Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις αλλά και οι ειδικοί επιστημονικοί τους σύμβουλοι πονοκεφαλιάζουν χωρίς τέλος, αυτές τις μέρες, για το πώς και το πότε θα βάλουν τέλος στα lockdown.
Διότι οι αποφάσεις αυτές μπορεί να αποδειχτούν πολύ πιο δύσκολες -και επικίνδυνες- πολιτικά αλλά και κοινωνικά, ακόμη και οικονομικά, από εκείνες που οδήγησαν στo παγκόσμιο «Mένουμε Σπίτι», που όπως δείχνουν τα στοιχεία κατάφερε να περιορίσει την πανδημία. Διότι ούτε ξεκάθαρη «στρατηγική εξόδου» υφίσταται, ούτε υπάρχει προηγούμενο, εμπειρία από το παρελθόν και εγνωσμένες βέλτιστες πρακτικές.
Το μεγάλο πρόβλημα, παντού, είναι ότι προς το παρόν, πολλά στοιχεία για την πανδημία του κορωνοϊού παραμένουν είτε άγνωστα είτε, στην καλύτερη περίπτωση, «θολά» για την επιστήμη. Ακόμη και σήμερα, δεν ξέρουμε αν όσοι κόλλησαν έχουν αποκτήσει ανοσία ή κάποιοι μπορεί να ξανακολλήσουν, πόσοι παθόντες έχουν όντως αποκτήσει αντισώματα ή πόσο μεγάλο ρόλο στη διάδοση παίζουν οι ασυμπτωματικοί.
Πρακτικά, ακόμη δεν γνωρίζουμε καν πόσο μεγάλη είναι η θνησιμότητα του ιού, ακριβώς διότι σε καμία χώρα δεν έχουν προλάβει να γίνουν εμπεριστατωμένες έρευνες.
Θνησιμότητα από CoViD-19 στην Ευρώπη
(ανά 100.000 κατοίκους)
Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι ότι καμιά μέθοδος δεν μπορεί να εφαρμοστεί «καρμπόν» από χώρα σε χώρα. Μέτρα που μπορεί να μη φέρουν αναζωπύρωση της πανδημίας στην αραιοκατοικημένη Σουηδία, με το 50% των νοικοκυριών να έχουν ένα άτομο, μάλλον δεν θα έχουν το ίδιο αποτέλεσμα στην πυκνοκατοικημένη Αθήνα, με τους στενούς κοινωνικούς και οικογενειακούς δεσμούς.
Ακόμη και στο θέμα των σχολείων, είναι εντελώς διαφορετικό να ξανανοίξουν οι αίθουσες διδασκαλίας με τα μισά ή και λιγότερα άτομα, με πρωινή και απογευματινή λειτουργία, με χωριστούς χώρους διαλείμματος και με αυστηρή τήρηση των μέτρων υγιεινής, ανάλογα με τις υποδομές, το προσωπικό και την «κουλτούρα» πειθαρχίας που έχει η κάθε χώρα. Η Ελλάδα μπορεί να πέτυχε σε διεθνές επίπεδο στην αντιμετώπιση της πανδημίας, αλλά σίγουρα δεν έγινε ξαφνικά Γερμανία, ούτε και Δανία σε οργάνωση και υποδομές.
Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για επιχειρήσεις, γραφεία, καταστήματα, αλλά και για τους χώρους εστίασης και αναψυχής. Εδώ, ακόμη και το γεγονός ότι ο ιός εντοπίστηκε σε συσκευές κλιματισμού προκαλεί φόβους, ενώ ένα ερώτημα αφορά την εφαρμογή των μέτρων αλλά και τις νομικές ευθύνες που ενδέχεται να προκύψουν για τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων, απέναντι σε εργαζόμενους και πελάτες, αν εμφανιστούν στις εγκαταστάσεις τους κρούσματα κορωνοϊού.
Εντούτοις, όπως σημείωσε και ο καθηγητής κ. Τσιόδρας στη χθεσινή ανακοίνωση περί της πανδημίας, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι το «Μένουμε Σπίτι» δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον, κι όχι μόνο για λόγους οικονομικούς (που είναι πολύ προφανείς για να συζητηθούν εδώ περαιτέρω). Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και κλεισμένος μέσα στο σπίτι ασφυκτιά, αγχώνεται, αποκτά προβλήματα άλλης φύσεως.
Γι' αυτό η έξοδος θα ξεκινήσει σύντομα. Και θα είναι, όχι μόνο στην Ελλάδα, το μεγαλύτερο πείραμα του αιώνα. Ένα πείραμα υποχρεωτικό, αφού δεν μπορούμε να «μείνουμε σπίτι» έως ότου βρεθούν φάρμακα και εμβόλια, ένα πείραμα πάνω σε επιστημονικές προδιαγραφές, μελετημένο όσο πιο πολύ γίνεται αλλά και με άγνωστες «μεταβλητές».
Οπως ανέφερε επίσης χθες ο κ. Τσιόδρας, σκοπός της σταδιακής εξόδου δεν θα είναι να μην έχουμε νέα κρούσματα (νοσηλείες και θανάτους, προσθέτει ο υπογράφων), κάτι τέτοιο είναι μάλλον αδύνατον να συμβεί, αλλά να παραμείνουμε μέσα στις δυνατότητες περίθαλψης του συστήματος υγείας, να πορευτούμε όσο καλύτερα μπορούμε μέσα σε αυτές τις νέες συνθήκες, χωρίς να αποκλείονται νέα μέτρα και πισωγυρίσματα, εάν σε κάποιο από τα βήματα παρατηρηθούν τάσεις σοβαρής αναζωπύρωσης και ταυτόχρονα ελπίζεται ότι θα αποκτήσουμε σταδιακά υψηλότερα ποσοστά ανοσίας στον πληθυσμό. Ωστόσο, ένας από τους κινδύνους του πειράματος είναι το ενδεχόμενο να απαιτηθεί επανάληψη των σκληρών μέτρων, κάτι που θα έχει εκ νέου εξαιρετικά βλαπτική επίδραση στην οικονομία.
Εν ολίγοις, σε αυτές τις επόμενες φάσεις, πέρα από την ευθύνη της πολιτείας, που θα δώσει τις κατευθύνσεις, θα μεγαλώσει ακόμη περισσότερο η ατομική ευθύνη. Είτε στη λήψη των απαραίτητων μέτρων και στην τήρηση των υγειονομικών συστάσεων, από την πλευρά επιχειρήσεων και των εργαζομένων τους, είτε στην τήρηση των αντίστοιχων διαδικασιών από εμάς, ως πολίτες και πελάτες των παραπάνω.
Μέχρι τώρα, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών πειθάρχησε στις βασικές εντολές του «Μένουμε Σπίτι», ενώ πολλοί ήταν κι εκείνοι που συνέχισαν να εργάζονται, είτε γιατί ανήκαν στα σώματα ασφαλείας και περίθαλψης, είτε γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν τηλεργασία, τηρώντας προφυλάξεις.
Στις επόμενες φάσεις όμως, η προσοχή, η ευθύνη θα πρέπει να είναι ακόμη πιο μεγάλη, ακριβώς γιατί σταδιακά θα αφορά σε πολύ μεγαλύτερη «κοινωνική κινητικότητα».
Αχίλλειος πτέρνα της πολύ προσεκτικής Ελλάδας, σε αυτές τις επόμενες φάσεις, ίσως αποδειχθεί πάντως η δυνατότητα του συστήματος υγείας να κάνει επαρκή αριθμό μαζικών τεστ, κάτι που φαίνεται να αποτελεί προαπαιτούμενο για μια επιτυχή στρατηγική εξόδου, με βάση τα όσα υποστηρίζουν διεθνώς οι ειδικευμένοι επιστήμονες.
Με βάση δεδομένα που επικαλούνται οι Financial Times, οι ισχυρές οικονομικά και υγειονομικά χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Μεγάλη Βρετανία, προετοιμάζονται για τη μαζική διεξαγωγή δεκάδων ή και εκατοντάδων χιλιάδων τεστ σε ημερήσια βάση, προκειμένου να ανιχνεύουν με αμεσότητα την πορεία της ασθένειας στη κοινότητα (μέσω εξέτασης όλων όσοι έχουν συμπτώματα καθώς και με δειγματοληπτική εξέταση ασυμπτωματικών ατόμων), αλλά και να γνωρίζουν οι εξεταζόμενοι αν φέρουν ή όχι τον ιό.
Με αναγωγή στα ελληνικά πληθυσμιακά δεδομένα, η χώρα μας θα πρέπει να είναι σε θέση να κάνει περίπου 11.000 τεστ την ημέρα, προκειμένου να φτάσει στα επιθυμητά επίπεδα που προσδιορίζουν π.χ. οι ειδικοί της Γαλλίας, για την έξοδο. Από τα μέχρι τώρα δεδομένα (η χώρα μας έχει κάνει συνολικά από τότε που άρχισε η καταγραφή περίπου 57.000 τεστ), τέτοιου είδους δυνατότητες δεν προκύπτουν.
Ωστόσο, είναι γεγονός ότι η πανδημία δεν εκδηλώθηκε με την ίδια σφοδρότητα στη χώρα μας, όπως συνέβη στις παραπάνω χώρες, κάτι που προκύπτει όχι μόνο από τον αριθμό των κρουσμάτων (που θα μπορούσε να μην έχουν ιχνηλατηθεί επαρκώς), αλλά και από τους θανάτους και τους αριθμούς διασωληνώσεων. Που σημαίνει ότι ενδέχεται να επαρκούν σ’ αυτή τη φάση μικρότερες δυνατότητες πραγματοποίησης τεστ. Το σίγουρο είναι πως αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε ούτε ποιος είναι ο αριθμός ημερήσιων τεστ που θα ήταν ιδανικός για τη χώρα μας, για να στηρίξει τη σταδιακή έξοδο, ούτε ποιες είναι οι δυνατότητες του υγειονομικού μας συστήματος, από πλευράς υποδομής, διαγνωστικών τεστ και υλικών επεξεργασίας.
Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι στην επόμενη φάση, θα υπάρξει μαζικοποίηση των διαγνωστικών τεστ, αλλά και νέα κριτήρια για τη διεξαγωγή τους, τα οποία πρόκειται να καθοριστούν.
Σε κάθε περίπτωση, η μέχρι τώρα προσεκτική και συνετή διαχείριση της πανδημίας από τις ελληνικές αρχές, με βάση τις συμβουλές της επιτροπής επιστημόνων, οδήγησε στη σχεδόν πλήρη «συγκράτηση» των κρουσμάτων, σε βαθμό που σχεδόν καμία άλλη χώρα στην Ευρώπη δεν έχει ακόμη καταφέρει. Και προϊδεάζει για μια εξίσου προσεκτική έξοδο (βοηθούντος του ζεστού καιρού και της αυξημένης ηλιοφάνειας που έρχεται), που πιθανώς θα στηριχθεί σε κάθε βήμα στις εμπειρίες από άλλες χώρες, που για τους δικούς τους λόγους, είτε αφορούσαν τις δυνατότητες του υγειονομικού τους συστήματος είτε όχι, «βιάζονται» περισσότερο.
Αν όντως συμβεί αυτό, τότε θα μειωθούν ακόμη περισσότερο οι απρόβλεπτοι παράγοντες που καθιστούν αυτό το «πείραμα» εκ φύσεως επικίνδυνο. Διότι το τελευταίο που χρειάζεται αυτή την ώρα η Ελλάδα είναι ένα πισωγύρισμα, μετά την επιτυχία που κατέγραψε στην πρώτη φάση της πανδημίας, προστατεύοντας την ανθρώπινη ζωή με τρόπο που ελάχιστες άλλες χώρες κατάφεραν.
Μια επιτυχία που όντως την καταφέραμε όλοι μαζί, πολίτες και πολιτεία.