Κορωνοϊός: Πόσο απέχουμε από το εισπνεόμενο εμβόλιο

Οι νέες παραλλαγές και πόσο αποτελεσματικά είναι τα εμβόλια εξηγεί η αναπληρώτρια καθηγήτρια του ΑΠΘ Χρ. Σαρδέλη. Η λανθασμένη διαχείριση και οι μεγάλες προσδοκίες που δεν επαληθεύτηκαν.

Κορωνοϊός: Πόσο απέχουμε από το εισπνεόμενο εμβόλιο
  • του ανταποκριτή μας στη Θεσσαλονίκη, Βασίλη Ιγνατιάδη

Η ανάπτυξη των εμβολίων για τον κορωνοϊό αποτέλεσε μια θετική έκπληξη, ακόμα και για επιστήμονες της φαρμακολογίας, και μια εξέλιξη καθοριστική στη μάχη για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Όσο ο ιός εξελίσσεται σε νέες εκδοχές που όλο και περισσότερο διαφεύγουν της ανοσίας, χρειαζόμαστε ένα νέο επιστημονικό άλμα για τη δημιουργία ενός σκευάσματος που θα παρέχει αποστειρωτική ανοσία. Το εγχείρημα των εισπνεόμενων εμβολίων δεν φαίνεται να έχει προσώρας τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η αλλαγή της συμπεριφοράς του ιού σε πιο μεταδοτικές αλλά και λιγότερο επικίνδυνες παραλλαγές δίνει τον απαραίτητο χρόνο για τον έλεγχο της κατάστασης, μέχρι την επίτευξη του στόχου.

Τα παραπάνω επισημαίνει στο iatronet.gr η αναπληρώτρια καθηγήτρια Φαρμακολογίας - Κλινικής Φαρμακολογίας στο ΑΠΘ, μαιευτήρας - γυναικολόγος, Χρυσάνθη Σαρδέλη. Εντοπίζει λάθη και παραλείψεις στη χάραξη της εμβολιαστικής πολιτικής, που έχει ως αποτέλεσμα το μικρό ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης των ευπαθών ομάδων με την αναμνηστική δόση. Συνιστά τον εμβολιασμό αυτών των ομάδων, τόσο για τη γρίπη όσο και για τον κορωνοϊό, αλλά και τη μη στοχοποίηση όσων είναι επιφυλακτικοί.

Αποτύχαμε στην επικοινωνία κινδύνου

«Τα εμβόλια για την Covid ήταν μια απαραίτητη για την επιβίωσή μας έκπληξη, η οποία βεβαίως είχε μια συγκεκριμένη αποτελεσματικότητα», σημειώνει και προσθέτει: «Ακόμα και αν δεχτούμε ότι η αποτελεσματικότητα φθίνει μετά από 2 ως 4 μήνες και πέφτει από 95% γύρω στο 67%, ήταν κρίσιμα για να μας προστατεύσουν την ώρα που τα χρειαζόμασταν».

Σύμφωνα με την κα Σαρδέλη, η λανθασμένη διαχείριση στη συνέχεια δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες που δεν επαληθεύτηκαν. «Δεν προστατεύουν από τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο, αλλά δίνουν μια διέγερση του ανοσιακού μηχανισμού, η οποία μας είναι χρήσιμη όταν ερχόμαστε σε επαφή με τον ιό, ειδικά για τις ευάλωτες ομάδες ή τους ηλικιωμένους», εξηγεί και συμπληρώνει: «Το πρόβλημα είναι ότι δεν αποτέλεσαν πανάκεια. Αυτό ήταν ένα θέμα το οποίο δεν επικοινωνήθηκε σωστά. Υπήρχε ένας σκεπτικισμός, τον οποίο δεν διαχειριστήκαμε με τον σωστό τρόπο. Η επικοινωνία του κινδύνου από κάτι έναντι του οφέλους είναι μια ξεχωριστή επιστήμη κι εδώ είναι που αποτύχαμε».

«Ιερό δισκοπότηρο» τα εισπνεόμενα εμβόλια

Η αν. καθηγήτρια θεωρεί δεδομένο πως οι αναδυόμενες νέες παραλλαγές θα διαφεύγουν περισσότερο της ανοσίας, αλλά είναι καθησυχαστική ως προς το ενδεχόμενο να προκαλέσουν υγειονομική κρίση στο μέγεθος που προκάλεσαν αυτές πριν από την Όμικρον. Υποστηρίζει πως παρά την όχι ικανοποιητική βελτίωση της προστασίας με τα επικαιροποιημένα εμβόλια, η ανοσιακή μνήμη που αποκτήθηκε ήδη παρέχει αρκετά μακροπρόθεσμη προστασία.

Απαντώντας στην ερώτηση αν χρειαζόμαστε καλύτερα εμβόλια, σημειώνει πως «θα χρειαστεί ίσως ένα καινούργιο επιστημονικό άλμα για τη δημιουργία αποστειρωτικού εμβολίου», παρατηρώντας, ωστόσο πως δεν είμαστε ακόμα εκεί.

«Η χορήγηση εμβολίων δια της εισπνοής, ειδικά όταν πρόκειται για ιούς του αναπνευστικού, είναι το ‘ιερό δισκοπότηρο’, για πολλούς λόγους: είναι ευκολότερη η χορήγηση, λιγότερο επεμβατική, από πλευράς φαρμακοτεχνίας είναι κάτι πάρα πολύ ελκυστικό», υπογραμμίζει, διευκρινίζοντας όμως ότι δεν είναι βέβαιο ότι κάτι τέτοιο μπορεί να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο, χωρίς να αλλάξει η ίδια η τεχνολογία του εμβολίου.

«Έχουμε δημιουργήσει ένα προϊόν που βασιζόταν σε νανοσωματίδια με ένα συγκεκριμένο τρόπο και με χορήγηση μέσω του μυ και φάνηκε ότι εκεί λειτουργεί. Το να πάμε στο αναπνευστικό, σε άλλον ιστό, μέσω βλεννογόνων και να κινητοποιήσουμε την ίδια ανοσιακή απάντηση δεν είναι βέβαιο ότι θα πετύχει. Νομίζω ότι δεν είμαστε ακόμα στη φάση της επιτυχίας, αλλά πρέπει να συνεχίσουμε σε αυτή την κατεύθυνση», σημειώνει, παραπέμποντας και στο παράδειγμα της εισπνεόμενης ινσουλίνης, η οποία κυκλοφόρησε, αλλά φάνηκε πως η πρόσληψη δεν γίνεται το ίδιο αποτελεσματικά.

Εμβολιασμός ηλικιωμένων και ευάλωτων

Η κ. Σαρδέλη παρατηρεί πως είναι ανεπαρκές το ποσοστό εμβολιασμού με την ενισχυτική δόση των ηλικιωμένων και ευάλωτων ομάδων. «Το 22% είναι πολύ χαμηλό. Συνήθως θέλουμε να πηγαίνουμε σε νούμερα πάνω από 70% -βέβαια εξαρτάται από τον παθογόνο παράγοντα- για να θεωρήσουμε ότι έχουμε ικανοποιητική ανοσία», αναφέρει.

Επισημαίνει πως είναι απαραίτητος ο εμβολιασμός των συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού, τόσο για τη γρίπη όσο και για τον κορωνοϊό, με το επικαιροποιημένο ή το παλιότερο εμβόλιο, σε χρονικό διάστημα τουλάχιστον 4 μηνών από την προηγούμενη δόση ή από τη νόσηση, για να προσθέσει:

«Όμως και αυτούς που δεν θέλουν να εμβολιαστούν ή αισθάνονται μια κόπωση, να μην τους αντιμετωπίζουμε σαν παρίες. Αν κάποιος έχει αμφιβολία ή χρειάζεται κάποιες επιπλέον πληροφορίες, μπορεί να συνεννοηθεί με τον προσωπικό του γιατρό. Για κάποιους από μας μπορεί να είναι επαρκές το διάστημα αναμονής των 6 ή των 8 μηνών, ή να περιμένουμε κάτι άλλο. Επίσης, κάποιοι οι οποίοι έχουν νοσήσει θα πρέπει να σκεφτούν ποιο είναι το κατάλληλο διάστημα».

Γρίπη

Αναφερόμενη στις ενδείξεις για έξαρση γρίπης τον ερχόμενο χειμώνα, κάνει λόγο για μια ανησυχία που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη μας, αλλά εμφανίζεται καθησυχαστική. «Χαίρομαι που βλέπω πως είναι ελάχιστες οι ασθενείς μου που αρνούνται να εμβολιαστούν για τη γρίπη ενώ είναι έγκυες και οι περισσότεροι από τις ευπαθείς ομάδες έχουν πειστεί επίσης. Είμαι πάρα πολύ αισιόδοξη ότι είμαστε σε πολύ καλό δρόμο», λέει και καταλήγει: «Αν κινδυνεύουμε από κάτι θεωρώ ότι θα οφείλεται κυρίως στην υποστελέχωση και την κόπωση που έχει το προσωπικό στα νοσοκομεία και λιγότερο στις παθήσεις που θα αντιμετωπίσουμε».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v