«Αναρωτιέται, και δίκαια, κάθε Έλληνας πολίτης γιατί υπάρχει μια τόσο σκληρή και μακρά διαπραγμάτευση «πού κολλάει το πράγμα»; Απάντησε χαρακτηριστικά ο κ. Βενιζέλος κληθείς να σχολιάσει τις εξελίξεις στην οικονομία.
Και πρόσθεσε: «Γιατί, μια χώρα όπως η Ελλάδα, μετά από πέντε χρόνια θυσιών, τώρα που εμφανίζει πρωτογενές πλεόνασμα, θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ισχυρό τραπεζικό σύστημα, έχει δυσκολία να επισημοποιήσει την έξοδο από το πρόγραμμα και τη μετάβαση σε μια νέα φάση, χωρίς Μνημόνιο και Τρόικα;»
Συνέχισε δε λέγοντας ο κ. Βενιζέλος: »«Το ερώτημα είναι γιατί οι εταίροι μας έχουν επιφυλάξεις να μας αφήσουν χωρίς Μνημόνιο και σκληρή επιτήρηση. Τι είναι αυτό που δεν εμπιστεύονται; Είναι προφανές ότι ο λόγος είναι βαθιά πολιτικός. Όταν υπάρχει μια αντιπολίτευση, η οποία προτείνει πράγματα, τα οποία μπορεί να οδηγήσουν σε εκτροχιασμό -όχι την Ευρώπη- την Ελλάδα και να οδηγήσουν σε απώλεια των επιτευγμάτων μέσα σε λίγες μέρες είναι λογικό να υπάρχει μια επιφυλακτικότητα και μια σκλήρυνση ώστε να δοθούν οι αναγκαίες εγγυήσεις».
Οι αναγκαίες εγγυήσεις θα δοθούν εφόσον υπάρχει η βούληση του ελληνικού λαού. Γιατί εμείς ενεργούμε στο όνομα του ελληνικού λαού και πρέπει να έχουμε δύναμη, πρέπει να έχουμε στήριξη εσωτερική για να μπορέσουμε να επιβάλουμε την αλήθεια. Η αλήθεια λοιπόν λέει ότι η Ελλάδα έχει όλα τα δεδομένα που της επιτρέπουν να βγει από το Πρόγραμμα, από το Μνημόνιο και την Τρόικα και να περάσει σε μια άλλη εποχή σοβαρότητας, υπευθυνότητας, συλλειτουργίας με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά σε ισότιμη βάση».
Αναφερόμενος στη σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΟΟΣΑ ο κ. Βενιζέλος σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο είπε: «Εδώ στη Βασιλεία της Ελβετίας, η Σύνοδος των Υπουργών Εξωτερικών του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη ασχολείται κυρίως με την κρίση στην Ουκρανία, άρα με την κρίση στις σχέσεις Δύσης και Ρωσίας, αλλά και με το γενικότερο πρόβλημα ευρωπαϊκής ασφάλειας που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, γιατί η Ελλάδα είναι και πρέπει να παραμείνει ένα σταθερό σημείο αναφοράς σε μια ταραγμένη περιοχή.
Αυτό σχετίζεται όχι μόνο με την οικονομική και κοινωνική κατάσταση, αλλά σχετίζεται και με την εξωτερική πολιτική και την αμυντική πολιτική της χώρας. Ότι, λοιπόν, συμβαίνει σε τέτοιου είδους πολυμερείς συναντήσεις έχει άμεση πρακτική επίπτωση στα δικά μας στενά εθνικά θέματα. Κι αυτό πρέπει να το έχουμε υπ’ όψιν μας αν θέλουμε να έχουμε μια καλά σχεδιασμένη, μακροπρόθεσμη και συναινετική εξωτερική πολιτική».