Με το rebound πέρυσι του κλάδου της εστίασης (Όμιλος Goody’s), που τα τελευταία χρόνια αποτελούσε την Αχίλλειο πτέρνα του, ο όμιλος Vivartia που ελέγχεται από το CVC επέστρεψε πέρυσι στην κερδοφορία.
Τα καθαρά κέρδη από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ανήλθαν στα 2,99 εκατ. ευρώ από ζημιές 21,67 εκατ. ευρώ το 2022. Με τις πωλήσεις του oμίλου να διαμορφώνονται στα 902,6 εκατ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση 9% έναντι του 2022.
Τα EBITDA, συμπεριλαμβανομένου του ΔΠΧΑ 16 από συνεχιζόμενες δραστηριότητες, αυξήθηκαν στα 91,9 εκατ. ευρώ από 53,4 εκατ. ευρώ με βασικούς άξονες την αύξηση των εξαγωγών και την τουριστική κίνηση. Ωστόσο οι συσσωρευμένες ζημιές του Ομίλου ξεπέρασαν πέρυσι τα 76,73 εκατ. ευρώ ενώ το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων, μετά και την απορρόφηση της μητρικής Venetiko Holdings, βελτιώθηκε στα 146,46 εκατ. ευρώ, από 134,28 εκατ. ευρώ.
Κατά τη διάρκεια της περσινής οικονομικής χρήσης η μητρική έλαβε νέο δάνειο 25 εκατ. ευρώ, -σ.σ. καλύφθηκε από την Τράπεζα Πειραιώς-, το οποίο συνδέεται και με την απόφαση για εξαγορά της μειοψηφίας 22,37% του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας SI Foods Holdings, μητρικής του Ομίλου Δωδώνη.
Νέο δάνειο 14,3 εκατ. ευρώ επίσης από την Πειραιώς έλαβε η ΔΕΛΤΑ προκειμένου να χρησιμοποιηθεί για την εξόφληση υφιστάμενου αλληλόχρεου λογαριασμού με την Τράπεζα. Η Δωδώνη προχώρησε σε αναχρηματοδότηση του τραπεζικού της δανεισμού (75 εκατ. ευρώ) με έκδοση κοινοπρακτικού ομολογιακού δανείου που καλύφθηκε από τις Τράπεζες Πειραιώς και Eurobank.
Στο τέλος της χρήσης ο συνολικός δανεισμός του Ομίλου διαμορφώθηκε στα 645,4 εκατ. ευρώ, από 679,2 εκατ. ευρώ. Σε αυτή τη μείωση βοήθησε η αποπληρωμή ποσού 55 εκατ. ευρώ περίπου απ’ τον Ομιλο Γαλακτοκομικών έπειτα απ’ την πώληση της United Milk.
Πάντως κατά τη διάρκεια της χρήσης ο όμιλος παραβίασε τις υποχρεώσεις που απορρέουν απ’ τους όρους των κοινοπρακτικών δανείων μετά την αναδιάρθρωση του 2021 σε τρεις περιπτώσεις, με τις πιστώτριες τράπεζες να παρέχουν waiver. Συγκεκριμένα υπήρξαν: υπέρβαση του συμβατικού ορίου των κεφαλαιουχικών δαπανών του Κλάδου Καταψυγμένων και του Κλάδου Εστίασης, υπέρβαση του δείκτη κάλυψης τόκων του Ομίλου Γαλακτοκομικών και υπέρβαση του ορίου διάθεσής περιουσιακών στοιχείων του Κλάδου Εστίασης.
Σε ο,τι αφορά τις επιμέρους επιδόσεις του Ομίλου ανά κλάδο δραστηριότητας, οι πωλήσεις του κλάδου γαλακτοκομικών (ΔΕΛΤΑ) αυξήθηκαν 4,4% στα 274,6 εκατ. ευρώ, τα EBITDA από συνεχιζόμενες δραστηριότητες διαμορφώθηκαν σε 20 εκατ. ευρώ το 2023 έναντι 0,5 εκατ. ευρώ το 2022. Σύμφωνα με τις οικονομικές καταστάσεις από την εξαγορά του 70% της Κουρέλας Γαλακτοκομικά ΑΕ, που ολοκληρώθηκε το Μάιο του 2023 προέκυψε υπεραξία 4,7 εκατ. ευρώ και από την εξαγορά της Cold Sin 5,9 εκατ. ευρώ
Ο Κλάδος Κατεψυγμένων (Μπαρμπά Στάθης) πέτυχε πέρυσι αύξηση 8,7% του κύκλου εργασιών του στα 223,3 εκατ. ευρώ, οι εξαγωγές αυξήθηκαν 18,2% ενώ τα Κέρδη προ Φόρων, Τόκων, Αποσβέσεων και Χρηματοοικονομικών Αποτελεσμάτων αυξήθηκαν 16,4% στα 33,3 εκατ. ευρώ.
Πέρυσι η Μπαρμπα Στάθης προχώρησε στην εξαγορά του 80% των μετοχών και του μετοχικού κεφαλαίου της Χαλβατζής Μακεδονική ΑΒΕΕ και του αποκλειστικού δικαιώματος εξαγοράς του υπολειπόμενου 20% εντός δύο ετών. Από την εν λόγω συναλλαγή προέκυψε υπεραξία 5,2 εκατ. ευρώ. Επίσης στο τέλος της περασμένης χρονιάς εγκρίθηκε από τις αρμόδιες Αρχές η συγχώνευση των θυγατρικών εταιρειών του Ομίλου, Μιχαήλ Αραμπατζής ΑΒΕΕ (Ελληνική Ζύμη) με απορρόφηση της εταιρείας Αλεσις ΑΒΕΕ (Χρυσή Ζύμη).
Ο Κλάδος Εστίασης (Όμιλος Goody’s), παρουσίασε αύξηση 12,9% των πωλήσεων στα 240,7 εκατ. ευρώ ενώ τα EBITDA διαμορφώθηκαν σε 35,4 εκατ. ευρώ από 23,5 εκατ. ευρώ το 2022.
Σε ότι αφορά τον κλάδο των τυροκομικών οι πωλήσεις του αυξήθηκαν 12,1% στα 170,2 εκατ. ευρώ ενώ τα Κέρδη προ Φόρων, Τόκων, Αποσβέσεων και Χρηματοοικονομικών Αποτελεσμάτων τα οποία παρέμειναν σταθερά έναντι του 2022 στα 4,1 εκατ. ευρώ.
Για την τρέχουσα χρήση η διοίκηση του Ομίλου αναφέρει στις οικονομικές καταστάσεις, πως «αποτελεί μια ιδιαίτερη χρονιά καθώς οι πολεμικές συρράξεις στην Ουκρανία και στη Λωρίδα της Γάζας δεν αναμένεται να σταματήσουν, ενώ παράλληλα ο συνδυασμός των πληθωριστικών πιέσεων και της μειωμένης καταναλωτικής δαπάνης έχουν αρχίσει να δημιουργούν συνθήκες οικονομικής αβεβαιότητας».