Οι πρωταγωνιστές και ο «γόρδιος δεσμός» του εγχειρήματος σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία

Ο ρυθμιστικός ρόλος του Στάινμάγιερ, οι επιδιώξεις της Μέρκελ, η αμήχανη αντίδραση του Σουλτς και το ρίσκο για τους φιλελεύθερους του Λίντνερ.

  • Real.gr
Οι πρωταγωνιστές και ο «γόρδιος δεσμός» του εγχειρήματος σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία
Του Παναγή Γαλιατσάτου

Σε γόρδιο δεσμό έχει μετατραπεί το εγχείρημα του σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία μετά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους Χριστιανοδημοκράτες (CDU), τους Ελεύθερους Δημοκράτες (FDP) και τους Πράσινους.

Με όλες τις εναλλακτικές ανοικτές, ακόμα και εκείνης των πρόωρων εκλογών και της κυβέρνησης μειοψηφίας, ο Πρόεδρος της χώρας, Φρανκ Βάλτερ Στάινμάγιερ έχει σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο.

Το τι θα γίνει ωστόσο εξαρτάται και από τις διαθέσεις της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, του Προέδρου της σοσιαλδημοκρατίας (SPD) Μάρτιν Σούλτς και του ηγέτη των Ελευθέρων Δημοκρατών (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι συνήθως ένας ανίσχυρος άρχων, διαθέτει ωστόσο κάποιες τυπικές αρμοδιότητες με βαρύνουσα σημασία στο σημερινό αδιέξοδο: Διορίζει τον καγκελάριο και μπορεί να διαλύσει τη βουλή, σε περίπτωση που δεν υπάρχει δεδηλωμένη.

Η πρώτη αρμοδιότητα είχε ως σήμερα απόλυτα τυπικό χαρακτήρα. Πάντα ο επικεφαλής του πρώτου κόμματος , μέσω ενός κυβερνητικού συνασπισμού, διέθετε την απόλυτη πλειοψηφία στη βουλή.

Τώρα ωστόσο τα πράγματα είναι διαφορετικά. Κατά το σύνταγμα, αν ο υποψήφιος δεν έχει την δεδηλωμένη, αλλά διαθέτει σχετική πλειοψηφία, τότε είναι στη διακριτική ευχέρεια του Προέδρου να διορίσει καγκελάριο μειοψηφίας (χωρίς να είναι απαραίτητη όπως στα καθ’ υμάς η ψήφος εμπιστοσύνης).

Αν κρίνει κανείς από τις δηλώσεις του κ. Στάινμάγιερ, αυτή η εναλλακτική δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, αφού θα έχει προηγουμένως εξαντλήσει τις προσπάθειές του για το σχηματισμό σταθερής κυβέρνησης.

Νέες εκλογές δεν θέλει ο Πρόεδρος και το έχει διαμηνύσει ήδη σε όλους τους σημαντικούς παίκτες.

Ο Στάινμαγιερ έζησε στη σκιά της Μέρκελ δώδεκα χρόνια, επτά ως υπουργός της, τέσσερα χρόνια ως αρχηγός της αντιπολίτευσης.

Στη σχέση τους, πάντα η Μέρκελ είχε τον τελευταίο λόγο.
 
Της χρωστάει την πιο ταπεινωτική ήττα που βίωσε ποτέ υποψήφιος καγκελάριος της σοσιαλδημοκρατίας - ως τον Μάρτιν Σουλτς. Ένας μικρόψυχος θα έβλεπε τη σημερινή κατάσταση σαν την τέλεια ευκαιρία να πάρει το αίμα του πίσω.

Οι κακές γλώσσες λένε πως ο Πρόεδρος και γκρινιάρης είναι και δεν ξεχνά. Ωστόσο, ο Στάινμάγιερ είναι πάνω από όλα άνθρωπος του καθήκοντος.

Ικανός είναι, χωρίς αμφιβολία. Ως δεξί χέρι του Σρέντερ είχε αποκτήσει το προσωνύμιο «mach mal» (κάνε το). Εξαιρετικός διπλωμάτης ήταν από τη φύση του, πριν αναλάβει το Γερμανικό ΥΠΕΞ. Ξέρει από μέσα και απέξω την πολιτική σκηνή του Βερολίνου - ειδικά σε ότι αφορά το SPD μπορεί να τυλίξει τον Μάρτιν Σουλτς, που έλειπε χρόνια στις Βρυξέλλες, σε μια κόλλα χαρτί (πράγμα που έκανε την περασμένη Πέμπτη). Το προσωπικό του κίνητρο είναι να γράψει ιστορία, όπου θέλει να καταγραφεί θετικά.

Η καγκελάριος

Ως ένα βαθμό, οι επιδιώξεις της Άνγκελας Μέρκελ συμπίπτουν με εκείνες του Προέδρου. Η καγκελάριος έχει πολύ ισχυρό προσωπικό κίνητρο - θέλει να ολοκληρώσει την 4η θητεία της. Θα προτιμούσε με την συνέχεια του μεγάλου συνασπισμού και ελπίζει ότι ο Στάινμαγιερ θα μεταπείσει τους συντρόφους του, γι’ αυτό άλλωστε έδωσε στην προσπάθεια (στην πραγματικότητα δηλαδή στον Πρόεδρο) διορία τρεις εβδομάδες.

Ωστόσο καγκελάριος μειοψηφίας η Μέρκελ δεν θέλει να γίνει. Ξέρει ότι οι εναλλασσόμενες πλειοψηφίες έχουν όρια και ότι κάποια στιγμή θα αναγκαστεί να θέσει ζήτημα εμπιστοσύνης. Και γνωρίζει ότι σε αυτές τις πλειοψηφίες δεν μπορεί να αποκλειστεί το ακροδεξιό AfD που θα εισχωρήσει έτσι στα σαλόνια της κυβερνησιμότητας.

Αντ΄αυτού προτιμά τις νέες εκλογές. Αν η προσπάθεια του Στάινμάγιερ αποτύχει, η Μέρκελ πιστεύει ότι μπορεί να ξαναφέρει τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU) στην πρώτη θέση, και καλύτερα από ότι στις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου. Η σφοδρή κριτική που δέχεται από το εσωτερικό του κόμματός της, ιδιαίτερα σε ότι αφορά στην πολιτική που χάραξε για το προσφυγικό, δεν δείχνει να την πτοεί.

Ο Μάρτιν Σουλτς

Την Κυριακή το βράδυ, όταν κατέρρευσε ο συνασπισμός Τζαμάικα, η πρώτη - αμήχανη - αντίδραση του Μάρτιν Σουλτς ήταν να επιμείνει στη γραμμή που είχε χαράξει αμέσως μετά την εκλογική ήττα, για να συσπειρώσει το κόμμα του και να παραμείνει στη θέση του - δηλαδή την άρνηση κυβερνητικής συμμετοχής. Χωρίς ενθουσιασμό, το SPD τον ακολούθησε, ωστόσο η αντίδραση δεν άργησε να έρθει.

Η δεξιά πτέρυγα ξεσηκώθηκε κατά την «ανεύθυνης» άρνησης του για διαβουλεύσεις με το CDU και η αριστερή του διεμήνυσε, πως σε περίπτωση νέων εκλογών το κόμμα θα πάει με άλλον υποψήφιο καγκελάριο, κάτι που στα σοσιαλδημοκρατικά ήθη σημαίνει και με άλλο πρόεδρο. Ο Σουλτς κατάλαβε, πως η άρνηση επιτάχυνε το τέλος του και άρχισε να συζητά το ενδεχόμενο κυβέρνησης μειοψηφίας.

Ο Στάινμάγιερ τον έπεισε - η του επέβαλλε - να δεχτεί τις διαβουλεύσεις με τους Χριστιανοδημοκράτες. Ωστόσο αυτό δεν προδικάζει τίποτε, στην άποψη του κατά της συγκυβέρνησης έχει ισχυρούς συμμάχους. Όμως ο Σουλτς έχει καταφέρει να οδηγήσει τον εαυτό του σε αδιέξοδο. Πρέπει να σχηματιστεί κυβέρνηση για να παραμείνει πρόεδρος, την μόνη επιλογή του ωστόσο για να μην ξεφτιλιστεί (κυβέρνηση μειοψηφίας) δεν την δέχεται η Μέρκελ.

Ο Κρίστιαν Λίντνερ

Το ότι οι διαπραγματεύσεις κατέρρευσαν με ευθύνη του FDP ήταν κάτι που αιφνιδίασε τους γνώστες της γερμανικής πολιτικής σκηνής. Στο κάτω κάτω, οι Φιλελεύθεροι κυβέρνησαν από το 1949 τη Γερμανία 46 χρόνια και από αυτά τα 33 σε συνασπισμό με τους Χριστιανοδημοκράτες.

Ο Λίντνερ απέδωσε την ευθύνη στην αρνητική στάση των Πρασίνων, μίλησε όμως και για «έλλειμμα εμπιστοσύνης», κάτι που απευθύνεται ευθέως στη Μέρκελ. Η πραγματικότητα είναι ότι ανάμεσα στη Μέρκελ (που ενηλικιώθηκε στην πρώην Ανατολική Γερμανία) και το κόμμα που εκπροσωπεί τους ελευθεριάζοντες μικρομεσαίους καπιταλιστές της πρώην Δυτικής Γερμανίας υφίσταται ένα πολιτιστικό χάσμα.
 
Οι Φιλελεύθεροι υποπτεύονται, ότι η Μέρκελ τους ήθελε μόνο ως συμπλήρωμα σε μια συμμαχία με τους Πράσινους και γι’ αυτό δεν παρενέβη στις διαπραγματεύσεις.

Όπως και να έχει το πράγμα, το ρίσκο δείχνει να βγαίνει στον Λίντνερ, το FDP σκαρφάλωσε στο 12%. Ο επικεφαλής του FDP τάσσεται αναφανδόν υπέρ μιας νέας προσφυγής στις κάλπες και δεν θα στηρίξει κυβέρνηση μειοψηφίας. Για να τα πράγματα πιο περίπλοκα μάλιστα, απέκλεισε το ενδεχόμενο συμμετοχής σε συνασπισμό τύπου Τζαμάικα, και μετά από νέες εκλογές.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v