Η αργή μεταστροφή των καταθετών σε προϊόντα προθεσμίας και η πολύ χαμηλή παραγωγή νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αποτελούν τα δύο «ατού» των εγχώριων τραπεζών, ως προς την εξέλιξη της φετινής κερδοφορίας, με «μπαλαντέρ» ενδεχόμενη υιοθέτηση βραδύτερου ρυθμού μείωσης επιτοκίων από την ΕΚΤ, σε σχέση με αυτόν που προεξοφλεί η αγορά.
Τα αποτελέσματα πρώτου τριμήνου ΕΤΕ και Πειραιώς επιβεβαίωσαν την παραπάνω αίσθηση. Η αύξηση της συμμετοχής των προθεσμιακών στο μείγμα καταθέσεων εξελίσσεται πολύ πιο αργά, έναντι του ρυθμού τον οποίο προϋπολόγισαν οι τράπεζες στα business plans. Εξέλιξη που συντηρεί φθηνή καταθετική βάση, συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης, επιτρέποντας στις τράπεζες να «ψαλιδίζουν» τα περιθώρια (spreads) χορηγήσεων προς μεγάλες -κυρίως- επιχειρήσεις καθώς και να καλύπτουν μέρος του αυξημένου κόστους αντιστάθμισης κινδύνου μείωσης επιτοκίων.
Η συμμετοχή προθεσμιακών στο μείγμα καταθέσεων της Εθνικής παρέμεινε σχεδόν σταθερή, ενώ το beta καταθέσεων «τσίμπησε», διαμορφούμενο σε 12% από 11% στο τέλος 2023. Η παραπάνω εξέλιξη συνέβαλε ώστε το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (Net Interest Margin - NIM) να διαμορφωθεί σε 3,26%, κατά το πρώτο τρίμηνο, έναντι 3,37% στο τελευταίο τρίμηνο του 2023 (Q4 2023). Η επίδοση NIM τριμήνου ξεπερνά την εταιρική καθοδήγηση για το έτος (2,9%).
Στην Πειραιώς το beta καταθέσεων αυξήθηκε, επίσης, κατά 1%, σε τριμηνιαία βάση (14% στο Q1 2024), ενώ η συμμετοχή των προθεσμιακών στο μείγμα καταθέσεων παρέμεινε σταθερή σε 23%. Το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο διαμορφώθηκε σε 2,71%, οριακά χαμηλότερο, σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο (2,79%).
Οι δύο τράπεζες έχουν μπατζετάρει το φετινό πλάνο με την παραδοχή ότι η συμμετοχή των προθεσμιακών καταθέσεων στο συνολικό μείγμα θα αυξηθεί σημαντικά. Η Εθνική προβλέπει αύξηση σε 25% από 19% και η Πειραιώς σε 34% από 23%. Πρόκειται για εκτιμήσεις που αναλυτές και αγορά αντιμετώπισαν εξαρχής ως υπερβολικά συντηρητικές και η πορεία πρώτου τριμήνου τούς επιβεβαιώνει.
Την ίδια στιγμή, o ρυθμός του NPE formation διαμορφώθηκε σε πολύ χαμηλά επίπεδα (σχεδόν μηδενικά), με αποτέλεσμα το κόστος πιστωτικού κινδύνου να υπολείπεται του budget. Στην Εθνική, οι προβλέψεις της περιόδου ανήλθαν σε 46 εκατ. ευρώ, με το κόστος πιστωτικού κινδύνου (Cost of Risk) να διαμορφώνεται σε 55 μ.β., έναντι καθοδήγησης για κόστος χαμηλότερο των 65 μ.β. Το συνολικό κόστος χρηματοδότησης αυξήθηκε μόλις κατά 3 μονάδες βάσης στη διάρκεια του πρώτου τριμήνου και διαμορφώθηκε σε 80 μ.β.
Η Πειραιώς εμφάνισε στο πρώτο τρίμηνο κόστος πιστωτικού κινδύνου μόλις 51 μονάδες βάσης, έναντι καθοδήγησης περίπου 80 μ.β. για το σύνολο του έτους. Χάρη στη «θεραπεία» (curing) ρυθμισμένων δανείων, η καθαρή παραγωγή νέων επισφαλών δανείων ήταν μηδενική και το NPE ratio παρέμεινε σταθερό σε 3,5%.
Συνθήκες ανοδικής αναθεώρησης στόχων κερδοφορίας
Ο συνδυασμός διατήρησης φθηνότερης καταθετικής βάσης και χαμηλότερων προβλέψεων, έναντι των στόχων, δημιουργεί ούριο άνεμο για ανοδική αναθεώρηση καθοδηγήσεων κερδοφορίας και απόδοσης (RoTE), κατά την εξέλιξη της χρονιάς, με τη διοίκηση της Πειραιώς να δηλώνει σχετική πρόθεση, εφόσον η τάση μηδενικού NPE formation συνεχισθεί.
Η διοίκηση της Εθνικής δεν προέβη σε αντίστοιχη δήλωση πρόθεσης, οι αναλυτές, όμως, σημείωσαν ότι η οργανική κερδοφορία πρώτου τριμήνου (σ.σ. 320 εκατ. ευρώ) και απόδοσης (core RοTE 17,6%) δημιουργεί συνθήκες υπέρβασης του ετήσιου στόχου (1,2 δισ. ευρώ οργανικά κέρδη και RοTE 15%).
Τα καθαρά έσοδα από τόκους της τράπεζας ανήλθαν σε 605,5 εκατ. ευρώ, πάνω από τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις (600 εκατ. ευρώ), καταγράφοντας πτώση κατά 3%, σε τριμηνιαία βάση, ως απόρροια του κόστους αντιστάθμισης κινδύνου και της μείωσης του περιθωρίου (spread) χορηγήσεων.
Δυνατές προμήθειες σε Πειραιώς
Στα αξιοσημείωτα στοιχεία του πρώτου τριμήνου το γεγονός ότι η Πειραιώς κατάφερε να επιδείξει έσοδα οριακά καλύτερα (145 εκατ. ευρώ +1%) από το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, που αποτελεί το παραδοσιακά δυνατό, χάρη στα αυξημένα έσοδα από wealth management και τραπεζοασφαλιστικές εργασίες. Η Εθνική εμφάνισε καθαρά έσοδα από προμήθειες 99,6 εκατ. ευρώ, υψηλότερα μεν από τις συγκλίνουσες εκτιμήσεις αλλά χαμηλότερα σε τριμηνιαία βάση. Τέλος, η Πειραιώς μείωσε τα λειτουργικά της έξοδα, επίδοση που ενισχύει την αίσθηση ότι θα υπεραποδώσει έναντι του guidance.
Μπαλαντέρ η πιο αργή μείωση επιτοκίων
Εφόσον η ΕΚΤ δώσει σήμα για βραδύτερη πορεία αποκλιμάκωσης των επιτοκίων, κατά τη συνεδρίαση του Ιουνίου ή αργότερα εντός της χρονιάς, η αγορά θα σπεύσει να προεξοφλήσει αναθεώρηση της φετινής κερδοφορίας. Κάτι τέτοιο θα επιδράσει περισσότερο θετικά σε Εθνική, το budget της οποίας προβλέπει ότι το Euribor τριμήνου θα κινείται στο τέλος του έτους στην περιοχή του 3% και λιγότερο σε Πειραιώς (πρόβλεψη για διαμόρφωση του μέσου Euribor τριμήνου στα επίπεδα του 3,8%).
Η διοίκηση της Εθνικής αναφέρθηκε στο θέμα, σημειώνοντας ότι ενδέχεται η φετινή επίδοση των καθαρών εσόδων από τόκους να είναι υψηλότερη, αν η ΕΚΤ υιοθετήσει βραδύτερο ρυθμό μείωσης επιτοκίων.
Ανάκαμψη χορηγήσεων τον Απρίλιο
Αδύναμο σημείο των αποτελεσμάτων πρώτου τριμήνου Εθνικής και Πειραιώς αποτέλεσε η αρνητική καθαρή πιστωτική επέκταση, εξέλιξη περίπου αναμενόμενη, λόγω των υψηλών αποπληρωμών και της εποχικότητας. Αμφότερες οι διοικήσεις εκτίμησαν ότι οι χορηγήσεις θα ανακάμψουν και οι στόχοι πιστωτικής επέκτασης έτους θα επιτευχθούν.
Η Εθνική παρείχε περισσότερα στοιχεία, σημειώνοντας ότι οι χορηγήσεις τον Απρίλιο ανήλθαν σε 850 εκατ. ευρώ χάρη κυρίως σε ναυτιλιακά δάνεια, ενώ στο pipeline βρίσκονται χρηματοδοτήσεις 2,9 δισ. ευρώ.
Η «καθαρή» λύση για δάνεια με εγγύηση Δημοσίου
Τέλος, υπό την επιταγή του SSM, οι δύο τράπεζες υιοθέτησαν, όπως είχαν προαναγγείλει στα τελευταία ενημερωτικά δελτία, καθαρή λύση ως προς την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με εγγύηση Δημοσίου.
Η μεν Πειραιώς σχημάτισε πρόβλεψη 70 εκατ. ευρώ και έχει προϋπολογίσει στο business plan επιπρόσθετες προβλέψεις 250-300 εκατ. ευρώ ως το 2026. Στόχος να φθάσει την κάλυψη της υποκατηγορίας σε 80% εντός του 2025 και σε 100% ως το τέλος του 2026.
Η Εθνική σχημάτισε πρόσθετη πρόβλεψη 100 εκατ. ευρώ, ενώ η διοίκηση ανέφερε ένα επιπρόσθετο ποσό ως 200 εκατ. ευρώ για τους επόμενους 12 με 18 μήνες. Τα παραπάνω ποσά μπορεί να είναι αισθητά χαμηλότερα, αν επιταχυνθεί ο ρυθμός πληρωμών από το Δημόσιο.