Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Εθνική:Στα 260,6 εκ. € τα ΚΠΦ μετά από μειοψηφίες

Στα 260,6 (από 228,8) εκατ. ευρώ διαμορφώθηκαν τα ενοποιημένα κέρδη προ φόρων και μετά από δικαιώματα μειοψηφίας της Εθνικής Τράπεζας, αυξημένα κατά 13,9%, για το α΄ εξάμηνο του 2003. Σύμφωνα με τις συγκλίνουσες προβλέψεις 10 αναλυτών, τα ΚΠΦ μετά από μειοψηφίες αναμένονταν στα 240 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 5,3%.

Εθνική:Στα 260,6 εκ. € τα ΚΠΦ μετά από μειοψηφίες
Ευχάριστη έκπληξη αποτέλεσαν τελικά και τα αποτελέσματα εξαμήνου της Εθνικής Τράπεζας, αφού τα κέρδη προ φόρων και μετά από δικαιώματα μειοψηφίας ξεπέρασαν τις προβλέψεις της αγοράς και διαμορφώθηκαν στα 260,6 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 13,9%, έναντι του αντίστοιχου περσινού διαστήματος.

Το αντίστοιχο περσινό διάστημα του 2002 τα ενοποιημένα κέρδη προ φόρων μετά από δικαιώματα μειοψηφίας είχαν διαμορφωθεί στα 228,8 εκατ. ευρώ.

Σημειώνεται πως, σύμφωνα με τις συγκλίνουσες προβλέψεις 10 αναλυτών, τα ενοποιημένα κέρδη προ φόρων και μετά από δικαιώματα μειοψηφίας της Εθνικής Τράπεζας για το πρώτο εξάμηνο της τρέχουσας χρήσης αναμενόταν να καταγράψουν άνοδο 5,3%, διαμορφούμενα πέριξ των 240 εκατ. ευρώ.

Οπως αναφέρεται σε ανακοίνωση της τράπεζας, η προαναφερθείσα αύξηση στα κέρδη προ φόρων του ομίλου εκτιμάται ως ιδιαίτερα σημαντική, αν ληφθεί υπόψη ότι η βελτίωση αφορά σχεδόν αποκλειστικά επαναλαμβανόμενα κέρδη, ενώ η εν λόγω εξέλιξη σηματοδοτεί θετική πορεία για το μέλλον.

Επίσης, σημειώνεται πως η προαναφερθείσα τάση αποτυπώνεται στο γεγονός ότι τα οργανικά κέρδη του ομίλου (προ διαπραγματευτικών κερδών και εκτάκτων αποτελεσμάτων) διαμορφώθηκαν στο εξεταζόμενο διάστημα στα 183,5 εκατ. ευρώ, παρουσιάζοντας άνοδο κατά 88% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα.

Ενισχυμένη εμφανίζεται η κερδοφορία του δεύτερου τριμήνου του 2003, με τα προ φόρων κέρδη να διαμορφώνονται στα 148,6 εκατ. ευρώ, κατά 33% υψηλότερα από αυτά του πρώτου τριμήνου.

Σύμφωνα με την ίδια πάντα ανακοίνωση, το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τη διατήρηση της δυναμικής που αποτυπώθηκε στα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου του 2003.

Σημειώνεται ότι η βελτίωση των αποτελεσμάτων του ομίλου προέρχεται από τη διεύρυνση των οργανικών πηγών κερδοφορίας, ιδιαίτερα από τη συνεχιζόμενη επέκταση στη λιανική τραπεζική και τη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Συγκεκριμένα, οι παράγοντες που διαμόρφωσαν την κερδοφορία του ομίλου συνοψίζονται μεταξύ άλλων στο καθαρό επιτοκιακό αποτέλεσμα, το οποίο διαμορφώθηκε σε 640,8 εκατ. ευρώ, βελτιωμένο κατά 12,8%, έναντι του περυσινού πρώτου εξαμήνου. Αύξηση σημειώνεται και σε σχέση με το καθαρό επιτοκιακό αποτέλεσμα του πρώτου τριμήνου της τρέχουσας χρήσης (+3%), ενώ εκτιμάται πως η βελτίωση αυτή αντανακλά την επιτυχημένη στρατηγική επέκτασης σε χαρτοφυλάκια υψηλών αποδόσεων.

Επίσης και το επιτοκιακό περιθώριο του ομίλου -που στο εξεταζόμενο διάστημα διαμορφώνεται στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 3ετίας (263 μονάδες βάσης)- είναι αισθητά βελτιωμένο, τόσο σε σχέση με το αντίστοιχο 6μηνο του 2002 (235 μ.β.) όσο και με ολόκληρο το 2002 (243 μ.β.)

Οσον αφορά στα έσοδα προμηθειών σε ενοποιημένη βάση, ανήλθαν στα 199,2 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 11,5% έναντι του πρώτου εξαμήνου του 2002, κυρίως λόγω της διεύρυνσης των εργασιών λιανικής τραπεζικής και της αύξησης των προμηθειών της επενδυτικής τραπεζικής. Ειδικά στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, οι καθαρές προμήθειες ενισχύονται κατά 16,8% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.

Παράλληλα, με τη διεύρυνση των οργανικών εσόδων του ομίλου (+10,9%), σημαντική βελτίωση σημείωσε και η ποιοτική σύνθεσή τους, με τις οργανικές πηγές εσόδων να αντιπροσωπεύουν πλέον το 93,3% του συνόλου, έναντι 91,3% στην αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.

Εξάλλου, είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση στην οργανική κερδοφορία ήταν επαρκής ώστε να αντισταθμίσει τη σημαντική μείωση που παρουσίασαν τα διαπραγματευτικά κέρδη (-16,6%) και τα έκτακτα αποτελέσματα (-71,7%), με αποτέλεσμα η συνολική κερδοφορία να διαμορφωθεί σε επίπεδα υψηλότερα της αντίστοιχης περιόδου του 2002.

Η συγκράτηση των λειτουργικών δαπανών του ομίλου στα επίπεδα του πρώτου εξαμήνου του 2002 συνέβαλε σημαντικά στη βελτίωση της κερδοφορίας του. Οι λειτουργικές δαπάνες του αυξήθηκαν οριακά σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2002 (+0,5%), ενώ το δεύτερο τρίμηνο του 2003 σε σχέση με το προηγούμενο 3μηνο παρουσιάζει μείωση κατά 0,2%.

Η συγκράτηση των λειτουργικών δαπανών υπογραμμίζεται από τα παρακάτω:

Οι δαπάνες προσωπικού περιορίστηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2003 κατά 1,9% σε σχέση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα, εξέλιξη που, σύμφωνα με την ανακοίνωση της τράπεζας, οφείλεται στη σημαντική μείωση του προσωπικού της ΕΤΕ και των θυγατρικών του εξωτερικού το 2002 κατά 5,6%, γεγονός που καταγράφεται στα αποτελέσματα της τρέχουσας χρήσης.

Επιπλέον, και ως αποτέλεσμα της συνεχούς προσπάθειας περιστολής τους, τα έξοδα διοίκησης σημειώνουν μείωση 0,2% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο πέρυσι, ενώ σε τριμηνιαία βάση ο ρυθμός μείωσης υπολογίζεται σε 6,7%.

Σύμφωνα με την ίδια πάντα ανακοίνωση, η συστηματική περιστολή όλων των συντελεστών κόστους οδηγεί σε περαιτέρω βελτίωση του δείκτη αποτελεσματικότητας του ομίλου σε 65,5% το πρώτο εξάμηνο της τρέχουσας χρήσης, έναντι 70,7% το πρώτο εξάμηνο του 2002 και 71,7% για ολόκληρο το 2002.

Η διαχρονική τάση βελτίωσης του δείκτη αποτελεσματικότητας επιβεβαιώνεται ακόμη και εάν εξαιρεθούν τα διαπραγματευτικά κέρδη (πρώτο εξάμηνο 2003: 70,2%, πρώτο εξάμηνο 2002: 77,4%).

Επίσης, σημειώνεται πως το συνολικό ύψος χορηγήσεων του ομίλου στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του τρέχοντος έτους ανήλθε στα 21,4 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 10% σε ετήσια βάση.

Στον τομέα της επιχειρηματικής πίστης διατηρείται η ιδιαίτερα ικανοποιητική ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου, ενώ παράλληλα διευρύνεται το ύψος των πιστοδοτήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα.

Ειδικότερα, τα υπόλοιπα χορηγήσεων στις μεγάλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα παρουσιάζουν ετήσιο ρυθμό αύξησης 8% σε σχέση με την 31.12.2002. Ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης των χορηγήσεων προς μεσαίες επιχειρήσεις υπολογίζεται σε 24%, γεγονός που συμβαδίζει με τη συνεχόμενη διεύρυνση του πελατολογίου της τράπεζας στον τομέα αυτό.

Η λιανική τραπεζική, στην οποία περιλαμβάνεται και η επαγγελματική πίστη, εξακολουθεί να αναπτύσσεται δυναμικά. Σημαντική άνοδο παρουσιάζει η παραγωγή νέων καταναλωτικών δανείων σημειώνοντας αύξηση κατά 24% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2002.

Τα υπόλοιπα καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών καταγράφουν αύξηση από την αρχή του 2003 της τάξης του 18% σε ετησιοποιημένη βάση.

Αντίστοιχα, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των στεγαστικών δανείων υπολογίζεται σε 16%, ενώ οι εκταμιεύσεις νέων στεγαστικών δανείων σημειώνουν αύξηση κατά 25% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο πέρυσι.

Εντυπωσιακή αύξηση με ρυθμό της τάξης 50% καταγράφεται και στα υπόλοιπα δανείων επαγγελματικής πίστης.

Παράλληλα, σημειώνεται πως η δυναμική επέκταση των χορηγήσεων του ομίλου συνοδεύεται από περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μετά από τις σχετικές προβλέψεις, αντιπροσωπεύουν μόλις το 1,7% του συνολικού χαρτοφυλακίου έναντι 2% στο τέλος του 2002, γεγονός που αντανακλά τη συνεχή βελτίωση των διαδικασιών έγκρισης χρηματοδοτήσεων.

Παρά την αποκλιμάκωση των επιτοκίων, το σύνολο των καταθέσεων όψεως και ταμιευτηρίου αυξήθηκε κατά 1% σε σχέση με τέλος του 2002.

Στο πλαίσιο της πολιτικής της τράπεζας να προσφέρει εναλλακτικές μορφές επενδυτικών προϊόντων, η μείωση των καταθέσεων προθεσμίας και των repos πελατών κατά 8,9% ή 1,1 δισ. ευρώ αντισταθμίστηκε από την επιτυχή προσπάθεια αύξησης του ενεργητικού των Αμοιβαίων Κεφαλαίων του ομίλου κατά 51,6% ή 2,2 δισ. ευρώ το αντίστοιχο διάστημα.

Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στη διεύρυνση του μεριδίου αγοράς του ομίλου της ΕΤΕ στα Αμοιβαία Κεφάλαια από 16,7% στο τέλος του 2002 σε 22% στο τέλος Ιουνίου 2003.

Ως εκ τούτου, το σύνολο των αποταμιευτικών κεφαλαίων (καταθέσεις, repos και Αμοιβαία Κεφάλαια) που διαχειρίζεται ο όμιλος της ΕΤΕ διαμορφώνεται σε 45,4 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 3,1% συγκριτικά με το τέλος του 2002.

Τέλος, σημαντική συμβολή στα κέρδη του ομίλου είχε το δίκτυο εξωτερικού, τα κέρδη του οποίου μετά την αφαίρεση των δικαιωμάτων μειοψηφίας ανήλθαν σε 59,7 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 23% των κερδών του ομίλου.

Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα, η προ φόρων απόδοση των ιδίων κεφαλαίων του ομίλου σημειώνει σημαντική βελτίωση σε 20,6% από 14,3% το 2002, ενώ η απόδοση του ενεργητικού του ομίλου βελτιώθηκε από 66 μ.β. το 2002 σε 99 μ.β. το πρώτο εξάμηνο του 2003.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v