Η αύξηση των κρουσμάτων, της θετικότητας, των επαναμολύνσεων, των νοσηλειών και των «σκληρών» δεικτών της πανδημίας, που καταγράφεται τις τελευταίες εβδομάδες, σχετίζεται με τα «απόνερα» των υποπαραλλαγών Όμικρον 4 και 5. Η σχετική ηπιότητα στην αύξηση της διασποράς οφείλεται εν πολλοίς και στο παρατεταμένο καλοκαίρι που δεν ευνοεί τη μετάδοση.
Η έλευση των νέων υποπαραλλαγών της Όμικρον 5, (BQ.1 και BQ 1.1), αναμένεται να σηματοδοτήσει την έναρξη ενός χειμερινού επιδημικού κύματος περί τα μέσα Νοεμβρίου, με αστάθμητο παράγοντα προς το παρόν την ΧΒΒ –υποπαραλλαγή της Όμικρον 2- που έκανε αισθητή την παρουσία της στην τελευταία ενημέρωση του Εθνικού Δικτύου Γονιδιωματικής Επιτήρησης.
Μιλώντας στο iatronet.gr, ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης, αναλύει τις προβλέψεις του μαθηματικού μοντέλου CORE για το επόμενο διάστημα, οι οποίες προς το παρόν δεν συνυπολογίζουν την ΧΒΒ. Κάνει την δυσοίωνη πρόβλεψη πως οι διασωληνωμένοι στις ΜΕΘ μπορεί να προσεγγίσουν ακόμα τις τους 450 τα Χριστούγεννα, αν δεν αλλάξουν τα δεδομένα στην πρόληψη της μετάδοσης και στην αύξηση του εμβολιασμού.
Από τα μέσα Νοεμβρίου
«Αυτές τις μέρες τρέχουμε το μοντέλο με την προσθήκη της ΧΒΒ ώστε να δούμε αν και πόσο μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα για τον χρόνο έναρξης και την ένταση του νέου κύματος. Η πρόβλεψη χωρίς την ΧΒΒ, δηλαδή με την BQ.1 και την BQ.1.1, δείχνει πως θα αρχίζαμε να βλέπουμε μια πιο γρήγορη αύξηση από τα μέσα Νοεμβρίου κι έπειτα», λέει και προσθέτει: «Το πόσο γρήγορα και πόσο ψηλά θα φτάσει εξαρτάται και από την ΧΒΒ, γιατί παρουσιάζει ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά διαφυγής ανοσίας, αν και έχει το καλό ότι είναι υποπαραλλαγή της Όμικρον 2, που χτυπάει κυρίως το ανώτερο αναπνευστικό. Φαίνεται ότι η επίδρασή της θα είναι μεγαλύτερη στην κορύφωση της καμπύλης».
Η επίπτωση στις νοσηλείες, σύμφωνα με την πρόβλεψη, θα φανεί αρκετά αργότερα. Εκτός από την συνήθη χρονική υστέρηση των «σκληρών» δεικτών σε σχέση με τη διασπορά, αυτό θα συμβεί και λόγω του ότι ο ιός στις νέες του μορφές «χτυπάει» κυρίως τους πιο ευπαθείς, οι οποίοι παίρνουν περισσότερα μέτρα προστασίας.
«Ναι μεν δεν κάνει συχνά σοβαρή νόσηση σε νεότερο και υγιή κόσμο, αλλά όταν η διασπορά αυξάνεται τόσο πολύ, αναγκαστικά θα έρθει σε επαφή και κάποιος που έχει ευπάθεια, όσο κι αν προσπαθεί να το αποφύγει», σημειώνει ο καθηγητής, ο οποίος προβλέπει πολύ σημαντική αύξηση στις ΜΕΘ στο τέλος του έτους.
«Στην εβδομάδα μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς προβλέπεται ότι οι κλίνες ΜΕΘ θα φτάσουν τις 450, πάνω από το όριο των 400 που σύμφωνα με τη μελέτη Τσιόδρα – Λύτρα σηματοδοτεί την αύξηση της θνητότητας», λέει και διευκρινίζει πως «όλα αυτά βασίζονται στο σενάριο ότι ως τότε δεν θα κάνουμε τίποτα: δεν θα φοράμε μάσκα, δεν θα αυξήσουμε τον εμβολιασμό. Ελπίζω να μη φτάσουμε εκεί».
Στις πιο νοσογόνες παραλλαγές πριν την Όμικρον, τα ποσοστά εμβολιασμού αυξάνονταν όταν υπήρχε μεγάλη διασπορά. Αυτό δεν είναι βέβαιο ότι θα επαναληφθεί, τόσο λόγω της κόπωσης ενός μέρους του πληθυσμού, όσο και λόγω της αντίληψης ότι ο ιός με την Όμικρον έχει γίνει πλέον ακίνδυνος.
Λάθος στρατηγική
Ο κ. Σαρηγιάννης διαπιστώνει μια στρατηγική που βασίζεται μόνο στην παρατήρηση των «σκληρών» δεικτών και διατυπώνει την διαφωνία του. «Είναι λάθος η λογική ότι αντιδρώ μόνο όταν δω ότι αυξάνονται οι κλίνες ΜΕΘ ή οι θάνατοι. Είναι σαν να μην πατάω φρένο αν δεν έρθω πρώτα σε επαφή με το φορτηγό που βλέπω να έρχεται», λέει και προσθέτει: «Όταν θα δούμε να αυξάνονται οι κλίνες ΜΕΘ και οι θάνατοι θα είναι πια αργά. Θα έχει γίνει αυτό που μας έχει οδηγήσει στην αύξηση, οπότε δεν μπορείς να κάνεις κάτι γι΄ αυτό, εκτός από το να το διαχειριστείς».
Αντί των πιο «σκληρών» δεικτών, προτείνει να λαμβάνεται υπόψη ένας ενδιάμεσος και πιο κρίσιμος κατά τον ίδιο δείκτης, αυτός των νοσηλειών. «Αν θες να αποφύγεις να σου συμβεί πρέπει να αντιδράσεις νωρίτερα. Οι νοσηλείες δεν είναι απλώς μια διασπορά, είναι μια διασπορά που έδωσε σοβαρή νόσηση, ικανή να σε στείλει στο νοσοκομείο. Θα ήταν χρήσιμο να συμβουλευόμαστε αυτόν τον δείκτη και να δρούμε αναλόγως», σημειώνει.
Ως ήπια μέτρα έγκαιρης παρέμβασης, όταν κρίνεται σκόπιμο, προτείνει την υποχρεωτική χρήση μάσκας σε εσωτερικούς χώρους με συνωστισμό (π.χ. στα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων), ο καθαρισμός του αέρα, η τηλεργασία σε ένα ενδεικτικό ποσοστό 15%, καθώς και η αύξηση των τεστ, με στόχο τόσο την καλύτερη επιτήρηση όσο και τον έλεγχο της διασποράς.