Αρνητική κριτική εισπράττει για άλλη μία φορά η χώρα μας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναφορικά με τις συνθήκες αλλά και τον τρόπο που λειτουργεί η Δικαιοσύνη.
Σημεία αιχμής αποτελούν πάλι ο βαθμός ανεξαρτησίας της, ο τρόπος επιλογής των ηγεσιών των Ανώτατων Δικαστηρίων και η καθυστέρηση απονομής της Δικαιοσύνης. Στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2020 υπογραμμίζεται ότι «το επίπεδο της εκλαμβανόμενης ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης είναι μέτριο» με το 53% του ευρέος κοινού να θεωρεί ότι η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι αρκετά καλή και πολύ καλή, «ποσοστό που τα τελευταία χρόνια βαίνει μειούμενο».
Ενστάσεις όμως διατυπώνονται και για τον τρόπο επιλογής των ηγεσιών των Ανώτατων Δικαστηρίων από το υπουργικό συμβούλιο, καθώς παρότι «έχει ασκήσει κριτική η ομάδα χωρών κατά της διαφθοράς (GRECO) του Συμβουλίου της Ευρώπης, μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν έχει τροποποιήσει το σχετικό πλαίσιο». Ο λόγος είναι ότι ο τρόπος διορισμού στις εν λόγω θέσεις δικαστικών λειτουργών προβλέπεται στο Σύνταγμα και τυχόν αλλαγή του θα απαιτούσε συνταγματική αναθεώρηση.
Απονομή της Δικαιοσύνης
Η ευρωπαϊκή έκθεση υπογραμμίζει ότι «το σύστημα απονομής δικαιοσύνης της Ελλάδας εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρές προκλήσεις όσον αφορά τη συνολική του αποδοτικότητα», κάτι που σημαίνει ότι «η Ελλάδα αντιμετωπίζει σαφή κίνδυνο δημιουργίας νέων συσσωρευμένων υποθέσεων». Επισημαίνεται ωστόσο ότι η έκθεση αναφέρεται σε στατιστικά στοιχεία της διετίας 2017 και 2018 για τον χρόνο εκδίκασης.
«Οι στατιστικές για τη δικαιοσύνη δείχνουν ότι ιδίως το σύστημα των πολιτικών δικαστηρίων εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις όσον αφορά την αποδοτικότητά του, καθώς ο χρόνος που απαιτείται για την εκδίκαση των αστικών και των εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας σε πρώτο βαθμό αυξήθηκε εκ νέου (559 ημέρες το 2018 σε σύγκριση με 479 ημέρες το 2017).
Επιπλέον, η παραγωγικότητα των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων μειώνεται όσον αφορά το ποσοστό διεκπεραίωσης των αστικών και εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (86,3 % το 2018 σε σύγκριση με 96,0 % το 2017), γεγονός που σημαίνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει σαφή κίνδυνο δημιουργίας νέων συσσωρευμένων υποθέσεων. Τα ενδιαφερόμενα μέρη προσδιόρισαν μια σειρά από διαδικαστικές προκλήσεις, στην αντιμετώπιση των οποίων αποσκοπούσε ο μεταρρυθμισμένος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, αλλά οι οποίες εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι σήμερα.
Για παράδειγμα, οι προκλήσεις αυτές αφορούν τη διάρκεια των αστικών και εμπορικών υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας ή των διαδικασιών εκτέλεσης. Εκπονείται έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και έχουν ήδη διατυπωθεί ορισμένες συστάσεις.
Αντίθετα, τα Διοικητικά Δικαστήρια εξακολουθούν να βελτιώνουν τις επιδόσεις του, διατηρώντας υψηλό ποσοστό επίλυσης (163,5 % το 2018), μειώνοντας τον χρόνο που απαιτείται για την επίλυση των διοικητικών διαφορών σε πρώτο βαθμό και περιορίζοντας τις υφιστάμενες συσσωρευμένες υποθέσεις με την επίλυση υψηλότερου αριθμού υποθέσεων σε σχέση με τον αριθμό των εισερχόμενων υποθέσεων.
Ωστόσο, τόσο ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση των διοικητικών υποθέσεων σε πρώτο βαθμό (601 ημέρες το 2018) όσο και ο αριθμός των εκκρεμών υποθέσεων παραμένουν συγκριτικά υψηλοί».
Διαφθορά
Αναφορικά με το φαινόμενο της διαφθοράς και τα ποινικά αδικήματα που τη συνθέτουν, η έκθεση αναφέρει:
«Πραγματοποιήθηκε πρόσφατη αναθεώρηση της ποινικής νομοθεσίας και σχεδιάζονται ορισμένες περαιτέρω τροποποιήσεις. Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα προέβη σε σειρά ενεργειών για την αναθεώρηση του νομοθετικού πλαισίου της για την καταπολέμηση της διαφθοράς, την ποινικοποίηση πράξεων διαφθοράς και την επιβολή αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων.
Τον Νοέμβριο του 2019 καταργήθηκαν τροποποιήσεις που ψηφίστηκαν τον Ιούνιο του 2019, με τις οποίες το αδίκημα της ενεργητικής δωροδοκίας είχε υποβαθμιστεί σε πλημμέλημα και είχαν μειωθεί οι σχετικές κυρώσεις. Η κατάργηση αυτή ήρθε σε συνέχεια ανησυχιών που εκφράστηκαν από την ομάδα χωρών κατά της διαφθοράς (GRECO) και τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που εξέδωσαν επίσης σειρά σχετικών συστάσεων.
Ωστόσο, λόγω της αρχής της lex mitior, που εφαρμόζεται στο ελληνικό ποινικό δίκαιο, ορισμένες εκκρεμείς υποθέσεις θα επηρεαστούν λόγω της σύντμησης του χρόνου παραγραφής ή λόγω των ηπιότερων ποινών».
Σε άλλο σημείο, η έκθεση αναφέρει: «Όσον αφορά τους πόρους, οι γενικές δαπάνες της κυβέρνησης για το σύστημα απονομής δικαιοσύνης φαίνεται ότι καλύπτουν σχεδόν αποκλειστικά τους μισθούς και τα ημερομίσθια».
Δημοσιογράφοι
Αναφορά γίνεται στην έκθεση στα ΜΜΕ και ειδικά για τους δημοσιογράφους, την ΕΣΗΕΑ και τις άλλες δημοσιογραφικές Ενώσεις. Συγκεκριμένα, αναφέρει:
«Οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζουν προκλήσεις όσον αφορά τις συνθήκες εργασίας και την ασφάλειά τους. Οι συνθήκες εργασίας παραμένουν προβληματικές και οι δημοσιογράφοι εξακολουθούν να υφίστανται επιθέσεις και απειλές κατά της σωματικής τους ακεραιότητας. Στο πρόσφατο παρελθόν αναφέρθηκαν αρκετές επιθέσεις κατά δημοσιογράφων. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελευθερίας του Τύπου και των Μέσων Ενημέρωσης επισημαίνει ότι, με λίγες εξαιρέσεις, η κύρια απειλή για την ασφάλεια των δημοσιογράφων στην Ελλάδα προέρχεται από ακροδεξιούς εξτρεμιστές. Το 2019 και το 2020, η πλατφόρμα του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προώθηση της προστασίας της δημοσιογραφίας και της ασφάλειας των δημοσιογράφων και η πλατφόρμα Mapping Media Freedom (χαρτογράφηση της ελευθερίας των μέσων μαζικής επικοινωνίας) δημοσίευσαν εννέα προειδοποιήσεις που συνδέονται με εκστρατείες δυσφήμισης κατά δημοσιογράφων, με επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων που κάλυπταν μεταναστευτικά και προσφυγικά θέματα και με την κρατική χρηματοδότηση προς μέσα μαζικής επικοινωνίας στο πλαίσιο της Covid-19.
Οι συνδικαλιστικές ενώσεις των δημοσιογράφων στην Ελλάδα παρέχουν νομική συνδρομή, περιορισμένη χρηματοδοτική στήριξη και κατάρτιση για τους δημοσιογράφους».