Σε μια δραματική προειδοποίηση προχώρησε ο καθηγητής Ψηφιακών Τηλεπικοινωνιακών Συστημάτων στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Καραγιαννίδης.
«Το επόμενο διάστημα και ενώ δεν θα υπάρχει σηματοδότηση -το έργο σηματοδότησης αναμένεται να τελειώσει τον Ιούλιο- θα κυκλοφορούν τρένα όπως προηγουμένως, με τέτοιες μεγάλες ταχύτητες στο δίκτυο; Την απάντηση θα τη δώσει η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων και η Πολιτεία. Η γνώμη μου είναι ότι αν δεν ολοκληρωθεί το δίκτυο (σ.σ. ολοκλήρωση έργου σηματοδότησης), αν είναι το δίκτυο ως έχει, εγώ δεν πρόκειται να ταξιδέψω, ούτε συστήνω σε κανέναν να ταξιδέψει», ανέφερε χαρακτηριστικά ο καθηγητής Ψηφιακών Τηλεπικοινωνιακών Συστημάτων στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Καραγιαννίδης, μιλώντας στην ΕΡΤ.
Ως προς το πόσος χρόνος χρειάζεται για να εκσυγχρονιστεί το δίκτυο, υπογράμμισε: «Αυτό που γνωρίζουμε εμείς αυτή τη στιγμή είναι ότι το έργο τηλεδιοίκησης σε όλο τον άξονα θα ολοκληρωθεί και θα παραδοθεί στο τέλος Ιουλίου. Τέλος πάντων, τον Αύγουστο. Aυτά τα συστήματα τα οποία έχει προμηθευτεί η ΕΡΓΟΣΕ ανήκουν σε ένα πανευρωπαϊκό πρότυπο, και βασίζονται σε πολύ αυστηρές προδιαγραφές. Από τότε και μετά το τρένο θα είναι ίσως το πιο ασφαλές μέσο μετακίνησης», πρόσθεσε.
«Όταν στηριζόμαστε μόνο στον σταθμάρχη μπορεί να συμβεί το ατύχημα το οποίο συνέβη»
Ερωτηθείς για το τι σημαίνει να κινείται ένα τρένο με 250 – 300 χλμ./ώρα και τι πρέπει να έχει λάβει κανείς υπόψιν ως δικλείδα ασφαλείας, υπογράμμισε: «Είναι αδιανόητο το 2023 να υπάρχουν συρμοί οι οποίοι κινούνται με μεγάλες ταχύτητες, πάνω από 150 χιλιόμετρα την ώρα, σε ένα δίκτυο τμήματα του οποίου δεν έχει έχει ελλιπή έως καθόλου σηματοδότηση. Δεν αναφέρομαι για τηλεδιοίκηση. Αναφέρομαι απλά και μόνο για σηματοδότηση. Αν υπήρχε, σίγουρα oι πιθανότητες αποφυγής της τραγωδίας ήταν πολύ μεγαλύτερες, με την έννοια ότι θα είχαν ενημερωθεί οι μηχανοδηγοί προκειμένου να σταματήσουν τα οχήματα».
Ο κ. Καραγιαννίδης πρόσθεσε: «Όταν στηριζόμαστε μόνο στον άνθρωπο, στον σταθμάρχη μπορεί να συμβεί το ατύχημα το οποίο συνέβη. Επομένως, αν δεν υπάρχει ένας εναλλακτικός τρόπος διασφάλισης αποφυγής του ατυχήματος, εγώ δεν θα έμπαινα στο τρένο», σημείωσε.
«Αν πάτε στην ιστοσελίδα της ΕΡΓΟΣΕ θα δείτε ότι από το 2014 έως σήμερα, έχουν υλοποιηθεί και ολοκληρωθεί σχεδόν όλα τα έργα σηματοδότησης τηλεδιοίκησης του δικτύου. Και εγώ χρησιμοποιούσα το τρένο και οι δικοί μου χρησιμοποιούσαν το τρένο. Δυστυχώς όμως τα συστήματα αυτά δεν λειτουργούν. Και πρόκειται για συστήματα που υπάρχουν τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ασία, στην Κίνα -όπου τα τρένα τρέχουν με πολύ μεγαλύτερες ταχύτητες- τα οποία έχουν εγκατασταθεί στη γραμμή και στους συρμούς, είναι από τα πιο προηγμένα», τόνισε.
«Αυτή τη στιγμή υπάρχει το δίκτυο από Τιθορέα για Δομοκό, υπάρχει ένα βασικό σύστημα σηματοδότησης και τηλεδιοίκησης, το οποίο λειτουργεί. Και είναι το μοναδικό τμήμα. Τα συστήματα αυτά, όταν αντιληφθούν ότι πρόκειται να συμβεί ατύχημα, για παράδειγμα, όταν αντιληφθούν ότι υπάρχουν τρένα τα οποία κινούνται αντίθετα στην ίδια γραμμή, αμέσως, είτε ειδοποιούν τους μηχανοδηγούς -προκειμένου να σταματήσουν τα τρένα- είτε -στα καινούργια συστήματα τα οποία πρόκειται να λειτουργήσουν- υπάρχει αυτόματη πέδηση», ανέφερε.
«Τα τρένα στην Ελλάδα, σε επίπεδο ασφαλείας, βρίσκονται ανά τμήματα στο 1960»
«Αυτή τη στιγμή υπάρχουν τμήματα του δικτύου τα οποία λειτουργούν με κανόνες ασφαλείας του προηγούμενου αιώνα, δηλαδή στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, του 1960 – 1970. Δηλαδή, ο σταθμάρχης έπαιρνε τηλέφωνο τον επόμενο σταθμάρχη και συνεννοούνταν μεταξύ τους για το αν θα αφήσουν ένα τρένο – και τα γράφανε πάνω στα χαρτιά. Έγραφαν τις εντολές στα χαρτιά», πρόσθεσε ο κ. Καραγιαννίδης.
«Είμαι βέβαιος ότι εσείς θα νομίζατε ότι τα τρένα τα βλέπει κάποιος σε μια κονσόλα και βλέπουμε ακριβώς που είναι κλπ. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Εγώ δεν γνώριζα. Αν το γνώριζα, δεν θα έμπαινα στο τρένο και δεν θα άφηνα και τους δικούς μου να μπουν. Αναφέρομαι σε θέματα ασφαλείας και όχι παντού, αλλά σε κάποια τμήματα. Για παράδειγμα, το τμήμα Πλατύ – Ειδομένη έχει από τα πιο προηγμένα συστήματα ασφαλείας».