Το μέλος της νομισματικής επιτροπής της Τράπεζας της Αγγλίας Άνταμ Πόζεν και ο μεγαλοεπενδυτής Τζορτζ Σόρος καλούν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να προχωρήσει σε μαζικές αγορές κρατικών ομολόγων για να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους.
Σε άρθρο του στην εφημερίδα International Herald Tribune, ο κ. Πόζεν καλεί την ΕΚΤ και την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) να ξεπεράσουν τους φόβους τους ότι θα πληγεί η φήμη τους και να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες κρατικών ομολόγων για να τονώσουν τις οικονομίες τους.
Αυτό που είναι σωστό να κάνουν τώρα η ΕΚΤ και η Fed, είναι να εμπλακούν σε περαιτέρω νομισματική ώθηση. Πρέπει να αγοράσουν μεγάλες ποσότητες κυβερνητικών χρεογράφων για να βοηθήσουν να μειωθούν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια και να ενθαρρύνουν τις επενδύσεις, αναφέρει ο κ. Πόζεν, προσθέτοντας: «Οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις μπορούν να εμπλακούν σε μορφές συντονισμένων δράσεων με στόχο το βάρος παρελθόντων χρεών που απειλεί την παγκόσμια οικονομίας».
Η εφημερίδα Financial Times δημοσιεύει άρθρο του Τζορτζ Σόρος, το οποίο υπογράφει και ο γνωστός Γερμανός καθηγητής οικονομικών του πανεπιστημίου του Βίρτσμπουργκ Πέτερ Μπόφινγκερ, με τίτλο: «Η ΕΚΤ πρέπει να παρέμβει για να σώσει την Ευρωζώνη». Το άρθρο τονίζει ότι η ΕΚΤ πρέπει με κάθε κόστος να σταματήσει την επίθεση στα ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης, επειδή αυτή απειλεί τη σταθερότητα του ενιαίου νομίσματος.
Καλύτερος τρόπος για να γίνει αυτό, όπως σημειώνει, είναι να τεθεί ένα ανώτατο όριο στην απόδοση των ομολόγων για τις χώρες που ακολουθούν υπεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές και δεν έχουν ενταχθεί σε προγράμματα προσαρμογής. Το πλαφόν θα μπορούσε να ορισθεί αρχικά στο 5% και να μειώνεται σταδιακά, καθώς θα το επιτρέπουν οι συνθήκες.
Όντας έτοιμη να αγοράσει απεριόριστα ποσά (σ.σ.: κρατικών ομολόγων), η ΕΚΤ θα μετατρέψει ουσιαστικά το πλαφόν σε ένα δάπεδο για να αυξάνονται οι τιμές των ομολόγων (και να μειώνονται οι αποδόσεις τους), χωρίς στην πραγματικότητα να χρειασθεί να αγοράσει απεριόριστα ποσά. Αυτό, σημειώνουν οι συγγραφείς, είναι ότι έκανε με επιτυχία η ελβετική κυβέρνηση, θέτοντας ανώτατο όριο την ισοτιμία των 1,20 φράγκων ανά ευρώ.