Δύο χρόνια και επτά μήνες από την ίδρυσή της και κάτι λιγότερο από δύο χρόνια από την ημέρα που απορρόφησε τις εταιρείες «Ιωάννης Μπουτάρης και Υιός ΑΕ Συμμετοχών και Επενδύσεων» και «Ιωάννης Μπουτάρης και Υιός Οινοποιητική ΑΕ», η Μπουτάρη Οινοποιεία επιχειρεί να σώσει το άλλοτε μεγάλο όνομα της ελληνικής οινοποιίας, στο πλαίσιο του σχεδίου εξυγίανσης.
Αν και είναι νωρίς να πει κανείς ότι το «στοίχημα» έχει κερδηθεί, οι επιδόσεις γεννούν μια κάποια αισιοδοξία. Με κύκλο εργασιών που έφτασε πέρυσι τα 13,2 εκατ. ευρώ, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα 1,6 εκατ. ευρώ του 2022, φαίνεται πως η επιχείρηση καταγράφει πρόοδο. Ωστόσο, παρά τη θεαματική αύξηση των εσόδων, η εταιρεία συνεχίζει να καταγράφει ζημιές -αν και μειωμένες-, με αυτές προ φόρων να φτάνουν τα 142.414 ευρώ για το 2023, από τα 534.418 ευρώ του 2022.
Πέρα από τα άμεσα οικονομικά ζητήματα, ένα ακόμα μεγαλύτερο και λιγότερο ελεγχόμενο πρόβλημα που σκιάζει την ελληνική και όχι μόνο οινοποιία και κατ’ επέκταση την εταιρεία είναι η κλιματική αλλαγή. Η εταιρεία Μπουτάρη, όπως και κάθε άλλη οινοποιητική επιχείρηση, αντιμετωπίζει πρωτόγνωρες προκλήσεις, καθώς οι αυξανόμενες θερμοκρασίες, οι ακραίες καιρικές συνθήκες και οι αλλαγές στα πρότυπα βροχοπτώσεων απειλούν τη βιωσιμότητα του αμπελώνα.
Η Σαντορίνη αποτελεί ένα τρανό παράδειγμα του πώς η κλιματική αλλαγή μπορεί να επιβαρύνει έναν αμπελώνα. Ενώ οι τοπικές ποικιλίες σταφυλιού, όπως το Ασύρτικο, έχουν αποδείξει ότι μπορούν να αντέξουν τις δύσκολες συνθήκες, η μακροπρόθεσμη πίεση από τη μεταβολή του κλίματος αναμένεται να επηρεάσει την ποιότητα και την ποσότητα της παραγωγής. Αυτό αποτελεί άμεσο πρόβλημα για εταιρείες όπως η Μπουτάρη.
Στη Νάουσα, η κατάσταση είναι εξίσου ανησυχητική. Το ξινόμαυρο, η βασική ποικιλία της περιοχής, είναι ήδη γνωστή για την αργή ωρίμανσή της και την ανάγκη της για συγκεκριμένες κλιματικές συνθήκες. Οποιαδήποτε απόκλιση από αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να έχει επιβαρυντικές συνέπειες για την παραγωγή.
Σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον, η Μπουτάρη καλείται να αντεπεξέλθει. Η νέα Μπουτάρη μπορεί να έχει μία δεύτερη ευκαιρία, αλλά οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και οι συνεχιζόμενες οικονομικές πιέσεις θέτουν το ερώτημα της βιωσιμότητας του ελληνικού αμπελώνα ευρύτερα.