Η πρώτη προσπάθεια διάσωσης της ΛΑΡΚΟ απέτυχε. Τώρα θα ακολουθήσει μια δεύτερη, που αν αποτύχει κι αυτή, δεν απομένει παρά η πτώχευση της πρώην μεταλλουργίας, σενάριο καθόλου απίθανο στη παρούσα συγκυρία, όπου οι μονάδες πυρομεταλλουργίας κλείνουν η μια μετά την άλλη, και το επενδυτικό ενδιαφέρον για το asset είναι μικρό.
Οι τίτλοι τέλους του διπλού διαγωνισμού, για τη πώληση του εργοστασίου και των μεταλλευτικών δικαιωμάτων του Δημόσιου δεν ήταν παρά το χρονικό ενός προαναγγελθέντος ναυαγίου. Έπειτα από αλλεπάλληλες δικαστικές περιπέτειες, ατέρμονες διαδικασίες για τη μεταβίβαση των ορυχείων και του εργοστασίου και σημαντικές αλλαγές στη παγκόσμια αγορά νικελίου, όπου η τιμή κινείται στα 16.000 δολάρια τον τόνο, πολύ πιο κάτω από τα επίπεδα των 20.000 δολάρια που περιελάμβαναν τα προ διετίας business plan από τους υποψήφιους επενδυτές, η χθεσινή ανακοίνωση του υπ. Εθνικής Οικονομίας ήταν απλώς θέμα χρόνου.
Στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι ο προτιμητέος επενδυτής ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ - AD Holdings και για τους δύο διαγωνισμούς, του εργοστασίου της Λάρυμνας και των μεταλλείων, γνωστοποίησε τη Παρασκευή ότι απέσυρε το ενδιαφέρον του και ότι τώρα το υπουργείο θα προβεί άμεσα στην επισκόπηση της κατάστασης, θα προκηρύξει νέο διαγωνισμό και πιθανώς θα επανασχεδιάσει τη δομή της συναλλαγής.
Στην ουσία, η κοινοπραξία έπειτα απο δύο χρόνια συνεχών ανανεώσεων της προσφοράς της, μπροστά στην ανατροπή των συνθηκών βάσει των οποίων αυτή είχε γίνει και την απουσία visibility για την ολοκλήρωση του διαγωνισμού, απλως δεν την ανανέωσε για μια ακόμη φορά.
Το μέλλον πλέον είναι πιο άδηλο παρά ποτέ για τη μεταλλουργία που παραμένει κλειστή από τον Ιούλιο του 2022, όταν κρίθηκε ως μη βιώσιμη, καθώς τα κόστη παραγωγής και το ενεργειακό κόστος είχαν εκτιναχθεί στα ύψη.
Σε μια συγκυρία, όπου οι διεθνείς αγορές πλημμυρίζουν από το πάμφθηνο νικέλιο της Ινδονησίας, και που όσο περνάει ο καιρός ό,τι έχει απομείνει από το asset που λέγεται ΛΑΡΚΟ απαξιώνεται όλο και περισσότερο, είναι προφανές ότι ο επόμενος διαγωνισμός θα γίνει με ακόμη χειρότερους όρους. Παράλληλα, μεγαλώνει ο ο κίνδυνος να κληθεί το ελληνικό κράτος να επιστρέψει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τις παράνομες κρατικές ενισχύσεις, που μαζί με τους τόκους, ξεπερνούν πλέον τα 160 εκατ. ευρώ.
Η δαμόκλειος αυτή σπάθη επικρεμάται καιρό πάνω από την εταιρεία και ήδη από τον Ιανουάριο του 2022, μετά την καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, για κάθε εξάμηνο καθυστέρησης να μεταβιβαστεί σε επενδυτή, πληρώνουμε πρόστιμο 4,4 εκατ. ευρώ.
Το μόνο θετικό είναι ότι εδώ και μερικούς μήνες, ο κρατικός προϋπολογισμός έχει πάψει να πληρώνει 1,5 εκατ. ευρώ το μήνα για τη μισθοδοσία των 800 περίπου εργαζόμενων της μεταλλουργίας, για τους οποίους έχει ανακοινωθεί σχετικό πρόγραμμα απασχόλησης από τη ΔΥΠΑ σε περιοχές πλησίον των κατοικιών τους, σε δήμους στην Αττική, την Εύβοια και τη Στερεά Ελλάδα, καθώς επίσης σε Περιφέρειες, Κέντρα Υγείας και τον e-ΕΦΚΑ.
Ακόμη και σήμερα πάντως το σωματείο των εργαζομένων της Λάρυμνας αρνείται να εγγραφεί στα σχετικά προγράμματα, διεκδικεί βελτιώσεις και συνεχίζει τις προσφυγές στη Δικαιοσύνη, ζητώντας να ανακληθεί η δικαστική απόφαση του περασμένου Ιουλίου, με την οποία οι περίπου 830 εργαζόμενοι κατέστησαν οριστικά απολυμένοι.
Ο δεύτερος διαγωνισμός
Σε αυτό το βαρέλι δίχως πάτο που λέγεται ΛΑΡΚΟ, η επόμενη σελίδα αναμένεται να γραφτεί στις αρχές φθινοπώρου. Τότε, το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας πρόκειται να ενεργοποιήσει το «δεύτερο στάδιο» του νόμου του 2020 (ν.4664), που ορίζει ότι αν δεν τελεσφορήσει ο πρώτος διαγωνισμός, τότε προκηρύσσεται και δεύτερος και αν και εκείνος ναυαγήσει, τότε επέρχεται η πτώχευση.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις ανθρώπων που γνωρίζουν το αντικείμενο, η διενέργεια ξανά δύο ξεχωριστών διαγωνισμών, παρ’ ότι προβληματική ως διαδικασία, καθίσταται και πάλι μονόδρομος. Και αυτό καθώς οι ιδιοκτήτες είναι διαφορετικοί, αφού το Διαιτητικό Δικαστήριο (2021) είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μεν εργοστάσιο της Λάρυμνας και μέρος των μεταλλείων του Αι' Γιάννη ανήκουν στο ελληνικό Δημόσιο, ωστόσο τα υπόλοιπα μεταλλεία ανήκουν στη ΛΑΡΚΟ, την οποία εκπροσωπεί η ειδική Διαχείριση.
Έκτος από το δομικό προβληματικό στοιχείο των δύο διαγωνισμών, στο ναυάγιο συνέβαλε καθοριστικά το γεγονός ότι ο πρώτος εξ αυτών, αυτός του Δημοσίου, προέβλεπε την ανάπτυξη μονάδας πυρομεταλλουργίας, τεχνολογία την οποία οι διεθνείς συνθήκες τα τελευταία χρόνια στην αγορά έχουν απαξιώσει παντελώς.
Σύμφωνα και με όσα λένε πηγές της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, που είχε αναδειχθεί προτιμητέος επενδυτής, το business plan των 500 εκατ. ευρώ που είχε καταρτίσει όταν συμμετείχε στο διαγωνισμό για το εργοστάσιο είχε γίνει με εντελώς διαφορετικές παροδοχές από αυτές των τελευταίων ετών.
Στο παιχνίδι πλέον κυριαρχεί το σιδηρονικέλιο από την Ινδονησία, το οποίο παρτάγεται σε πολύ χαμηλές τιμές χωρίς τήρηση περιβαλλοντικών και άλλων όρων, και με βασικό αγοραστή την Κίνα, η οποία παλαιότερα κάλυπτε σε μεγάλο βαθμό τις ανάγκες της με παραγγελίες από την Ευρώπη.
Στη πράξη, όπως λένε οι γνωρίζοντες, για να έχει έστω και κάποια μικρή τύχη επιτυχίας ο επόμενος γύρος της διαγωνιστικής διαδικασίας, θα πρέπει να αφορά τη χρήση οποιασδήποτε τεχνολογίας κρίνει κατάλληλη ο επενδυτής, για παραγωγή είτε σιδηρονικελίου, είτε καθαρού νικελίου και κοβαλτίου, όπως προβλέπει η υδρομεταλλουργία, η οποία απευθύνεται στη παραγωγή μπαταριών για ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Τομέας ωστόσο που επίσης αρχίζει και κατεβάζει ταχύτητες διεθνώς. Σε κάθε περίπτωση, ο επόμενος γύρος διαγωνισμών πρέπει να γίνει με πιο ελεύθερους όρους για τους επενδυτές.
Τα καμπανάκια ηχούσαν από το 2022
Τα μηνύματα ότι το εγχείρημα διάσωσης της ΛΑΡΚΟ οδεύει προς το ναυάγιο έρχονταν απανωτά τα τελευταία χρόνια. Επειδή ο νόμος προέβλεπε ότι η εταιρεία πρέπει να παραδοθεί στον επενδυτή εν λειτουργία, η ΛΑΡΚΟ είχε επιλέγει να δουλεύει και να παράγει σιδηρονικέλιο ακόμη και επί ζημία μέχρι και τον Ιούλιο του 2022, οπότε και έκλεισε οριστικά. Τα καμπανάκια είχαν χτυπήσει αρκετά πριν, όταν η μεταλλουργία είχε ειδοποιηθεί από τους βασικούς της αγοραστές ότι σταματούν τις συμβολαιοποιημένες αγορές λόγω των ειδικών συνθηκών της αγοράς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τη τελευταία φορά που η επιχείρηση πούλησε εμπόρευμα, ήταν τον Απρίλιο του 2023, εκτός συμβολαίου, όταν αναγκάστηκε να διαθέσει μια ποσότητα scrap σε τιμή.... 5.000 - 7.000 δολάρια / τόνο, κάτω από την τρέχουσα τότε τιμή νικελίου στο Χρηματιστήριο Μεταλλευμάτων του Λονδίνου (LME)!
Επρόκειτο για τη τελευταία ποσότητα που είχε παράξει το εργοστάσιο λίγο προτού κλείσει τον Ιούλιο του 2022, τότε που το κόστος παραγωγής της Λάρυμνας υπερέβαινε τα 20.000 δολάρια τον τόνο, όταν η αντίστοιχη τιμή στο LME κυμαίνονταν στα 17-18.000 δολάρια τον τόνο…
Στην πραγματικότητα, η έννοια της ζημιάς στη περίπτωση της ΛΑΡΚΟ έχει χάσει εδώ και δεκαετίες τη σημασία και το νόημά της. Μόνο το δημοσιονομικό κόστος στήριξης από το 1989 μέχρι και το 2019, σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη των καθηγητών Μπήτρου και Σαραβάκου, του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε υπολογιστεί σε 5,77 δισ. ευρώ.
Σε αυτά θα πρέπει να αθροίσει κανείς τα περίπου 100 εκατ. ευρώ που έχει κοστίσει μέχρι σήμερα η 4ετής Ειδική Διαχείριση (2020-2024), τα πρόστιμα που έχουμε πληρώσει και συνεχίζουμε να καταβάλλουμε στην Κομισιόν, μαζί με τις κατά καιρούς διαγραφές χρεών.
Τα «κουρέματα» δανείων και άλλων υποχρεώσεων στις τρεις μέχρι τώρα διασώσεις, τα απλήρωτα ποσά προς τη ΔΕΗ, ύψους 350 - 400 εκατ. ευρώ που ρυθμίζονταν κάθε τρεις και λίγο, το κόστος των περιβαλλοντικών αποκαταστάσεων που θα κληθούμε αναπόφευκτα να πληρώσουμε. Κάποιοι θεωρούν ότι το ποσό των 6 δισ. ευρώ είναι συντηρητικό και ανεβάζουν το τελικό λογαριασμό, από τη δεκαετία του 1990 έως σήμερα, σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα.
Η αλήθεια είναι ότι ουδείς μπορεί να πει με ακρίβεια πόσο μας έχει στοιχίσει μέχρι σήμερα η ΛΑΡΚΟ. Οι υπολογισμοί πιάνουν τη περίοδο από το 1989, οπότε και ολοκληρώθηκε η πρώτη εκκαθάριση μετά την ένταξή της το 1987 στον νόμο 1386/1983 για τις προβληματικές επιχειρήσεις.
Προτού μπει σε αυτές είχε χρέη 85 εκατ ευρώ..