Στο… καναβάτσο βρίσκονται αυτή την περίοδο οι ασφαλιστικές εταιρείες σε ό,τι αφορά τα τιμολόγια του κλάδου υγείας, καθώς όχι μόνο υποχρεώνονται σε μεγάλες ζημίες από τη συγκεκριμένη κατηγορία συμβολαίων, αλλά παράλληλα δέχονται σφοδρή κριτική από πελάτες, οργανώσεις και πολιτικά κόμματα περί «κερδοσκοπίας» και «αθέμιτων πρακτικών».
Στις 23 Δεκεμβρίου το ΠΑΣΟΚ αναφέρθηκε μεταξύ άλλων σε «εκμετάλλευση που βιώνουν σήμερα συμπολίτες μας από τις ασφαλιστικές εταιρείες, με ευθύνη μάλιστα της κυβέρνησης. Οι ασφαλιστικές εταιρείες επιβάλλουν εξοντωτικές αυξήσεις στα ασφάλιστρα των συμβολαίων υγείας και νοσοκομειακών καλύψεων».
Στο ίδιο περίπου κλίμα, κινήθηκε και η Ε.Κ.ΠΟΙ.ΖΩ. (Ένωση Καταναλωτών Ποιότητα Ζωής) η οποία κατήγγειλε στις 24/12/2024 πως «oι ασφαλιστικές εταιρείες, κάνοντας χρήση καταχρηστικών όρων και επικαλούμενες τον αμφιλεγόμενο Δείκτη Υγείας του ΙΟΒΕ, επιβάλλουν, ιδίως τα τελευταία έτη, στους καταναλωτές υπέρογκες, διψήφιες και εξοντωτικές αυξήσεις στα ασφάλιστρα των καλύψεων υγείας. Είναι φανερός ο σκοπός τους να υποχρεώσουν τους ασφαλισμένους που έχουν μακροχρόνια συμβόλαια υγείας να τα εγκαταλείψουν ώστε να μην έχουν την προστασία που τους αναγνωρίζουν δικαστικές αποφάσεις που κρίνουν καταχρηστικές τις αυξήσεις αυτές».
Και όλα αυτά, όταν οι ασφαλιστικές εταιρείες:
Απαντώντας στις παραπάνω αιτιάσεις η Ένωση Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος αναφέρθηκε στις μεγάλες ζημίες στις οποίες έχει υποχρεωθεί ο κλάδος κατά τα τελευταία χρόνια παρά τις συνεχείς αυξήσεις τιμολογίων με το δείκτη των συνολικών εξόδων να υπερκαλύπτει τα ασφάλιστρα τουλάχιστον κατά την τελευταία τετραετία: 101,1% το 2020, 99,9% το 2021, 108,6% το 2022 και 112,9% το 2023, ενώ για το 2024 λέγεται πως μόνο μία εταιρεία θα υποχρεωθεί σε ζημία της τάξεως των 80 εκατ. ευρώ!
Ενδεικτικό είναι πως ο κλάδος δεν ήταν κερδοφόρος ούτε κατά τη διετία 2020-2021, όταν πολλοί ασφαλισμένοι είχαν αναβάλει τις μη επείγουσες εγχειρήσεις τους λόγω της πανδημίας Covid-19. Ως αποτέλεσμα, όταν αυτές οι εγχειρήσεις έγιναν μετά το πέρας της πανδημίας, οι αποζημιώσεις… χτύπησαν κόκκινο!
Θέτοντας μάλιστα σχετικά ερωτήματα σε υψηλόβαθμο στέλεχος ασφαλιστικής εταιρείας, πήραμε τις παρακάτω απαντήσεις:
Πρώτον, πράγματι, οι τελικές προαναφερθείσες ζημίες γίνονται χαμηλότερες αν συνεκτιμηθούν και τα επενδυτικά αποτελέσματα των ασφαλιστικών εταιρειών, ωστόσο αυτά επηρεάζονται από τις εκάστοτε συνθήκες που επικρατούν στις κεφαλαιαγορές και ενδέχεται σε κάποιες περιόδους να είναι αρνητικά. Πάντως, η γενική εικόνα των ζημιών δεν αλλάζει ακόμη και μετά τη συνεκτίμηση των επενδυτικών αποτελεσμάτων.
Δεύτερον, τα παλαιά συμβόλαια ισόβιας κάλυψης είναι πολύ πιο έντονα ζημιογόνα από τα ετησίως ανανεούμενα (γι’ αυτό οι προγραμματιζόμενες ανατιμήσεις θα διαφοροποιούνται κατά είδος συμβολαίου) πλην όμως ζημιογόνες είναι όλες οι κατηγορίες των προσφερόμενων συμβολαίων υγείας.
Τρίτον, αλήθεια είναι πως οι εταιρείες θα μπορούσαν να αποδεχτούν κάποια ζημιά στον κλάδο, προκειμένου να αποκομίσουν έμμεσα οφέλη (π.χ. συμβόλαια για άλλους κινδύνους στους ίδιους πελάτες τους), πλην όμως αυτό δεν μπορεί να ξεπερνάει κάποια όρια.
Η «επόμενη μέρα»
Ζητούμενο ωστόσο αποτελεί το τί θα μπορούσε να γίνει προκειμένου σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα να δούμε το ύψος των ασφαλίστρων να αποκλιμακώνεται, με τους παράγοντες της αγοράς να δηλώνουν απαισιόδοξοι, τουλάχιστον όσο το Ελληνικό Δημόσιο δεν σταματήσει να επιβαρύνει υπέρμετρα και πολύπλευρα το ύψος των ασφαλίστρων (πχ claw back και rebate στις κλινικές, ΦΠΑ 24% στις ιδιωτικές κλινικές, φόρος ασφαλίστρων 15% για άτομα άνω των 18 ετών).
Τα περισσότερα μέτρα που προτείνουν οι ασφαλιστικές εταιρείες (π.χ. δημιουργία νέων κλινικών, τιμολόγηση των καταβαλλόμενων αποζημιώσεων με βάση τη μέθοδο των DRG’s, κ.λπ.) απαιτούν θεσμικές παρεμβάσεις, συμφωνίες με αντισυμβαλλόμενα μέρη και φυσικά μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρις ότου αυτά να αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς.
Επίσης, μέχρι τώρα η κυβέρνηση δεν φαίνεται πρόθυμη να διαφοροποιήσει το υφιστάμενο φορολογικό πλαίσιο και περιορίζεται στο να συζητά με τις ασφαλιστικές εταιρείες το ενδεχόμενο σύμπραξης (ΣΔΙΤ) με κρατικά νοσοκομεία, μέσω της οποίας οι ασφαλιστικές εταιρείες θα λανσάρουν φτηνότερα συμβόλαια υγείας στους πελάτες τους.
Ο υπουργός Υγείας Άδωνης Γεωργιάδης έχει εκφράσει την αισιοδοξία του ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε ενδεχομένως να συμφωνηθεί μέσα στο 2025, αλλά ακόμη και σε αυτή τη θεώρηση (την οποία παράγοντες της αγοράς θεωρούν ως υπερ-αισιόδοξη) θα μιλάμε στην καλύτερη περίπτωση για προγράμματα που θα διατίθενται από το δεύτερο μισό του 2026.