Διοικητικό πρόστιμο συνολικού ύψους 250.000 ευρώ στην ΑΛΦΑ ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε. για παράνομη επιβάρυνση δανειολήπτη στεγαστικού δανείου επέβαλε το Υπουργείο Ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα, μετά από εξέταση σχετικής καταγγελίας στη Γενική Διεύθυνση Αγοράς και Προστασίας Καταναλωτή της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, διαπιστώθηκε επιβάρυνση συγκεκριμένου δανειολήπτη με έξοδα εξέτασης αιτήματος δανειοδότησης.
Ο όρος περί χρέωσης δαπάνης, προκειμένου να εξεταστεί από την τράπεζα αίτημα δανειοδότησης κρίνεται καταχρηστικός με βάση το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2251/1994 σε συνδυασμό με την Υπουργική Απόφαση Ζ1-798/2008 και κατά παράβαση αυτής, ως αδιαφανής.
Η διαδικασία αυτή δεν εξηγεί επαρκώς τον τρόπο με τον οποίο προκύπτουν τα έξοδα του πιστωτικού ιδρύματος, δημιουργώντας σύγχυση στον δανειολήπτη για το τί τελικά καλύπτει, καταλήγει η ανακοίνωση του υπουργείου.
Η θέση της τράπεζας
Η απόφαση αφορά έξοδα στεγαστικού δανείου που ο πελάτης έλαβε το 2012 – η καταγγελία κατατέθηκε τον Ιανουάριο 2021, διευκρινίζει η Alpha Bank.
Οπως επισημαίνει, «ο καταγγέλλων, κατά πάγια πρακτική, έλαβε έγγραφη προσυμβατική ενημέρωση όπου, μεταξύ άλλων, ρητώς ενημερώθηκε για το ποσό που καλείτο να καταβάλει εφάπαξ και δίχως να εκφράσει την παραμικρή επιφύλαξη προχώρησε στην υπογραφή της σύμβασης.
Οι σχετικές χρεώσεις (έξοδα) είναι σύμφωνες με τη νομοθεσία και τις σχετικές οδηγίες της Τράπεζας της Ελλάδος που έχουν σταλεί και υιοθετηθεί από το σύνολο των τραπεζών.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με την Πράξη Διοικητή της ΤτΕ 178/2004, ως ακολούθως:
«3. α) Οι εφάπαξ δαπάνες, τα έξοδα υπέρ τρίτων καθώς και οι αμοιβές για ειδικές υπηρεσίες που εισπράττονται από τα πιστωτικά ιδρύματα κατά τη χορήγηση δανείων και πιστώσεων (στις οποίες περιλαμβάνονται και η ανάληψη μετρητών μέσω πιστωτικών καρτών), διαμορφώνονται όχι κατ’ αναλογικό τρόπο, αλλά καθορίζονται σε σταθερό, κατά περίπτωση, ποσό που να δικαιολογείται από τη φύση και το είδος της παρεχόμενης υπηρεσίας»
Περαιτέρω στην υπ’ αριθ. 53/16.1.2003 επιστολή της Τράπεζα της Ελλάδος (Συν. 1), περί παροχής διευκρινίσεων σχετικά με την ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, αναφέρεται ότι οι δυνάμενες, να μετακυλισθούν στον δανειολήπτη περιπτώσεις αμοιβών, δαπανών και εξόδων υπέρ τρίτων του κεφ. ΣΤ της ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, συνιστούν επιβαρύνσεις που καλύπτουν ειδικό λειτουργικό κόστος, καταβάλλονται εφάπαξ και εξειδικεύονται κατά την αιτιολογία και το εύλογο ύψος τους. Στην εν λόγω επιστολή αναφέρεται ρητώς ότι εμπίπτουν στις επιβαρύνσεις αυτές και οι δαπάνες εξέτασης αιτήματος δανειοδοτήσεως και προεγκρίσεως δανείου.
Δεδομένου ότι η εν λόγω χρέωση αποτελεί πάγια τραπεζική πρακτική για το σύνολο του κλάδου, προβλέπεται στην Πράξη της ΤτΕ, είναι διαφανής και ευδιάκριτη στον τιμοκατάλογο της Τράπεζας, συγκεκριμένου ύψους και όχι αναλογική με το ύψος του δανείου και, τέλος, αφορά μόνον περιπτώσεις δανείων που τελικά εκταμιεύονται, η Τράπεζα προτίθεται να προσβάλει την απόφαση της Διεύθυνσης Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης, αναμένοντας δικαίωση των θέσεών της στο πλαίσιο ανάλογων δικαστικών αποφάσεων που έχουν κρίνει αντίστοιχες χρεώσεις στο παρελθόν».