«Όχι άλλα εργοδοτικά και νεοδημοκρατικά δάκρυα για τους εργαζόμενους», τιτλοφορείται το σημείωμα της κυβέρνησης, το οποίο απαντά στις επικρίσεις που δέχθηκε για τη δημοπρασία των τηλεοπτικών αδειών.
«Όταν, τα χρόνια της κρίσης, περισσότεροι από 3000 εργαζόμενοι στον χώρο των ΜΜΕ έχουν χάσει τη δουλειά τους, ενώ πολύ περισσότεροι είναι αυτοί που προκειμένου να μην την χάσουν, έχουν υποκύψει σε ωμούς εκβιασμούς και έχουν οδηγηθεί σε δραματική υποβάθμιση των εργασιακών τους σχέσεων. Ούτε μισή κουβέντα δεν ακούστηκε για όλα αυτά», τονίζει η κυβέρνηση.
Σε ότι αφορά τους εργαζόμενους των τηλεοπτικών σταθμών που τίθενται εκτός ψηφιακού φάσματος σημειώνει ότι «υπάρχουν δύο νέα κανάλια που έχουν πάρει άδειες, γεγονός που σημαίνει ότι με βάση τον νόμο δημιουργούνται τουλάχιστον 800 θέσεις εργασίας, στις οποίες πρέπει να συνυπολογιστούν οι 60 θέσεις που πρέπει να καλυφθούν σύμφωνα με τον νόμο, στα κανάλια που λειτουργούν ήδη».
Ταυτόχρονα αναφέρεται στις θεματικές άδειες τονίζοντας ότι «οι επιχειρήσεις που δεν πήραν άδεια, μπορούν επίσης να συνεχίσουν την λειτουργία τους. Είτε διεκδικώντας θεματική άδεια, είτε παρέχοντας το πρόγραμμά τους διαδικτυακά, είτε εντάσσοντάς το σε συνδρομητικές πλατφόρμες».
Αναλυτικά το σημείωμα της κυβέρνησης έχει ως εξής:
ΜΜΕ: Όχι άλλα εργοδοτικά και νεοδημοκρατικά δάκρυα για τους εργαζόμενους
«Ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες έθεσε τέλος σε ένα καθεστώς αυθαιρεσίας, που ίσχυσε στην χώρα για δεκαετίες. Ένα σύστημα που εξασφάλιζε ταυτόχρονα: πρώτον, δωρεάν συχνότητες, σκανδαλώδη δανειοδότηση και επιχειρηματική ισχύ στους καναλάρχες, δεύτερον, πολιτική κάλυψη και επικοινωνιακή ασυλία στους τραπεζίτες και, τρίτον, ανεξάντλητη προβολή και οικονομικές πλάτες στο πολιτικό κατεστημένο, έφτασε στο τέλος του.
Μπροστά στην προοπτική αυτή, ήταν λογικό, «λυτοί και δεμένοι» να προσπαθήσουν να οδηγήσουν τον διαγωνισμό σε αποτυχία, επιδιώκοντας, είτε να τον ματαιώσουν (μπλοκάροντας, για παράδειγμα, την ανασυγκρότηση του ΕΣΡ, το οποίο τώρα επικαλούνται…), είτε να θέσουν σε αμφισβήτηση το αδιάβλητο της όλης διαδικασίας. Δυστυχώς, οι προσπάθειες έπεσαν στο κενό. Ο διαγωνισμός έγινε κανονικά, το αδιάβλητο της διαδικασίας δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν και - το κυριότερο- υπήρξε εντυπωσιακή επιτυχία ως προς το τίμημα. Το ύψος του τιμήματος, δείχνει σε τι επίπεδο, λεηλατήθηκε τα προηγούμενα χρόνια το δημόσιο συμφέρον και, βεβαίως, ποιοι είναι οι ωφελημένοι από αυτό.
Τώρα λοιπόν, που ο διαγωνισμός ολοκληρώθηκε, και η εφαρμογή της νομιμότητας προχωρά, το σύστημα αναδιπλώνεται σε μια νέα γραμμή: «τι θα γίνει με τους εργαζόμενους στα κανάλια που κλείνουν».
Δεν είναι φυσικά πρωτοφανές, μια επιχείρηση που προσπαθεί να λειτουργήσει αντίθετα με τους νόμους, να βάζει μπροστά τους εργαζόμενους. Ούτε είναι πρωτοφανές, να σέρνεται η Νέα Δημοκρατία πίσω από κάθε τέτοιου είδους προσπάθεια.
Ας σημειώσουμε ότι την ίδια στιγμή που συντάσσεται με τους καναλάρχες που χάνουν την τζάμπα άδεια, και χύνουν μαζί τους κροκοδείλια δάκρυα για τους εργαζόμενους, η Νέα Δημοκρατία συντάσσεται και με τους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων, ζητώντας, στο πλευρό τους, ανεξέλεγκτες απολύσεις. Είναι άλλωστε το κόμμα, που ως κυβέρνηση γύρισε απλά τον διακόπτη στην ΕΡΤ, πετώντας στον δρόμο πάνω από 2.800 ανθρώπους. Αλλά τότε, το πόσοι χάνουν τηδουλειά τους δεν ήταν σημαντικό για την ΝΔ. Όπως δεν ήταν και για τα ιδιωτικά κανάλια, που τότε υπερθεμάτιζαν, αλλά σήμερα αγωνιούν «για τον κόσμο που θα χάσει τη δουλειά του».
Βλέπουμε λοιπόν ξαφνικά ένα υπέρμετρο ενδιαφέρον για τους εργαζόμενους. Ενδιαφέρον που σε καμία περίπτωση δεν είδαμε όταν 700 άνθρωποι απολύθηκαν χωρίς αποζημιώσεις από το ALTER. Όταν 800 άνθρωποι απολύθηκαν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο από την Ελευθεροτυπία. Όταν 200 άνθρωποι έχασαν την δουλειά τους κατά την μεταβίβαση του ALPHA. Όταν η αδιανόητη πρακτική των ιδιοκτητών του ΜΕΓΚΑ οδηγεί 500 ανθρώπους στον δρόμο. Όταν, τα χρόνια της κρίσης, περισσότεροι από 3000 εργαζόμενοι στον χώρο των ΜΜΕ έχουν χάσει τη δουλειά τους, ενώ πολύ περισσότεροι είναι αυτοί που προκειμένου να μην την χάσουν, έχουν υποκύψει σε ωμούς εκβιασμούς και έχουν οδηγηθεί σε δραματική υποβάθμιση των εργασιακών τους σχέσεων.
Ούτε μισή κουβέντα δεν ακούστηκε για όλα αυτά. Διότι η αλήθεια είναι ότι ορισμένοι, θυμούνται την έγνοια τους για τους εργαζόμενους, μόνο όταν θέλουν να υποκρύψουν πίσω της κάποιο εργοδοτικό συμφέρον. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται απλά για την απαίτηση κάποιων καναλαρχών να συνεχίσουν να κατέχουν παράνομα τις συχνότητες. Και, για να τα λέμε όλα, αυτοί που σήμερα βγαίνουν στα κεραμίδια για τους ανθρώπους που χάνουν τη δουλειά τους, είναι οι ίδιοι που έσπευσαν να διαμαρτυρηθούν, επειδή ο νόμος προβλέπει ως ελάχιστη προϋπόθεση για την διεκδίκηση συχνότητας, 400 θέσεις μόνιμης απασχόλησης ανά επιχείρηση. Δηλαδή 1600 θέσεις απασχόλησης συνολικά.
Αντίθετα με τα όσα διακηρύσσουν οι κλαίοντες κροκόδειλοι, η κυβέρνηση παρακολουθεί πολύ στενά και πολύ προσεκτικά το ζήτημα των εργαζομένων στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα. Υπάρχουν δύο νέα κανάλια που έχουν πάρει άδειες, γεγονός που σημαίνει ότι με βάση τον νόμο δημιουργούνται τουλάχιστον 800 θέσεις εργασίας, στις οποίες πρέπει να συνυπολογιστούν οι 60 θέσεις που πρέπει να καλυφθούν σύμφωνα με τον νόμο, στα κανάλια που λειτουργούν ήδη. Οι επιχειρήσεις που δεν πήραν άδεια, μπορούν επίσης να συνεχίσουν την λειτουργία τους. Είτε διεκδικώντας θεματική άδεια, είτε παρέχοντας το πρόγραμμά τους διαδικτυακά, είτε εντάσσοντάς το σε συνδρομητικές πλατφόρμες.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση εξετάζει με προσοχή κάθε ζήτημα που προκύπτει από την μετάβαση από μια εποχή αυθαιρεσίας σε μια εποχή νομιμότητας. Αυτό που δυσκολεύεται να παρακολουθήσει, είναι αυτή την απίστευτη επιχείρηση υποκρισίας και κουτοπονηριάς, αυτό το όψιμο ενδιαφέρον για την ανθρώπινη εργασία, από μαγαζιά που δούλεψαν για δεκαετίες βασιζόμενα στην λεηλασία του δημοσίου συμφέροντος, την υποβάθμιση της εργασιακής αξιοπρέπειας, τον σκανδαλώδη τραπεζικό δανεισμό και το δημόσιο χρήμα. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τα κανάλια. Ισχύει και για την Νέα Δημοκρατία.