Το επιχείρημα πως η Ελλάδα έχει διαφορετικό σύστημα καταγραφής θανάτων από κορωνοϊό δεν είναι επαρκές για να δικαιολογήσει τον πολύ μεγαλύτερο αριθμό απωλειών σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης. Αυτό υποστηρίζει στη συνέντευξή του στο iatronet.gr ο ομότιμος καθηγητής πνευμονολογίας – λοιμωξιολογίας στο ΑΠΘ, Ιωάννης Κιουμής, επισημαίνοντας πως το ζήτημα παραμένει ανοιχτό και πρέπει να δοθούν οι κατάλληλες απαντήσεις, αφού πρώτα μελετηθεί σε βάθος.
«Οι θάνατοι στην Ελλάδα είναι αρκετά περισσότεροι από όσους θα έπρεπε να είναι, αν κοιτάξουμε τι γίνεται και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το επιχείρημα που χρησιμοποιείται ότι δεν υπολογίζονται οι θάνατοι με τον ίδιο τρόπο σε πολλές χώρες, δεν είναι απολύτως ικανοποιητικό, γιατί υπάρχουν χώρες που υπολογίζουν τους θανάτους με τον δικό μας τρόπο και αν καθίσει κανείς να κάνει τη σύγκριση θα διαπιστώσει ότι και πάλι υστερούμε», τονίζει ο καθηγητής για να προσθέσει: «Κι αν κι αυτό δεν πείθει, τότε μπορεί να δει κανείς ξανά τη μελέτη του καθηγητή κ. Τσιόδρα σε συνεργασία με τον καθηγητή κ. Λύτρα, που έδειξε ότι η θνητότητα από τη νόσο διαφέρει ανάλογα με το αν βρίσκεσαι στην Αθήνα ή σε κάποια άλλη ελληνική πόλη. Μιλάμε πάντα για τον ίδιο ιό και για την ίδια ακριβώς μέτρηση της θνητότητας. Άρα λοιπόν υπάρχουν θέματα τα οποία είναι ανοιχτά, οφείλουν να μελετηθούν και θα πρέπει να υπάρξουν οι κατάλληλες απαντήσεις».
Χρειαζόμαστε ετήσιο εμβόλιο
Ο κ. Κιουμής εκτιμά πως ο αριθμός των θανάτων από Covid-19 θα μειωθεί το επόμενο διάστημα, ακολουθώντας τους υπόλοιπους δείκτες (αριθμός κρουσμάτων, νοσηλειών, διασωληνωμένων) και θεωρεί πως η επιδημιολογική εικόνα επιτρέπει την άρση των περιορισμών για το καλοκαίρι.
Σε ό,τι αφορά το φθινόπωρο, δεν κρύβει την ανησυχία του για ενδεχόμενο πισωγύρισμα, αν δεν έχει κυκλοφορήσει ως τότε το επικαιροποιημένο εμβόλιο, που θα παρέχει προστασία από τις νέες μεταλλάξεις και κυρίως μεγαλύτερη διάρκεια.
«Όταν ένα εμβολιαστικό σχήμα περιλαμβάνει συνεχείς δόσεις με μεσοδιάστημα τριών ή τεσσάρων μηνών, αυτό είναι φανερό ότι δεν μπορεί να προχωρήσει πάρα πολύ. Από δόση σε δόση η συμμόρφωση του κόσμου στον εμβολιασμό πέφτει, εξαιτίας του γεγονότος ότι είναι μια συνεχής ταλαιπωρία», σημειώνει, προσθέτοντας πως αν αυτό συνδυαστεί με μια χαμηλή παρουσία του ιού στην κοινότητα, πολλοί θα κρίνουν ότι δεν χρειάζονται την επόμενη δόση, κι αυτό είναι ένα πρόβλημα.
«Χρειάζεται να φτάσουμε με την εμβολιαστική κάλυψη στο μεγαλύτερο δυνατό επίπεδο μέχρι το φθινόπωρο –τα άτομα με συννοσηρότητες και οι μεγάλης ηλικίας πρέπει να κάνουν ως τότε την τέταρτη δόση παρά την ταλαιπωρία γιατί αλλιώς κινδυνεύει η ζωή τους- ώσπου το φθινόπωρο θα φτάσουμε να ελπίζουμε στο νέο εμβόλιο», αναφέρει. Αυτό θα είναι επικαιροποιημένο ώστε να καλύπτει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τις νεότερες μεταλλάξεις και το ευκταίο είναι να έχει μεγαλύτερη διάρκεια προστασίας, που κατά την άποψη του καθηγητή δεν πρέπει να είναι μικρότερη του ενός έτους, ώστε να εισέλθουμε σε μια κατάσταση που θα μοιάζει με αυτή της γρίπης.
Διαφορετικά, όπως εκτιμά, «υπάρχει ένας κίνδυνος πισωγυρίσματος, καθώς ένα μέρος του πληθυσμού θα χάνει μέρα με την ημέρα την προστασία». Αυτό βέβαια, όπως διευκρινίζει, θα εξαρτηθεί και από την εξέλιξη του κορωνοϊού. Αν εξελιχθεί σε κάτι που θα μοιάζει με τους κορωνοϊούς που γνωρίζουμε εδώ και χρόνια, προκαλώντας ως και το 30% των κοινών κρυολογημάτων, δεν θα υπάρξει λόγος ανησυχίας. Τα πράγματα θα αλλάξουν όμως, αν προκύψει μια περισσότερο νοσογόνος παραλλαγή. «Ένα μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού –υπολογίζεται γύρω στο 37%- δεν έχει εμβολιαστεί καθόλου. Άρα υπάρχει εν δυνάμει ένα εργοστάσιο παραγωγής μεταλλάξεων και δεν ξέρουμε αν μια μετάλλαξη από αυτές που παράγονται διαρκώς από τον κορωνοϊό δεν θα κάνει έναν συνδυασμό ιδιαίτερα επικίνδυνο: δηλαδή να έχει και εύκολη μετάδοση και να προκαλεί υψηλής βαρύτητας νόσο. Όσο υπάρχει αυτή η πιθανότητα τόσο μένουμε ανήσυχοι», επισημαίνει.
Καμία ένδειξη για νέα μετάλλαξη στη Σαγκάη
Σχολιάζοντας τα γεγονότα στη Σαγκάη, ο καθηγητής κάνει λόγο για μη αποδεκτή σκληρότητα για ένα στέλεχος όπως η Όμικρον 2 που έχει περιορισμένη θνητότητα.
Σε ερώτηση αν θεωρεί ως βάσιμη την ανησυχία για πιθανό εντοπισμό κάποιας μετάλλαξης που ο υπόλοιπος κόσμος θα μάθει αργότερα, απαντά πως δεν υπάρχει καμία ένδειξη για κάτι τέτοιο και αν υπήρχε θα είχε γίνει ήδη φανερή. «Νομίζω πως αυτό που συμβαίνει στην Κίνα –όπως ειπώθηκε επισήμως και εγώ προσωπικά το αποδέχομαι- είναι πως ένα τεράστιο μέρος του πληθυσμού, σχεδόν το σύνολο, δεν έχει ανοσία και είναι ευάλωτο γιατί το εμβόλιο που χρησιμοποιήθηκε δεν είχε πολύ υψηλή αποτελεσματικότητα», λέει και καταλήγει: «Άρα είναι ένας πληθυσμός πάρα πολύ δεκτικός, επίνοσος σύμφωνα με τον όρο που χρησιμοποιούμε στην ιατρική, και για το λόγο αυτό φοβάται η κυβέρνηση της Κίνας ότι αν ξεφύγει η κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάρρευση όχι μόνο του υγειονομικού συστήματος, αλλά ακόμα και του οικονομικού συστήματος».