Ισχυρή πιστωτική επέκταση κατέγραψαν, κατά το δεύτερο τρίμηνο της χρονιάς, οι συστημικές τράπεζες, καλύπτοντας την όποια υστέρηση της πρώτης τριμηνιαίας περιόδου και καθιστώντας εφικτούς τους στόχους έτους, όπως τους έχουν επικοινωνήσει οι διοικήσεις τους.
Δύο στοιχεία λειτούργησαν καταλυτικά στην αντιστροφή της κατάστασης, σύμφωνα με στελέχη εταιρικών χορηγήσεων: οι πολλές σε αριθμό εκταμιεύσεις δανείων για εν εξελίξει επενδύσεις και τα δάνεια σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις.
Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται, ενδεικτικά, η νέα μονάδα της Ελληνικός Χρυσός στις Σκουριές, οι ΑΠΕ που κατασκευάζει (μόνη της ή σε κοινοπραξίες) η ΔΕΗ, το δάνειο στη Sunlight για αναχρηματοδότηση δανεισμού και χρηματοδότηση νέων εξαγορών, τα εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο σε Κομοτηνή (Θερμοηλεκτρική Κομοτηνής) και Αλεξανδρούπολη (Ηλεκτροπαραγωγή Αλεξανδρούπολης) καθώς και δεκάδες μικρότερες επενδύσεις ανά τη χώρα.
Στο μέτωπο των ναυτιλιακών χορηγήσεων, οι εγχώριες τράπεζες επωφελήθηκαν από το εκτεταμένο πρόγραμμα ναυπηγήσεων των ελληνόκτητων εταιρειών, καθώς και την αύξηση του τραπεζικού δανεισμού, ως ποσοστού στο μείγμα χρηματοδότησης.
Οι τράπεζες δρέπουν τους καρπούς της δουλειάς που είχαν κάνει την προηγούμενη διετία, καθώς οι περισσότερες -«στεριανές»- εκταμιεύσεις αφορούν σε εγκεκριμένες επενδύσεις. Τους τελευταίους μήνες, παρατηρείται «κοιλιά» στη δρομολόγηση νέων επενδυτικών σχεδίων. Μένει να φανεί αν πρόκειται για προσωρινό φαινόμενο, λόγω της αναμονής περαιτέρω μείωσης επιτοκίων ή έχει μονιμότερα χαρακτηριστικά.
Υποχωρεί το spread για καλούς πελάτες
Ως αποτέλεσμα της επενδυτικής βαθμίδας, της καθήλωσης των προθεσμιακών επί του συνόλου των καταθέσεων στα ίδια επίπεδα με αυτά του Σεπτεμβρίου 2023 και του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, το spread των νέων χορηγήσεων υποχώρησε στα επίπεδα του 1,5% για εταιρείες με ισχυρούς ισολογισμούς.
Το μέσο spread του υπολοίπου χαρτοφυλακίου εταιρικών χορηγήσεων εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 15 με 25 μ.β. (ο,25%) κατά τη διάρκεια της χρονιάς, εντός της καθοδήγησης που έχουν παράσχει οι διοικήσεις. Στο τέλος του πρώτου τριμήνου, το μέσο spread εταιρικών χορηγήσεων της Alpha διαμορφωνόταν σε 2,85%, για την Πειραιώς σε 2,5% και για τις Eurobank και Εθνική Τράπεζα σε 2,28% και 2,24% αντίστοιχα.
Πιστωτική επέκταση 7,5 δισ. ευρώ
Μετά το «γύρισμα» του β' τριμήνου, οι στόχοι έτους για πιστωτική επέκταση καθίστανται εφικτοί, σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη. Κάποιοι εξ αυτών αφήνουν ανοικτό το ενδεχόμενο ανοδικής αναθεώρησης στόχου, κατά την ανακοίνωση αποτελεσμάτων τρίτου τριμήνου, καθώς οι τράπεζες έχουν μπροστά τους, για το υπόλοιπο του έτους, κάποιες μεγάλες εκταμιεύσεις (π.χ. χρηματοδότηση τιμήματος εξαγοράς της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή).
Υπενθυμίζεται ότι η Πειραιώς στοχεύει σε πιστωτική επέκταση της τάξης του 1,7 δισ. ευρώ, ενώ συνολικά στην τριετία 2024-26 το business plan της τράπεζας προβλέπει αύξηση της «πίτας» των ενήμερων δανείων κατά 5,4 δισ. ευρώ. Η Eurobank αναμένει καθαρή πιστωτική επέκταση 1,3 δισ. ευρώ στην εγχώρια αγορά. Πρόκειται για την πιο συντηρητική εκτίμηση μεταξύ των συστημικών τραπεζών. Σε επίπεδο ομίλου, η Εurobank εκτιμά ότι το υπόλοιπο των ενήμερων δανείων της θα αυξηθεί εντός της φετινής χρονιάς κατά 2,4 δισ. ευρώ.
Πιστωτική επέκταση της τάξης των 2 δισ. ευρώ αναμένει για φέτος η Alpha σε επίπεδο ομίλου. Στόχος που αφορά κατά το συντριπτικό του μέρος την εγχώρια αγορά, μετά την ταξινόμηση της Alpha Bank Romania στα προοριζόμενα προς πώληση, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας με UniCredit.
Τέλος, η Εθνική προβλέπει μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης των εξυπηρετούμενων δανείων 7% την περίοδο 2024-26. Για την φετινή χρονιά, ο άτυπος στόχος ορίζεται σε 1,4 δισ. ευρώ. Η διαφορά μεταξύ του ανεπίσημου φετινού στόχου (1,4 δισ. ευρώ) και της μέσης ετήσιας αύξησης (2,65 δισ. ευρώ) για την τριετία 2024-26, εξηγείται από τον χρονισμό ολοκλήρωσης μεγάλων συναλλαγών, όπως οι παραχωρήσεις Αττικής Οδού, Εγνατίας, ΒΟΑΚ.
Κατά τη διετία 2022-23, η πιστωτική επέκταση στις επιχειρήσεις ανήλθε στα 9,4 δισ. ευρώ, με την αύξηση των δανειακών υπολοίπων να ανέρχεται στο 15,5 δισ. ευρώ, διπλάσια του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ την αντίστοιχη περίοδο, παρά την αρνητική επίδραση που είχε στην αγορά η αλματώδης αύξηση των επιτοκίων σε ιστορικά υψηλά επίπεδα στην ευρωζώνη.