Η δημόσια πρόταση της General Atlantic προκειμένου να αποκτήσει το υπόλοιπο 37,08% των μετοχών της Epsilon Net (όχι εκείνων του Γιάννη Μίχου και της Εθνικής Τράπεζας) και να βγάλει την εταιρεία εκτός χρηματιστηρίου τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα, καθώς:
- Η προσφερόμενη τιμή των 12 ευρώ δίνει τη δυνατότητα στη μειοψηφία να ρευστοποιήσει τη θέση της, κλειδώνοντας υψηλά κέρδη, με τις ποσοστιαίες αποδόσεις να είναι τριψήφιες για τους μακροχρόνιους «πιστούς» της μετοχής.
- Δημιουργεί μεγαλύτερες προσδοκίες σε τμήμα του επενδυτικού κοινού για τις υπόλοιπες μετοχές του κλάδου (τονίζεται πάντως ότι κάθε εταιρεία πληροφορικής αποτελεί μια ξεχωριστή υπόθεση).
- Σηματοδοτεί μια νέα εποχή για την Epsilon Net, καθώς μετά την Εθνική Τράπεζα, στην εξίσωση της επόμενης ημέρας της εισέρχεται και η General Atlantic.
- Προκαλεί πονοκεφάλους στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, καθώς μετά από το πρόσφατο παράδειγμα της Entersoft, πιθανολογείται βάσιμα (σε περίπτωση που το ποσοστό των τριών μεγαλύτερων μετόχων ξεπεράσει το 90%) ότι μια ακόμη εισηγμένη από τον χώρο της πληροφορικής θα αποχωρήσει από το ταμπλό της Λεωφόρου Αθηνών.
Ούτε το 2008, όταν η Epsilon Net εισερχόταν στην Εναλλακτική Αγορά, αλλά ούτε και τον Ιούνιο του 2020, όταν μετατάχθηκε στην Κύρια Αγορά του ΧΑ, υπήρχε κάποιος που μπορούσε να προβλέψει το τι θα συνέβαινε τα επόμενα χρόνια.
Από τη μια πλευρά, ήταν οι ραγδαίες εξελίξεις στο μέτωπο της πληροφορικής και η ανάγκη που προέκυψε για ψηφιοποίηση των εργασιών στις επιχειρήσεις (η εκδήλωση της πανδημίας Covid-19 έδρασε καταλυτικά στη συγκεκριμένη εξέλιξη). Προς την ίδια κατεύθυνση λειτούργησαν και οι θεσμικές πρωτοβουλίες της Πολιτείας προκειμένου να εκσυγχρονίσει τη λειτουργία του δημόσιου τομέα και να περιορίσει τη φοροδιαφυγή και την εισφοροδιαφυγή (π.χ. ηλεκτρονική τιμολόγηση, ηλεκτρονικά βιβλία, υποχρεωτικές συσκευές POS, ψηφιακή κάρτα εργασίας, κ.λπ.).
Και από την άλλη πλευρά, ήταν οι κινήσεις της ίδιας της Epsilon Net, η οποία είχε ήδη υλοποιήσει πολύ σημαντικές επενδύσεις κατά τη διάρκεια της κρίσης (Pylon) και στη συνέχεια χρησιμοποίησε τα ολοένα και αυξημένα κέρδη της προκειμένου να εξαγοράζει ανταγωνιστές και άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν σε κάθετες αγορές.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν κατά τα τελευταία τέσσερα χρόνια η Epsilon Net να έχει προχωρήσει σε περίπου είκοσι εξαγορές, διατηρώντας θετικό καθαρό ταμείο και αναπτύσσοντας συνεχώς τις οικονομικές επιδόσεις της μέσω της προσθήκης νέων εργασιών, αλλά και μέσω σταυροειδών πωλήσεων μεταξύ των εταιρειών του ομίλου.
Ενδεικτικό είναι το ότι η Epsilon Net ενώ το 2019 εμφάνισε κύκλο εργασιών 16,8 εκατ. ευρώ και καθαρά κέρδη ύψους ενός εκατ. ευρώ, πέρυσι (σε τέσσερα μόλις χρόνια) ανέβασε τις αντίστοιχες επιδόσεις της στα 93,2 και στα 20 εκατ. ευρώ! Και αυτό, όταν με βάση το περυσινό τριετές business plan, ο κύκλος εργασιών του 2025 είχε τοποθετηθεί στα 150 εκατ. ευρώ και το περιθώριο EBITDA πάνω από το 30%.
Ο πολλαπλασιασμός των κερδών οδήγησε και στην εκτίναξη της μετοχής στο ταμπλό του ΧΑ, η προσαρμοσμένη τιμή της οποίας από το μισό ευρώ του Ιουνίου του 2020 έκλεισε προχθές λίγο πάνω από τα δέκα ευρώ και οι επενδυτές θα έχουν τη δυνατότητα να την πουλήσουν στη θυγατρική της General Atlantic προς 12 ευρώ (πέρα από τα μερίσματα που έχουν εισπράξει κατά την περίοδο που μεσολάβησε).
Είναι προφανές ότι οι μακροχρόνιοι μέτοχοι της Epsilon Net καρπώνονται «τρελές αποδόσεις». Ενδεικτική περίπτωση είναι αυτή του αμερικανικού fund Barca που είναι τοποθετημένο εδώ και χρόνια στη ελληνική εταιρεία, κατέχοντας το 6,05%.
Στους ιδιαίτερα κερδισμένους συγκαταλέγεται και η 3Κ Investment Partners ΑΕΔΑΚ, η οποία διαθέτει εδώ και πολύ καιρό σημαντική θέση στην Epsilon Net, έχοντας τοποθετηθεί σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα τιμών σε σχέση με τα τρέχοντα και πόσο μάλλον σε σύγκριση με αυτά της δημόσιας πρότασης.
O ρόλος του General Atlantic
Αυτό που προκάλεσε έκπληξη σε πολλούς είναι το γιατί ένα τόσο μεγάλο fund όπως το General Atlantic βάζει τόσο βαθιά το χέρι στην τσέπη (η απόκτηση του εναπομείναντος 37,08% θα του κοστίσει κάτι παραπάνω από 240 εκατ. ευρώ), προκειμένου να αποκτήσει μειοψηφικό ποσοστό σε μια ελληνική εταιρεία πληροφορικής και μάλιστα έναντι ενός τιμήματος που πολλοί θα το θεωρήσουν ιδιαίτερα δελεαστικό (η συνολική αποτίμηση της Epsilon Net με βάση το τίμημα της δημόσιας πρότασης υπολογίζεται στα 650,4 εκατ. ευρώ).
Η απάντηση προκύπτει από το αντικείμενο δραστηριότητας του General Atlantic σε συνδυασμό με τις προοπτικές στον κλάδο της πληροφορικής.
Το General Atlantic ιδρύθηκε το 1980, έχει έδρα στις ΗΠΑ, το 2021 διέθετε κεφάλαια υπό διαχείριση υψηλότερα των 86 δισ. δολαρίων και τον Ιούνιο του 2023 κατατάχθηκε στην ένατη θέση μεταξύ των μεγαλύτερων οργανισμών private equity στον κόσμο. Δραστηριοποιείται στην παροχή κεφαλαίων και στη στρατηγική υποστήριξη σε εταιρείες με ισχυρά περιθώρια ανάπτυξης κυρίως στους κλάδους της τεχνολογίας, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, των καταναλωτικών ειδών, της υγείας και των επιστημών υγείας.
Έτσι εξηγείται το γιατί η κίνηση του General Atlantic αποδίδεται στις προοπτικές του κλάδου της τεχνολογίας και στα σαφή περιθώρια ανάπτυξης που διανοίγονται σε όσους ομίλους πληροφορικής επενδύσουν μεγάλα ποσά με τον σωστό τρόπο.
Η «νέα εποχή» για την Epsilon Net φαίνεται πως ξεκίνησε πριν από περίπου δύο χρόνια, όταν η Εθνική Τράπεζα απέκτησε το 7,5% της εταιρείας προς περίπου 7,5 ευρώ ανά μετοχή, με τον χρηματοπιστωτικό όμιλο να έχει το δικαίωμα (option) να αγοράσει ένα επιπλέον ποσοστό από τον βασικό μέτοχο (Γιάννη Μίχο). Στόχος του συγκεκριμένου deal ήταν η από κοινού δραστηριοποίηση της Εθνικής και της Epsilon Net στον καινοτόμο χώρο του embedded finance.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η Epsilon Net έχει δεχτεί κρούσεις για να επενδύσει και σε σειρά άλλων ενδιαφέροντων πεδίων στον χώρο της πληροφορικής, κάτι που απαιτεί μεγάλα κεφαλαιακά ποσά, με το fund της General Atlantic να διαθέτει προσβάσεις στις διεθνείς κεφαλαιαγορές.
Η εταιρεία Bidco που προτίθεται να αποκτήσει το 37,08% της Epsilon Net είναι κατά 100% θυγατρική της General Atlantic, η οποία με τη σειρά της ελέγχεται από σειρά ιδιωτικών επενδυτικών κεφαλαίων και οντοτήτων, οι οποίες εδρεύουν στο Λουξεμβούργο, στις Βερμούδες και στις Ηνωμένες Πολιτείες, και οι οποίες ελέγχονται σε ανώτατο επίπεδο από την GASC MGP, LLC με έδρα το Delaware.