Πτώση 50,9% στα κέρδη του ομίλου της Εθνικής

Κατά 50,9% υποχώρησαν τα προ φόρων κέρδη του ομίλου της Εθνικής μετά την αφαίρεση των δικαιωμάτων μειοψηφίας, τα οποία ανήλθαν 136,2 εκατ. ευρώ, ενώ τα κέρδη προ φόρων της μητρικής υποχώρησαν κατά 52,8% (119 εκατ. ευρώ). Η μείωση αποδίδεται στη μείωση των διαπραγματευτικών κερδών (69,5 εκατ. ευρώ) και στη μη επανάληψη εκατάκτων κερδών από εκποιήσεις ακινήτων (29,5 εκατ. ευρώ).

Πτώση 50,9% στα κέρδη του ομίλου της Εθνικής
Τα προ φόρων κέρδη της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος ανήλθαν το α’ τρίμηνο του 2002 σε 119 εκατ. ευρώ. Τα αποτελέσματα αυτά παρουσιάζουν αύξηση κατά 11,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο (δ’ τρίμηνο 2001), ενώ συγκρινόμενα με το α’ τρίμηνο του 2001, παρουσιάζουν κάμψη κατά 52,8%.

Η υστέρηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μείωση των διαπραγματευτικών κερδών (69,5 εκατ. ευρώ) και στη μη επανάληψη εκτάκτων κερδών από εκποιήσεις ακινήτων (29,5 εκατ. ευρώ).

Τα προ φόρων κέρδη του Ομίλου μετά την αφαίρεση των δικαιωμάτων μειοψηφίας, ανήλθαν το α’ τρίμηνο του 2002 σε 136,2 εκατ. ευρώ έναντι 128,4 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο (δ’ τρίμηνο 2001), σημειώνοντας αύξηση 6%, ενώ συγκρινόμενα με το α’ τρίμηνο του 2001 παρουσιάζουν μείωση κατά 50,9% η οποία οφείλεται στους λόγους που προαναφέρθηκαν.

Η σύνθεση των εσόδων του Ομίλου αποτυπώνει τη σταθερή διεύρυνση των οργανικών πηγών κερδοφορίας που αντιπροσωπεύουν πλέον το 84,4% των συνολικών εσόδων του. Εξ αυτών, το 16,4% αποτελεί τη συμβολή του δικτύου εξωτερικού επιβεβαιώνοντας τη δυναμική της διεθνούς παρουσίας του Ομίλου.

Σταθερή συμβολή στην κερδοφορία του Ομίλου είχαν τα καθαρά επιτοκιακά έσοδα, τα οποία διαμορφώθηκαν το α’ τρίμηνο του 2002 σε 274,7 εκατ. ευρώ, έναντι 270,1 εκατ. ευρώ το προηγούμενο τρίμηνο (δ’ τρίμηνο 2001). Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο του Ομίλου διαμορφώθηκε κατά το α’ τρίμηνο του 2002 σε 234 μονάδες βάσης σημειώνοντας μείωση κατά 9 μονάδες βάσης, έναντι της χρήσης του 2001. Αντίστοιχα, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο της Τράπεζας, διαμορφώθηκε το α’ τρίμηνο του 2002 σε 209 μονάδες βάσης έναντι 219 μονάδων βάσης το 2001.

Θετική συμβολή στη σύνθεση της κερδοφορίας του Ομίλου είχε και η διατήρηση των καθαρών προμηθειών σε επίπεδα οριακά υψηλότερα του α’ τριμήνου του 2001 (2002: 80,2 εκατ. ευρώ, 2001: 79,5 εκατ. ευρώ) παρά την χρηματιστηριακή συγκυρία, η οποία επηρέασε αρνητικά τις σχετικές με την κεφαλαιαγορά προμήθειες. Συγκεκριμένα, εξαιρουμένων των προμηθειών αυτών, οι λοιπές προμήθειες παρουσιάζουν αύξηση κατά 11,9%.

Το ύψος των χορηγήσεων και των εταιρικών χρεογράφων του Ομίλου αυξήθηκε σημαντικά και στο τέλος του α! τριμήνου του 2002 ανήλθε σε 22 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 15,3% σε ετήσια βάση. Ιδιαίτερη δυναμική παρουσιάζει ο τομέας της λιανικής τραπεζικής. Ειδικότερα, στην Τράπεζα η αύξηση των υπολοίπων της καταναλωτικής πίστης (πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά και προσωπικά δάνεια) υπολογίζεται σε 43,1% και της στεγαστικής πίστης σε 22%. Παράλληλα, οι εκταμιεύσεις αυξάνονται με υψηλότερους ρυθμούς έναντι του 2001 σύμφωνα με το σχεδιασμό της Τράπεζας.

Παρά την σημαντική αύξηση των χορηγήσεων, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων του Ομίλου διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μετά από τις σχετικές προβλέψεις ανέρχονται στο 2,1% του συνολικού χαρτοφυλακίου και υπερκαλύπτονται από εμπράγματα βάρη και λοιπές εξασφαλίσεις.

Επίσης, παρά τη συνεχιζόμενη διεύρυνση του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων, η ισχυρή καταθετική βάση του Ομίλου διαμορφώνει τη σχέση χορηγήσεων προς καταθέσεις σε 43%, γεγονός που επιτρέπει την ομαλή και υγιή περαιτέρω ανάπτυξή του.

Οι λειτουργικές δαπάνες του Ομίλου κατά το α! τρίμηνο του 2002 ανήλθαν σε 70,8 εκατ. ευρώ παρουσιάζοντας μηδενική μεταβολή σε σχέση με τα μέσα επίπεδα του 2001 και τάση αποκλιμάκωσης έναντι του προηγούμενου τριμήνου (84,8 εκατ. ευρώ). Η τάση αυτή γίνεται θετικότερη, αν ληφθεί υπόψη ότι το α’ τρίμηνο 2001 περιλαμβάνονται εφάπαξ δαπάνες ύψους 3 εκατ. ευρώ περίπου που αφορούν στην εισαγωγή του ευρώ. Σημειώνεται, ότι το κόστος εισαγωγής του ευρώ θα απορροφηθεί πλήρως στο β’ τρίμηνο του 2002. Ο συντελεστής αποτελεσματικότητας (Efficiency Ratio) του Ομίλου διαμορφώθηκε σε 66,2% το α’ τρίμηνο του 2002 έναντι 60,4% το 2001, επηρεαζόμενος ιδιαίτερα από τη μείωση των διαπραγματευτικών κερδών. Ο αντίστοιχος συντελεστής της Τράπεζας διαμορφώθηκε σε 62% έναντι 56,6% το 2001.

Η προ φόρων απόδοση των ιδίων κεφαλαίων του Ομίλου (Before Tax Return on Average Equity) κατά το α’ τρίμηνο του 2002, επηρεάστηκε από τη μείωση των διαπραγματευτικών κερδών και διαμορφώθηκε σε 23% (2001: 26,7%). Για τους ίδιους λόγους, η προ φόρων και δικαιωμάτων μειοψηφίας απόδοση του ενεργητικού του Ομίλου (Return on Average Assets) ανήλθε κατά το α’ τρίμηνο του 2002 σε 1,07% (2001: 1,40%). Η προ φόρων απόδοση των ιδίων κεφαλαίων της Τράπεζας (Before Tax Return on Average Equity) κατά το α’ τρίμηνο του 2002 διαμορφώθηκε σε 20,8% (2001: 26,7%).

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v