Τη συνταγή με την οποία θα αντιμετωπίσει η Alpha Bank τις συνέπειες της μείωσης επιτοκίων από την ΕΚΤ περιέγραψε ο Βασίλης Ψάλτης στην τοποθέτησή του στο Roadshow του Λονδίνου.
Εστιάζεται στη δημιουργία προμηθειών και στην επέκταση της προσφοράς προϊόντων σε τομείς όπως το asset management, το wealth management και το bancassurance. Η διείσδυση αυτών των χρηματοοικονομικών προϊόντων στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι πολύ χαμηλή σε σύγκριση με χώρες όπως η Πορτογαλία και τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά αρκετοί παράγοντες συντείνουν στο ότι αυτό θα αλλάξει.
Όπως εξήγησε, ο συνδυασμός αυξημένου διαθέσιμου εισοδήματος, μεγαλύτερης χρηματοοικονομικής παιδείας, ψηφιοποίησης και στρατηγικών συνεργασιών (όπως αυτή της Alpha Βank με την UniCredit) θα επιτρέψει στις ελληνικές τράπεζες να επεκτείνουν το μερίδιό τους σε τομείς όπου τα έσοδα προέρχονται από προμήθειες. Η Alpha Bank, για παράδειγμα, σχεδιάζει να βελτιώσει τις προσφορές προϊόντων και τη στόχευση πελατών ώστε να αντικατοπτρίζει τη φιλοδοξία για ισχυρότερη δημιουργία προμηθειών τα επόμενα χρόνια, σημείωσε ο CEO του ομίλου.
Ο Βασίλης Ψάλτης ρωτήθηκε ποιος θα είναι ο καταλύτης για νέα άνοδο των μετοχών του κλάδου. Σημείωσε ότι οι ελληνικές τράπεζες προσφέρουν έναν τραπεζικό τομέα υψηλής συγκέντρωσης που χαρακτηρίζεται από χρηστή διακυβέρνηση και βιώσιμη κερδοφορία. Ωστόσο, για τους επενδυτές, η κύρια εστίαση είναι η ανάπτυξη, η οποία μπορεί να έρθει με δύο βασικούς τρόπους:
Εταιρικός δανεισμός: Οι τράπεζες χρηματοδοτούν την επενδυτική προσπάθεια της χώρας για την αντιμετώπιση του κεφαλαιακού ελλείμματος που άφησε η κρίση. Αυτό δημιουργεί ευκαιρία για ανάπτυξη, με παράλληλη διατήρηση της βιώσιμης κερδοφορίας.
Ανάπτυξη υπηρεσιών για εύπορους και υψηλής καθαρής αξίας πελάτες: Υπάρχει μια μακροπρόθεσμη ευκαιρία για επέκταση, στοχεύοντας το εύπορο τμήμα στην Ελλάδα και φέρνοντάς το πιο κοντά στα επίπεδα που παρατηρούνται στις ανεπτυγμένες αγορές.
Παρότι η Ελλάδα έχει χαρακτηριστεί ως αναδυόμενη αγορά, έχει χαρακτηριστικά ανεπτυγμένης αγοράς, όπως σταθερό νόμισμα, πολιτική σταθερότητα και υψηλή πιστωτική διείσδυση, επισήμανε.
«Πρόσθετοι παράγοντες ανάπτυξης περιλαμβάνουν την καλή λειτουργική μόχλευση, τις θετικές προοπτικές για την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων και τους καλά προετοιμασμένους ισολογισμούς για τη διαχείριση της μείωσης επιτοκίων. Το στοιχείο που λείπει, φυσικά, είναι το προσωρινό αντίκτυπο από τη μείωση των επιτοκίων. Στην περίπτωσή μας, αναμένουμε ότι το top line θα αυξηθεί τα επόμενα χρόνια, παρά τη μείωση επιτοκίων», τόνισε.
Ο CEO του ομίλου τοποθετήθηκε και για το θέμα της ανταμοιβής των μετόχων. Σημείωσε ότι η Alpha Bank έχει ήδη εφαρμόσει πρόγραμμα επαναγοράς μετοχών, γεγονός που αντανακλά την εμπιστοσύνη στην αποτίμησή της.
Η αμοιβή των μετόχων εξαρτάται από τρεις παράγοντες:
- Επίπεδα κεφαλαίου
- Δυνατότητα παραγωγής κεφαλαίου
- Ρυθμιστική έγκριση
«Έχουμε βελτιστοποιήσει τη διάρθρωση των κεφαλαίων μας, διατηρώντας τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας (CET1, MREL, MDA) σε επίπεδα αντίστοιχα των ευρωπαϊκών ομίλων. Η ισχυρή κερδοφορία μάς επέτρεψε να δημιουργήσουμε πάνω από 130 μονάδες βάσης κεφαλαίου οργανικά τους πρώτους εννέα μήνες του έτους, με πρόσθετα κέρδη από τη βελτιστοποίηση των κεφαλαίων. Αυτό το πλεόνασμα υπερβαίνει αυτό που απαιτείται για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης.
Ως αποτέλεσμα, αναμένουμε ότι θα αυξήσουμε τις πληρωμές των μετόχων φέτος και το επόμενο έτος, σύμφωνα με το guidance. Τα επόμενα τρία χρόνια, περισσότερο από το 30% της υφιστάμενης κεφαλαιοποίησης θα διανεμηθεί στους μετόχους, ενώ το 40% θα παραμείνει ως πλεονάζον κεφάλαιο.
Η Alpha Bank βελτιώνει επίσης την κεφαλαιακή της σύνθεση μειώνοντας την εξάρτηση από Αναβαλλόμενες Φορολογικές Πιστώσεις (DTC) και διασφαλίζοντας ότι ο δείκτης CET1 συνεχίζει να αυξάνεται, ακόμη και με ποσοστό ανταμοιβής μετόχων 70%. Δεν υπάρχει ανάγκη έκδοσης πρόσθετων AT1, Tier 2 ή εργαλείων υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας (senior preferred instruments), εξαλείφοντας πιθανούς αντίθετους ανέμους σε ό,τι αφορά την κερδοφορία.
Συνοπτικά, δεσμευόμαστε να αυξήσουμε τις αποδόσεις των μετόχων, με σχέδια για επιτάχυνση των πληρωμών, εν αναμονή της ρυθμιστικής έγκρισης».