Την επίπτωση στα φετινά κέρδη αλλά και σε αυτά των επόμενων ετών, από τον υπολογισμό συμπληρωματικού φόρου επί των κερδών, τα οποία συνεισφέρουν οι δραστηριότητες σε Βουλγαρία και Κύπρο, θα κληθεί να συνυπολογίσει, τους επόμενους μήνες, η αγορά στην περίπτωση του ομίλου Eurobank.
Σε συνέχεια της συμφωνίας σε επίπεδο ΟΟΣΑ, εκδόθηκε προ διετίας η κοινοτική οδηγία 2022/2523 «Πυλώνας ΙΙ» ( Pillar II), η οποία εισάγει από 1/1/2024 διεθνώς συμφωνημένους κανόνες και μεθοδολογία για θέσπιση κοινών μέτρων υπολογισμού της ελάχιστης πραγματικής φορολόγησης πολυεθνικών επιχειρήσεων, αλλά και τοπικών ομίλων μεγάλης κλίμακας.
Συγκεκριμένα, εταιρείες με ετήσια έσοδα άνω των 750 εκατ. ευρώ θα πρέπει να υπόκεινται σε πραγματικό φορολογικό συντελεστή τουλάχιστον 15% σε κάθε δικαιοδοσία, στην οποία δραστηριοποιούνται. Βουλγαρία και Κύπρος έχουν ενσωματώσει στο εθνικό τους δίκαιο την παραπάνω οδηγία, ενώ ακολουθεί η Ελλάδα καθώς το πλαίσιο βρίσκεται σε διαβούλευση. Για τα κράτη-μέλη της ΕΕ, η οδηγία εφαρμόζεται υποχρεωτικά από 1/1/2024. Συνεπώς, όσες έχουν καθυστερήσει, όπως η Ελλάδα, θα ενσωματώσουν στο εθνικό δίκαιο την οδηγία με αναδρομική ισχύ.
Η Eurobank, μαζί με τις ΟΠΑΠ και Jumbο, απαρτίζει την ομάδα εισηγμένων με τη μεγαλύτερη πιθανή επίδραση. Αφενός, πραγματοποιούν ετήσιο τζίρο άνω των 750 εκατ. ευρώ, αφετέρου, αξιοσημείωτο μέρος των ενοποιημένων κερδών έρχεται από δραστηριότητες που εδρεύουν σε χώρες με φορολογικό συντελεστή χαμηλότερο του 15% (Βουλγαρία 10%, Κύπρος 12%).
Το business plan του ομίλου Eurobank, για την τριετία 2024-26, προβλέπει ότι περίπου 50% των ετήσιων κερδών θα έρχεται από τις δραστηριότητες εξωτερικού (σ.σ. κυρίως Κύπρος και Βουλγαρία) έναντι 37,3% πέρυσι (468 εκατ. ευρώ). O όμιλος διευρύνει, μέσω της απόκτησης της Ελληνικής Τράπεζας Κύπρου, τη διαφοροποιημένη βάση εσόδων του, διασφαλίζοντας επαναλαμβανόμενη κερδοφορία, ανεξαρτήτως της πιθανής αποκλιμάκωσης επιτοκίων.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει η διοίκηση στις οικονομικές καταστάσεις χρήσης 2023, ο όμιλος Eurobank, λαμβάνοντας υπόψη την πιο πρόσφατη πληροφόρηση ανά χώρα δραστηριοποίησής του καθώς και τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία, «έχει εντοπίσει πιθανή έκθεση σε συμπληρωματικό φόρο του Πυλώνα ΙΙ για κέρδη που προκύπτουν σε Βουλγαρία και Κύπρο», χώρες στις οποίες ο πραγματικός φορολογικός συντελεστής είναι χαμηλότερος του 15% (ονομαστικός φορολογικός συντελεστής 10% σε Βουλγαρία, 12,5% σε Κύπρο).
Ο πρόσθετος φόρος, αν η οδηγία ήταν σε ισχύ από πέρσι
Σύμφωνα με όσα αναφέρει η τράπεζα, αν η κοινοτική οδηγία ίσχυε από 1/1/2023, το 26% των προ φόρων κερδών του ομίλου από συνεχιζόμενες δραστηριότητες, προσαρμοσμένων βάσει των μεταβατικών διατάξεων, θα υπαγόταν σε συμπληρωματικό φόρο. Πρόκειται για εκτίμηση, βάσει των κερδών των εταιρειών του ομίλου (σ.σ. προ απαλοιφών ενδοεταιρικών συναλλαγών) που δραστηριοποιούνται σε Βουλγαρία και Κύπρο.
Ο πραγματικός (μέσος σταθμισμένος) φορολογικός συντελεστής, βάσει των κανόνων της κοινοτικής οδηγίας, ο οποίος θα εφαρμοζόταν επί των εν λόγω κερδών, θα ήταν 11,7% (10,2% σε Βουλγαρία και 12,8% σε Κύπρο). Για τα κέρδη από Ελλάδα δεν τίθεται ζήτημα συμπληρωματικού φόρου καθώς ο φορολογικός συντελεστής στις τράπεζες παρέμεινε σε 29%, προκειμένου να μη διαταραχθεί η «αρχιτεκτονική» των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (Deferred Tax Credits-DTCs).
Μικρή η επίπτωση
Σύμφωνα με αναλυτές, η επίπτωση από τον συμπληρωματικό φόρο στα καθαρά κέρδη θα είναι μικρή, παρά την αυξημένη συμμετοχή των δραστηριοτήτων Κύπρου και δευτερευόντως Βουλγαρίας στα ενοποιημένα κέρδη.
Τα οργανικά λειτουργικά κέρδη του ομίλου αναμένεται να διαμορφωθούν φέτος σε 1,5 δισ. ευρώ και η απόδοση επί των ενσώματων ιδίων κεφαλαίων, βάσει της προσαρμοσμένης κερδοφορίας, σε περίπου 15%. Ο δείκτης CET 1 θα μείνει πάνω από το 17%, αφού αφαιρεθεί η επίπτωση από το μέρισμα χρήσης (άνω του 25% των καθαρών κερδών).
Το παραπάνω πλάνο ενδέχεται να αποβεί συντηρητικό και να αναθεωρηθεί ανοδικά εντός της χρονιάς. Και αυτό επειδή το business plan της περιόδου 2024-26 συμπεριλαμβάνει την Ελληνική, με στατική προβολή μεγεθών 2023, καθώς δεν έχουν ληφθεί ακόμη όλες οι εγκρίσεις, ούτε έχει υποβληθεί η υποχρεωτική δημόσια προσφορά, που πιθανότατα θα ανεβάσει το ποσοστό της πάνω από το 60% ή και το 65%.