Αντιμέτωπος με ένα κρίσιμο θέμα που αφορά τους εμβολιασμούς κατά της Covid-19, βρίσκεται ο κυβερνητικός μηχανισμός. Οι ανάγκες χορήγησης τρίτης δόσης είναι πραγματικά τεράστιες, την ώρα που η ζήτηση υστερεί σημαντικά.
Ο ημερήσιος ρυθμός εμβολιασμού με αναμνηστική δόση είναι κάτω από 20.000, τα Σάββατα ξεπερνά τις 10.000, ενώ τις Κυριακές περιορίζεται σε μερικές δεκάδες. Με αυτό το δεδομένο, δεν ξεπερνά τις 400.000 δόσεις τον μήνα.
Στο τέλος Οκτωβρίου, συμπλήρωσαν έξι μήνες από τον πλήρη εμβολιασμό τους 944.123 Έλληνες. Από αυτούς, έχουν λάβει την τρίτη δόση 411.424 άτομα. Για να καλυφθεί το σύνολο όσων είχαν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους έως το τέλος Απριλίου, θα πρέπει να εμβολιαστούν άμεσα σχεδόν 500.000 πολίτες.
Είναι προφανές πως, με τη σημερινή ζήτηση, αυτό δεν πρόκειται να υλοποιηθεί. Από τον Δεκέμβριο, μάλιστα, η κατάσταση γίνεται πολύ πιο δύσκολη, καθώς συμπληρώνονται έξι μήνες από τη λήψη της δεύτερης δόσης για 1.114.164 πολίτες. Ο αριθμός αυτός θα πρέπει να αθροιστεί στο υπόλοιπο όσων δεν θα λάβουν την τρίτη δόση κατά τον τρέχοντα μήνα.
Με βάση τα εμβολιαστικά δεδομένα, η χώρα μας πρέπει να χορηγήσει - έως τον Μάρτιο - 6,3 εκατομμύρια τρίτες δόσεις σε ισάριθμους πολίτες οι οποίοι εμβολιάστηκαν πλήρως έως και τον περασμένο Οκτώβριο. Το εγχείρημα φαντάζει δύσκολα επιτεύξιμο για δύο λόγους: ο ένας είναι το αν θα υπάρξει ζήτηση για αναμνηστική δόση και ο δεύτερος εάν τα εμβολιαστικά κέντρα επαρκούν να την καλύψουν...
Μείωση προστασίας
Όσο η Κυβέρνηση ακόμη συζητεί το εάν η τρίτη δόση θα γίνει υποχρεωτική (η πλατφόρμα για τους άνω των 60 ετών και υγειονομικούς, άνοιξε στις 30 Σεπτεμβρίου) και για τους άνω των 50 ετών, στις 5 Νοεμβρίου, η πανδημία επελαύνει, απειλώντας πλέον και τον πληθυσμό των πλήρως εμβολιασμένων. Η χορήγησή της αναμένεται να κρίνει το εάν θα μπορέσει το Εθνικό Σύστημα Υγείας να καλύψει τις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες νοσηλείας.
Τα επιστημονικά δεδομένα αναδεικνύουν την κάμψη της προστασίας του εμβολιασμού έπειτα από έξι μήνες. Σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας Θάνο Πλεύρη, το θέμα έχει ήδη συζητηθεί στην άτυπη σύσκεψη των Ευρωπαίων υπουργών Υγείας, τον περασμένο Οκτώβριο. Ο κ. Πλεύρης άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο υποχρεωτικότητας της τρίτης δόσης, προκειμένου να παραμένει σε ισχύ το πιστοποιητικό εμβολιασμού.
Το πόσο μειώνεται η προστασία, προκύπτει και από τα στοιχεία των διασωληνωμένων στις ελληνικές ΜΕΘ. Τους τελευταίους δύο μήνες έχει υπερδιπλασιαστεί το ποσοστό των πλήρως εμβολιασμένων, οι οποίοι νοσηλεύονται διασωληνωμένοι με Covid-19.
Διεθνείς μελέτες
Τα ποσοστά μείωσης της προστασίας, με την πάροδο των μηνών, έχουν καταδειχθεί με πρόσφατες επιστημονικές αναλύσεις. Μελέτη Ισραηλινών επιστημόνων, η οποία δημοσιεύτηκε στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό The Lancet, αποκαλύπτει τα εξής:
Η προστασία της τρίτης δόσης με το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech για εισαγωγή σε νοσοκομείο είναι της τάξης του 93%, υπερέχοντας σημαντικά των δύο δόσεων (231 εισαγωγές με δύο δόσεις και μόλις 29 με τρεις δόσεις). Η προστασία από σοβαρή νόσηση είναι της τάξης του 92% (157 περιπτώσεις έναντι 17) και για θάνατο 81% (44 έναντι 7 περιπτώσεων).
Μελέτη που δημοσιοποίησε η Pfizer, έδειξε σημαντική μείωση της προστασίας, η οποία αποκαθίσταται με την αναμνηστική δόση.
Μελέτη που έγινε στο Ισραήλ έδειξε πως ο ρυθμός των σοβαρών λοιμώξεων Covid-19 μεταξύ των ατόμων 60 ετών και άνω που ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τον Ιανουάριο ήταν τον Ιούλιο 1,8 φορές υψηλότερος συγκριτικά με όσους ολοκλήρωσαν τον εμβολιασμό τον Μάρτιο.
Παρόμοια είναι τα ευρήματα μελέτης που έγινε στις ΗΠΑ και δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό "Science". Διαπιστώθηκε ότι σε οκτώ μήνες, η μέση προστασία των mRNA εμβολίων (Pfizer/BioNTech και Moderna) έναντι λοίμωξης από κορωνοϊό είχε υποχωρήσει από το 88% στο 48%. Η μείωση προστασίας έναντι λοίμωξυς ήταν μεγαλύτερη για το εμβόλιο της Johnson & Johnson (από 86,4% σε 13,1%), ενώ οι αντίστοιχες μειώσεις ήταν από 86,9% σε 43,3% για το εμβόλιο Pfizer/BioNTech και από 89,2% σε 58% για εκείνο της Moderna.
Στην ίδια μελέτη, ωστόσο, επισημαίνεται πως και τα τρία εμβόλια (ιδίως εκείνα των δύο δόσεων) συνεχίζουν να παρέχουν υψηλή προστασία έναντι της βαριάς Covid-19 και του κινδύνου θανάτου, ιδίως στα άτομα έως 65 ετών, αλλά και για τις ηλικίες άνω των 65 ετών.
ΠΗΓΗ:www.iatronet.gr