Ένα ανάρμοστα έντονο ή απρεπές βλέμμα, ένα άσεμνο σεξουαλικό αστείο, ή και μια ανεπιθύμητη σωματική επαφή αποτελούν δείγματα βίας και παρενόχλησης που έχει υποστεί περισσότερο από το 30% του κόσμου της εργασίας στη χώρα μας.
Τα θύματα, είναι κατά κύριο λόγο γυναίκες, εργαζόμενες στον ιδιωτικό τομέα, σε επαγγέλματα όπως τα χρηματοπιστωτικά, η υγεία αλλά και οι υπηρεσίες, με προσωπικό άνω των 50 ατόμων, ηλικίας πάνω από 40 ετών.
Όσο για τους θύτες, είναι κυρίως άνδρες, συνάδελφοι, αφεντικά ή πελάτες.
Βέβαια, μόλις το 1,6% των θυμάτων προσέφυγε στις αρμόδιες Αρχές, όχι γιατί δεν υπάρχει το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο, κάθε άλλο η χώρα μας είναι από τις λίγες ευρωπαϊκές που έχει κυρώσει την Διεθνή Σύμβαση 190 για την σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας, αλλά γιατί είτε δεν τις εμπιστεύονται (27,2%) είτε δεν πιστεύουν ότι δεν θα γίνει κάτι ουσιαστικό (51,1%).
Παγκοσμίως, πάνω από ένας στους πέντε εργαζόμενους (22,8% ή 743 εκατομμύρια άτομα) έχει βιώσει βία και παρενόχληση στην εργασία, είτε σωματική, ψυχολογική είτε σεξουαλική, κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου, με την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ΔΟΕ) να επισημαίνει πως οι γυναίκες είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στη σεξουαλική βία και την παρενόχληση στην εργασία και οι άνδρες σε σωματική βία και παρενόχληση.
Μετά την κύρωση από την Ελλάδα της Σύμβασης 190 της ΔΟΕ, το 2022, το Ίδρυμα Friedrich-Ebert-Stiftung (FES) στην Αθήνα, σε συνεργασία με τη ΓΣΕΕ διεξήγαγαν μια ευρωπαϊκή έρευνα για τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας από τις 9 Ιουλίου έως τις 9 Σεπτεμβρίου 2024.
Να σημειωθεί εδώ, ότι η επιλογή του συγκεκριμένου διαστήματος, άφησε εκ των πραγμάτων (και χωρίς να υπάρχει η πρόθεση αυτή) ένα σημαντικό μέρος των εργαζόμενων, σε δύο μεγάλους κλάδους της Ελληνικής οικονομίας, τους εργαζόμενους σε επισιτισμό και τουρισμό, εκτός έρευνας, αφού βρίσκονταν σε φουλ σεζόν και δεν είχαν χρόνο να απαντήσουν στο ερωτηματολόγιο.
Ελλάδα: Απογοητευτικά αποτελέσματα
Και τα αποτελέσματα για την Ελλάδα, ήταν άκρως απογοητευτικά. Από τα 876 άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα, 31,4% (275 περιστατικά) δήλωσαν ότι είχαν πέσει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας.
Η συντριπτική πλειονότητα των θυμάτων είναι γυναίκες, σε ποσοστό 75,3%, το 21,1% άνδρες ενώ υπήρξε μόλις 1,5% των ατόμων που συμμετείχαν το οποίο δεν δήλωσε ταυτότητα φύλου, παρ’ ότι όπως επισημάνθηκε χθες, κατά την παρουσίαση της έρευνας, η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα αλλά και οι εργαζόμενοι στο σεξ, έχουν στους κόλπους τους κατ’ εξοχήν άτομα που πέφτουν συχνά θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία τους.
Η έρευνα έδειξε ότι το φαινόμενο κυριαρχεί στον ιδιωτικό τομέα (77,1%).
Τα θύματα
Τα περισσότερα θύματα που είχαν βιώσει ανεπιθύμητη συμπεριφορά στην τρέχουσα θέση εργασίας τους:
- Είχαν δεχθεί ανάρμοστα έντονα ή απρεπή βλέμματα που τους έκαναν να νιώσουν άβολα (65,5%).
- Το 46,2% είχε υποστεί άσεμνα σεξουαλικά αστεία ή προσβλητικά σχόλια για το σώμα τους ή την ιδιωτική τους ζωή.
- Το 32,4% είχε υποστεί ανεπιθύμητη σωματική επαφή, όπως μεγάλη εγγύτητα, άγγιγμα σε μέρη του σώματος, φιλιά/αγκαλιές ή κάτι άλλο.
- Το 20,7% αντιμετώπισε συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης στην εργασία που τους προκάλεσε αισθήματα προσβολής, ταπείνωσης ή φόβου.
- Το 17,5% δέχτηκε ανάρμοστες προτάσεις για ραντεβού.
- Το 12% υπέστη ανάρμοστες προτάσεις για σεξουαλική δραστηριότητα.
- Το 6,9% υπέστη ανάρμοστες προτάσεις σε ιστοσελίδες κοινωνικής δικτύωσης.
Οι θύτες
- Στο 49,4% των περιπτώσεων ο δράστης ήταν άνδρας συνάδελφος ή συνεργάτης .
- Στο 40,4% των περιπτώσεων άνδρας-αφεντικό ή προϊστάμενος/διοικητικός υπάλληλος.
- Περίπου το 27,1% των περιστατικών σχετιζόταν με άνδρα πελάτη, ασθενή ή επιβάτη.
Περίπου 62,5% ένιωσαν ότι το κίνητρο ήταν σεξουαλικής φύσης και το 41,1% δήλωσε ότι συνδεόταν με την ηλικία.
Όσο για τις συνέπειες, η έρευνα έδειξε ότι θα μπορούσαν να είναι σοβαρές για τα θύματα:
- 67,3% ένιωσαν άβολα στον χώρο εργασίας,
- 31,9% απέφευγαν τις κοινωνικές επαφές με συναδέλφους,
- 29,5% δυσκολεύονταν να συγκεντρωθούν ή να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους,
- 24,7% σκέφτηκαν να αποχωρήσουν από την εργασία τους , και
- 21,9% εκδήλωσαν κατάθλιψη ή άλλες δυσάρεστες ψυχολογικές συνέπειες.
Αντέδρασε μόνο το 1,6%
Ένα άκρως ενδιαφέρον αλλά και ανησυχητικό εύρημα της έρευνας αφορά την αντίδραση των θυμάτων στη σεξουαλική παρενόχληση:
- 38,2% απάντησαν ότι δεν αντέδρασαν καθόλου, ούτε έκαναν κάτι,
- και μόνο το 1,6% κατήγγειλε το περιστατικό στα αρμόδια θεσμικά όργανα, για παράδειγμα στον Συνήγορο του Πολίτη ή στην Επιθεώρηση Εργασίας. Στην πράξη, οι περισσότερες πράξεις παρενόχλησης δεν καταγγέλθηκαν στις Αρχές και, άρα, δεν καταγράφηκαν επισήμως.
Επιπλέον, μόνο το 3,6% υπέβαλε επίσημη καταγγελία σε ειδική μονάδα του χώρου εργασίας και μόνο το 5,2% το κατήγγειλε σε συνδικαλιστική οργάνωση.
Αυτά τα θύματα αιτιολόγησαν την απάντησή τους λέγοντας ότι:
- Δεν εμπιστεύονταν τα αρμόδια όργανα (27,2%),
- πιστεύοντας ότι «δεν θα έκαναν τίποτα» (51,1%),
- φοβούνταν ότι η καταγγελία θα επηρέαζε αρνητικά την εργασία τους, τη θέση τους ή τις προοπτικές επαγγελματικής εξέλιξής τους (37%).
Άλλωστε, το αποτέλεσμα, μάλλον δικαίωσε την απόφασή τους, αφού στις περιπτώσεις που οι συμμετέχοντες/-ουσες αντιπαρατέθηκαν με τον/τη δράστη ή ενημέρωσαν τα αρμόδια άτομα ή όργανα:
- το 45,7% απάντησε ότι δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα,
- το 27,5% δήλωσε ότι η παρενόχληση σταμάτησε,
- το 8,7% ότι ο ισχυρισμός διερευνήθηκε, και
- το 6,5% ότι ο/η δράστης μεταφέρθηκε σε άλλο τμήμα.
Από τις περιπτώσεις στις οποίες είχε υποβληθεί επίσημη καταγγελία, μόνο το 7,1% απάντησε ότι η καταγγελία τους βελτίωσε την κατάσταση, το 10% απάντησε ότι τίποτε δεν άλλαξε και το 6,4% ότι επιδείνωσε την κατάσταση.
Οι ευθύνες
Η έρευνα που παρουσιάστηκε χθες, ενόψει της σημερινής ημέρας προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων, φωτογραφίζει και τις πιθανές ευθύνες. Δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα άτομα που συμμετείχαν πιστεύουν ότι οι εργοδότες τους δεν έκαναν πολλά πράγματα για να εκπαιδεύσουν το εργατικό δυναμικό σχετικά με τη σεξουαλική παρενόχληση (58,3%), για να την αποτρέψουν (58,8%) ή για να την παρακολουθήσουν (60,4%) ή για να επιβάλουν κυρώσεις κατά της σεξουαλικής παρενόχλησης (52,5%).
Οι συμμετέχοντες/-ουσες θα ήθελαν:
- Επαγγελματική και νομική υποστήριξη για την καταγγελία βίας και παρενόχλησης (43,8%),
- ενημέρωση από τα αρμόδια θεσμικά όργανα ή πρόσωπα σχετικά με τις περαιτέρω ενέργειες σε περίπτωση σεξουαλικής παρενόχλησης (48,1%),
- προστασία από άλλη σεξουαλική παρενόχληση και αντίποινα (41,3%), και
- επαγγελματική βοήθεια για την κατανόηση των δικαιωμάτων τους (33,2%).
Από τους συμμετέχοντες ή συμμετέχουσες στην έρευνα:
- Περίπου 44,7% των θυμάτων απάντησαν ότι ήταν μέλη συνδικαλιστικών οργανώσεων (ή μέλη άλλου οργάνου εκπροσώπησης των εργαζομένων) όταν συνέβη η σεξουαλική παρενόχληση και το 46,2% ότι δεν ήταν.
- Περίπου το 78,9% δήλωσε ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θα πρέπει να απαιτήσουν την έκδοση κανονισμών σχετικά με τη σεξουαλική παρενόχληση στον χώρο εργασίας.
Ως προς τη θέση και τον ρόλο των συνδικάτων οι συμμετέχοντες/-ουσες υποστήριξαν:
- το 79,3% ότι θα πρέπει να στηρίζουν τους/τις θιγόμενους/-ες εργαζόμενους/-ες,
- το 75,6% ότι θα πρέπει να παρέχουν πληροφορίες σχετικά με τους ισχύοντες κανονισμούς,
- το 74,2% ότι θα πρέπει να αναφέρουν τη μη συμμόρφωση με τους κανονισμούς στην Επιθεώρηση Εργασίας,
- το 70,9% ότι θα πρέπει να διαπραγματευτούν και να συνάψουν συλλογική σύμβαση εργασίας που να καλύπτει τη σεξουαλική παρενόχληση,
- το 67,1% ότι θα πρέπει να παρακολουθούν τη συμμόρφωση με τους κανονισμούς και το 64,3% ότι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θα πρέπει να παρέχουν τακτικά εκπαίδευση.
Τι πρέπει να γίνει
Σύμφωνα με τους συμμετέχοντες χθες, στην παρουσίαση της μελέτης, έχει ζωτική σημασία να αξιολογήσει η Ελλάδα το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο και την εφαρμογή του για να μπορεί να προσφέρει στα θύματα μια ολοκληρωμένη προστασία και να αποτρέπει τη σεξουαλική παρενόχληση.
Αυτό, όπως επισημάνθηκες, απαιτεί θεσμικό τριμερή κοινωνικό διάλογο προκειμένου να υιοθετηθούν χωρίς καθυστέρηση τα μέτρα αποκατάστασης που είναι απαραίτητα για την καθιέρωση νομικής και διαδικαστικής ασφάλειας και διαφάνειας.
Τα μέτρα αυτά θα πρέπει να συμπληρωθούν από πολιτικές ευαισθητοποίησης σε όλη τη χώρα. Όπως χαρακτηριστικά επισήμαναν τα θύματα, υπάρχει σύγχυση σχετικά με την εξουσία και τις πολλαπλές συναφείς αρμοδιότητες των Αρχών σε θέματα προστασίας.
Οι τρεις ανεξάρτητες Αρχές είναι η Επιθεώρηση Εργασίας, ο Συνήγορος του Πολίτη και η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ) Αυτό τονίζει την ανάγκη για σαφή οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων των φορέων αυτών (τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα) και για συμμόρφωση.
Μεταξύ άλλων, διαπιστώνεται πως υπάρχει κίνδυνος αλληλοεπικαλύψεων αρμοδιοτήτων μεταξύ των Aρχών. Επιπρόσθετα, το εντυπωσιακά χαμηλό ποσοστό του 1,6% των θυμάτων που κατήγγειλαν περιστατικό στα αρμόδια θεσμικά όργανα, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη ή η Επιθεώρηση Εργασίας, και το 3,6% που υπέβαλε επίσημη καταγγελία στην αρμόδια μονάδα του χώρου εργασίας δείχνουν ότι πρέπει να καταβληθούν πολλές προσπάθειες για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη.
Πράγματι, το 26,9% των συμμετεχόντων/-ουσών δήλωσε ότι δεν εμπιστεύονται τα όργανα αυτά.