Επενδυτικό πλάνο δηλώνουν ότι διαθέτουν ή πρόκειται να αναπτύξουν οι μισές επιχειρήσεις μέλη του Επιμελητηρίου, ενώ 1 στις 2 εξ αυτών πλέον κάνουν ή πρόκειται να κάνουν επενδύσεις σημαντικού συνολικού ύψους.
Ιδιαίτερα ελπιδοφόρο είναι το γεγονός ότι περίπου 1 στις 2 επιχειρήσεις με λιγότερα από 10 άτομα προσωπικό, δηλώνουν ότι διαθέτουν ή πρόκειται να αναπτύξουν επενδυτικό πλάνο. Το εν λόγω ποσοστό αγγίζει το 60% για τις επιχειρήσεις με προσωπικό 11-50 άτομα και 90% για τις επιχειρήσεις με προσωπικό άνω των 50 ατόμων.
Αυτό, μεταξύ άλλων, προκύπτει από την έρευνα του ΕΒΕΑ «Παλμός ελληνικής επιχειρηματικότητας» που πραγματοποιήθηκε για δεύτερη φορά σε συνεργασία με τη Deloitte.
Η έρευνα αφορά το δεύτερο τρίμηνο του 2024 και συμμετείχαν 300 μικρομεσαίες επιχειρήσεις όλων των κλάδων της οικονομίας και ποικίλων νομικών μορφών.
Στα βασικά συμπεράσματα περιλαμβάνονται τα εξής:
- Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις εμφανίζονται πιο αισιόδοξες για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας, σε σχέση με τις μικρότερες.
- Ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων εξακολουθεί -όπως στο προηγούμενο τρίμηνο- να έχει ή να σκοπεύει να αποκτήσει εξαγωγική δραστηριότητα, η οποία, προϊόντος του χρόνου, προβλέπεται είτε να διατηρηθεί στα ίδια επίπεδα είτε να αυξηθεί σε ένα βαθμό για τις περισσότερες επιχειρήσεις.
- Σε επίπεδο κλάδου, ιδιαίτερα αναπτυγμένη εξαγωγική δραστηριότητα ή πρόθεση για απόκτησή της, έχουν οι επιχειρήσεις των κλάδων του χονδρικού εμπορίου, των ΤΠΕ και της μεταποίησης, ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις στους κλάδους του λιανικού εμπορίου, των υπηρεσιών, της υγείας και των κατασκευών, δεν έχουν ή δεν σκοπεύουν να αποκτήσουν εξαγωγική δραστηριότητα.
- Οι επιχειρήσεις συνεχίζουν να δηλώνουν ότι δεν έχουν ενστερνιστεί τα δυνητικά οφέλη από την πράσινη μετάβαση στον ίδιο βαθμό που τα αναγνωρίζουν για την ψηφιακή μετάβαση.
- Ωστόσο, παρατηρείται μία πρόοδος, σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, ως προς τη διάθεση της απαραίτητης τεχνογνωσίας σε θέματα πράσινης μετάβασης ειδικότερα.
Ως προς τη διαφοροποίηση του κύκλου εργασιών το προηγούμενο τρίμηνο σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, αξίζει να αναφερθεί ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά των επιχειρήσεων που δήλωσαν αύξηση του κύκλου εργασιών τους, σημειώθηκαν στους κλάδους της μεταποίησης (καταναλωτικά προϊόντα – 54% και βιομηχανικά προϊόντα – 44%) και των ΤΠΕ (38%). Αντιθέτως, οι κλάδοι όπου δηλώθηκε μείωση του κύκλου εργασιών τους είναι εκείνοι του εμπορίου (χονδρικό εμπόριο – 51% και λιανικό εμπόριο – 49%) και των υπηρεσιών (39%).
Αναφορικά με την έρευνα, η πρόεδρος του ΕΒΕΑ, Σοφία Κουνενάκη Εφραίμογλου, δήλωσε: «Το ΕΒΕΑ επενδύει συστηματικά στην κατανόηση των πραγματικών αναγκών των ελληνικών επιχειρήσεων, προκειμένου να συνεχίσει να σχεδιάζει στοχευμένες δράσεις και υπηρεσίες προς τα μέλη του, αλλά και να διατυπώνει ρεαλιστικές, τεκμηριωμένες προτάσεις προς την Πολιτεία.
Τα ευρήματα της έρευνας επιβεβαιώνουν την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Αποτυπώνουν ένα κλίμα ρεαλιστικών προσδοκιών, που μεταφράζεται σε αυξημένη διάθεση για επενδύσεις και νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες. Παραμένει, ωστόσο, η ανάγκη στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ώστε να μπορέσουν να αξιοποιήσουν τις διαθέσιμες ευκαιρίες και να αντιμετωπίσουν κρίσιμες για την ανταγωνιστικότητα και την ανθεκτικότητά τους προκλήσεις, όπως είναι η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση, η εξωστρέφεια, η πρόσβαση σε προσωπικό με κατάλληλες δεξιότητες».
Ο Partner και Consulting Leader της Deloitte Νίκος Χριστοδούλου σημείωσε: «Η δεύτερη αυτή μελέτη έρχεται να επιβεβαιώσει τα πορίσματα της πρώτης μελέτης, αντανακλώντας μία συνέπεια και σταθερότητα στο επιχειρηματικό τοπίο στην Ελλάδα, το οποίο χαρακτηρίζεται εν γένει από αισιοδοξία για την προοπτική της ελληνικής οικονομίας, με τις μικρότερες επιχειρήσεις, ωστόσο, να παραμένουν περισσότερο συγκρατημένες. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός, επίσης, ότι η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων του δείγματος έχει να επιδείξει επενδυτική και εξαγωγική δραστηριότητα, αυξάνοντας, έτσι, τη βαρύτητά τους στον κοινωνικό και οικονομικό ιστό της χώρας.
Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα θετικό ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις πιστεύουν ότι η ενσωμάτωση ψηφιακών τεχνολογιών αποτελεί πολύτιμο αρωγό στη μακρόπνοη ανάπτυξή τους. Οι επόμενοι “κύκλοι” της παρούσας έρευνας αναμένεται να συμβάλουν στην ολοένα και καλύτερη κατανόηση των προκλήσεων και της πορείας των ελληνικών ΜμΕ και, ως Deloitte, παραμένουμε ιδιαίτερα αισιόδοξοι για τη συνεχώς αυξανόμενη ανταγωνιστικότητα των εν λόγω επιχειρήσεων και ως εκ τούτου, της ελληνικής οικονομίας».