΠΕΥ

Έξι συνεχόμενους πτωτικούς μήνες τείνει να συμπληρώσει ο Σεπτέμβριος, ενώ ο Γενικός Δείκτης, από το υψηλό του Μαρτίου στις 1.379 μονάδες, έχει οδηγηθεί σε απώλειες 300 και πλέον μονάδων.

Τι έχει αλλάξει στην αγορά και έχουμε αυτό το πτωτικό σερί για πρώτη φορά από τον Ιούνιο του 2012 όταν ξεκίνησε η ανοδική πορεία του Γενικού Δείκτη από τα χαμηλά των 471 μονάδων;

Ενώ στο πρώτο τετράμηνο του έτους είχαμε σημαντικές εισροές κεφαλαίων στο Χρηματιστήριο και στην οικονομία (Α.Μ.Κ. τραπεζών, έκδοση ομολόγου, εταιρικά ομόλογα, επενδύσεις στο real estate), η συνέχεια του έτους δεν ήταν η αναμενόμενη.

Παρόλο που ξεπεράστηκε ο σκόπελος των ευρωεκλογών, τα επερχόμενα stress tests των τραπεζών, αλλά κυρίως η πολιτική αβεβαιότητα έχουν φρενάρει τις επενδύσεις και έχουν αυξήσει την ανησυχία των επενδυτών.

Αντί να έχουμε επικεντρωθεί στις προοπτικές των εταιρειών, κυρίαρχο ρόλο έχει πια ο κίνδυνος χώρας. Θα γίνουν εκλογές ή όχι; Αν γίνουν θα προκύψει κυβέρνηση; Τι κυβέρνηση θα προκύψει και τι πολιτική θα ακολουθήσει; Σε αυτό το κλίμα τι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να υλοποιήσει η υπάρχουσα κυβέρνηση; Πώς μπορεί να διαπραγματευτεί το χρέος; Θα υποκύψει σε μέτρα κατευνασμού της λαϊκής αντίδρασης, ή θα συγκρουστεί με συμφέροντα;

Οι αβεβαιότητες είναι πολλές και θυμίζουν εν μέρει αυτές πριν από τις εκλογές του 2012. Σε αυτό το κλίμα τις θετικές ειδήσεις όπως τα μέτρα ρευστότητας του Μάριο Ντράγκι ή η ψήφιση του νομοσχεδίου για τον αναβαλλόμενο φόρο δεν τις ακούει η αγορά.

Η καλή εκτέλεση του προϋπολογισμού, το ρεκόρ του τουρισμού και η ανάκαμψη της οικονομίας μετά από τόσα χρόνια ύφεσης δεν είναι ικανά να παραμερίσουν το αβέβαιο πολιτικό σκηνικό.

Οι ξένοι επενδυτές που πραγματοποιούν το 68% περίπου των συναλλαγών, με τις εισροές του πρώτου τετραμήνου και την άνοδο των τιμών των μετοχών προεξόφλησαν την ανάκαμψη κάποιων εισηγμένων και τα μελλοντικά τους κέρδη, ενώ η απουσία εγχώριων επενδυτών (μόλις είκοσι χιλιάδες ενεργές μερίδες) και η απραξία των βασικών μετόχων έχουν οδηγήσει σε απαξίωση τίτλους εταιρειών της μικρότερης κεφαλαιοποίησης με πολύ καλά θεμελιώδη μεγέθη.

Συνέπεια όλων αυτών είναι να μην έχουμε νέες εισροές κεφαλαίων στην αγορά και ταυτόχρονα οι μερικές ρευστοποιήσεις για αύξηση της ρευστότητας να οδηγούν τον Γενικό Δείκτη χαμηλότερα.

Η στάση της τρόικας και των εταίρων απέναντι στην κυβέρνηση σε αυτό το δύσκολο πολιτικό περιβάλλον, οι επόμενες κινήσεις του Ντράγκι και τα stress tests των τραπεζών θα καθορίσουν την πορεία της αγοράς το επόμενο διάστημα, αλλά μόνο το ξεκαθάρισμα του πολιτικού σκηνικού θα συμβάλει στην ανάκαμψη του Χρηματιστηρίου. Κεφάλαια για να επενδύσουν στην ελληνική αγορά υπάρχουν και μάλιστα σημαντικά. Σταθερό επενδυτικό περιβάλλον χρειάζονται για να ενεργοποιηθούν.

Δημήτρης Τζάνας

Σύμβουλος Επενδύσεων TecGroup

Υπάρχει σύμπτωση στις απόψεις των αναλυτών ότι όσα συμβαίνουν στο Ελληνικό Χρηματιστήριο το τελευταίο διάστημα σχετίζονται με τον πολιτικό κίνδυνο (ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών με πιθανή επανάληψή τους), με συνέπεια την αναίρεση της επανεκκίνησης της οικονομίας, τα αποτελέσματα των τεστ κοπώσεως της ΕΚΤ για τις συστημικές τράπεζες και το ενδεχόμενο νέων κεφαλαιακών αναγκών για τις ελληνικές τράπεζες, αλλά και το δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον που βρίθει γεωπολιτικών κινδύνων.

Όμως, από την άλλη πλευρά η εικόνα του περιθωριοποιημένου Ελληνικού Χρηματιστηρίου μόνο μελαγχολικές σκέψεις μπορεί να προκαλέσει. Ο ημερήσιος τζίρος υπολείπεται συνήθως των 100 εκατ. ευρώ από 7πλάσια επίπεδα το 2000. Οι ενεργές μερίδες φθίνουν και σύντομα θα καταγραφούν λιγότερες των 20 χιλ. όταν ξεπερνούσαν το 1 εκατ. το 2000, με αποτέλεσμα ελάχιστες ΑΧΕΠΕΥ να μπορούν πλέον να συντηρηθούν.

Οι διαγραφές εταιρειών, είτε λόγω πτώχευσης, είτε λόγω αποχώρησης από το Χρηματιστήριο ξεπέρασαν τις 100 τα τελευταία 15 έτη, ενώ μόνο 1 εταιρεία εισήχθη την τελευταία 5ετία όταν το 2000 ή λίστα των προς εισαγωγή εταιρειών έφτανε τις 400!

Και αν το σκηνικό της περιόδου 1999-2000 έφτανε στα όρια της παράκρουσης, καθώς την επενδυτική παιδεία την είχε υποκαταστήσει η κουλτούρα του τζόγου, το σημερινό σκηνικό επιδεικτικής αδιαφορίας των Ελλήνων επενδυτών για το αφελληνισμένο πλέον Χρηματιστήριό μας οφείλει να μας απασχολήσει όλους μας.

Οφείλουμε λοιπόν να δούμε τις σημερινές παθογένειες εξαιτίας των οποίων ο βαθμός αξιοπιστίας είναι ιδιαίτερα χαμηλός. Να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τα δομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού χρηματιστηρίου:

Η πάνω από τα 2/3 συμμετοχή της καθημερινής συναλλακτικής δραστηριοποίησης από μια μικρή παλέτα δεικτοβαρών μετοχών με τις τραπεζικές σε πρωταγωνιστικό ρόλο συνιστά τον ορισμό μιας μη ελκυστικής αγοράς για την προσέλκυση σοβαρών επενδυτικών κεφαλαίων (ελληνικής ή ξένης προέλευσης), καθώς το μείγμα χαμηλού βάθους αγοράς και υψηλής μεταβλητότητας που τη χαρακτηρίζει αποθαρρύνει τη συμμετοχή σε αυτήν.

Να εκλογικεύσουμε τις φορολογικές επιβαρύνσεις που αφορούν τις συναλλαγές και να εξετάσουμε τη θεσμοθέτηση αποτελεσματικών κινήτρων για τη μεσοπρόθεσμη διακράτηση μετοχικών τίτλων.

Να αναζητήσουμε τρόπους με τους οποίους το χρηματιστήριο θα ξαναγίνει αξιόπιστη επενδυτική επιλογή για τα κεφάλαια μακράς πνοής και θα επαναφέρει περισσότερους εκπροσώπους της βραχυπρόθεσμης κερδοσκοπίας που είναι αναγκαία σαν την... καλή χοληστερίνη στον οργανισμό και που τώρα έχουν στραφεί στις αγορές του εξωτερικού.

Και τέλος, να διαμορφώσουμε και πάλι τις προϋποθέσεις άντλησης επενδυτικών κεφαλαίων από τις εισηγμένες, ή την είσοδο για τον σκοπό αυτό νέων, αρθρώνοντας τη λειτουργία του με την τόσο επιτακτική ανάγκη επανόδου της ελληνικής οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Απόστολος Μάνθος

Υπεύθυνος Επενδυτικής Κατεύθυνσης της Δυναμική ΑΧΕΠΕΥ

Σε πέντε κυρίως αιτίες οφείλεται η πορεία του χρηματιστηρίου το τελευταίο χρονικό διάστημα:

1) Η εξαφάνιση των ενεργών ελληνικών long term επενδυτικών χαρτοφυλακίων

Η αποκαθήλωση του Έλληνα επενδυτή όχι μόνο λόγω του τραπεζικού meltdown αλλά και λόγω της τραυματικής οικονομικής κρίσης με το όσο-όσο ξεπούλημα αξιών έχει προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου παράδοση του ελληνικού χρηματιστηρίου στα ξένα κερδοσκοπικά κυρίως funds κατατάσσοντάς το ως τη μοναδική ευρωπαϊκή αγορά όπου οι ξένοι επενδυτές έχουν το πάνω χέρι.

Για του λόγου το αληθές, η συμμετοχή των ξένων θεσμικών και νομικών προσώπων στην κεφαλαιοποίηση των εταιρειών, που απαρτίζουν τον FTSE 25 έχει φτάσει (πλην του ΤΧΣ) στο 67,46%, με τους Έλληνες επενδυτές να κατέχουν μόλις το 31%, ενώ τα ίδια στοιχεία πριν από ένα μόλις έτος ήταν στο 50,67% και στο 47,37% αντίστοιχα.

Η πλήρης απουσία ενεργών ελληνικών επενδυτικών χαρτοφυλακίων μακρόπνοης διάρκειας έχει επιφέρει την αυτονόητη έλλειψη αντικραδασμικών ελατηρίων στην οποιαδήποτε απόφαση ρευστοποιήσεων κάποιων από τα περίπου 950 κατά βάση hedge funds που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά.

2) Η έναρξη παρατεταμένης ενίσχυσης του δολαρίου και διολίσθησης του ευρώ

Η συντριπτική πλειοψηφία των ξένων κεφαλαίων, που έχουν εισρεύσει στην ελληνική κεφαλαιαγορά τα τελευταία δύο χρόνια, έχει δολαριακή βάση. Έτσι λόγω της αντίστροφης νομισματικής πολιτικής σε FED και ΕΚΤ πολλά αμερικάνικα funds, ειδικά εκείνα που είχαν τοποθετηθεί στα πρώιμα στάδια της ελληνικής χρηματιστηριακής ανάκαμψης, σπεύδουν να εγγράψουν τα κέρδη τους πριν αυτά απομειωθούν περαιτέρω από την πτώση του ευρώ.

3) Το υψηλό πολιτικό ρίσκο

Το θολό πολιτικό σκηνικό προκαλεί επενδυτική παράλυση, οικονομική αβεβαιότητα και έλλειψη ορατότητας για την κερδοφορία των ελληνικών επιχειρήσεων με άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση του κεφαλαιακού ρίσκου και την εκδήλωση ρευστοποιήσεων.

4) Τα οκτωβριανά πανευρωπαϊκά τεστ αντοχής των τραπεζών.

5) Οι ισχυρές ενδείξεις ευρωπαϊκού αποπληθωρισμού με την Ελλάδα να ανήκει στην εμπροσθοφυλακή, καθώς θα επιβαρυνθεί ακόμα πιο πολύ στην προσπάθεια εξυπηρέτησης του χρέους.

Σωτήρης Χαλκιάδης

Διευθυντής Συναλλαγών Χ.Α. Μέλος Δ.Σ. Λέων Δεπόλας ΑΧΕΠΕΥ

Αποκαρδιωτική εικόνα παρουσιάζει η χρηματιστηριακή αγορά το τελευταίο διάστημα. Η ψυχολογία των επενδυτών δέχεται απανωτά χτυπήματα καθώς κάθε θετικό οικονομικό νέο καίγεται έν τη γενέσει του.

Χαρακτηριστικά παραδείγματα η πρόσφατη κατάθεση της τροπολογίας για την αναβαλλόμενη φορολογία στις τράπεζες, η ενεργοποίηση του μεγάλου όπλου της ΕΚΤ για αγορά ομολόγων και λήψης μέτρων επεκτατικής νομισματικής πολιτικής αλλά και η βελτίωση κάποιων πρόδρομων δεικτών για την ελληνική οικονομία. Και ενώ λοιπόν θα περίμενε κανείς ότι κάποια από αυτά τα νέα θα αντικατοπτρίζονταν στο χρηματιστηριακό ταμπλό, το Χ.Α. δείχνει να έχει προεξοφλήσει όλα τα θετικά και να αναμένει τα δυσάρεστα.

Και επειδή η αγορά σπάνια κάνει λάθος, είναι πασιφανές ότι το πρώτο, βασικότερο και πλέον καθοριστικό βαρίδι είναι η αβεβαιότητα όσον αφορά τις πολιτικές εξελίξεις σχετικά με την εκλογή Προέδρου, την πιθανότητα πρόωρων εκλογών και τη σοβαρή πιθανότητα να εισέλθουμε σε παρατεταμένη φάση ακυβερνησίας, ό,τι αυτό συνεπάγεται για την πρόοδο των μεταρρυθμίσεων για τις οποίες όχι μόνο έχουμε δεσμευθεί αλλά και από μόνοι μας θα έπρεπε να εφαρμόσουμε.

Δυστυχώς λοιπόν η πολιτικολογία επανήλθε για άλλη μία φορά πολύ πριν την ώρα της, βολεύοντας κάποιους αλλά κάνοντας τεράστιο κακό στην οικονομία και στους πολίτες της ταλαίπωρης αυτής χώρας.

Επιπλέον παράγοντες ανησυχίας είναι οι πιθανές κεφαλαιακές ανάγκες που θα προκύψουν για τις τράπεζες από τα stress tests του Οκτωβρίου, παρά το γεγονός ότι οι περισσότερες εκτιμήσεις θεωρούν ότι θα αντεπεξέλθουν ικανοποιητικά, αλλά και η δυστοκία που παρουσιάζουν ακόμη οι τράπεζες να χρηματοδοτήσουν την οικονομία.

Είναι προφανές λοιπόν ότι στην παρούσα φάση υπάρχουν σοβαροί λόγοι που δικαιολογούν το τέλμα όπου βρίσκεται η χρηματιστηριακή αγορά και μόνο όταν εκλείψουν θα μπορέσουμε να δούμε καλύτερες μέρες, τις οποίες και δικαιούμαστε.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v