Σε συμπληγάδες οι μικροί του λιανικού εμπορίου

Ακρίβεια και έλλειψη μεγέθους συνθλίβει τις μικρές επιχειρήσεις. Τι δείχνει η ετήσια έκθεση της ΕΣΕΕ, που δεν περιλαμβάνει το αποτύπωμα του πολέμου στην Ουκρανία.

Σε συμπληγάδες οι μικροί του λιανικού εμπορίου

Πληγωμένες από τη δεκαετή κρίση που προηγήθηκε οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις του εμπορίου κατάφεραν να αντέξουν στην πανδημία, αλλά καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων εταιρειών και των πολυεθνικών αλυσίδων με λιγότερα εργαλεία εμπρός στο περιβάλλον αβεβαιότητας που αναδύεται.

Παρά την ανάκαμψη που καταγράφεται για το 2021 (ανάπτυξη 9,7% στο λιανεμπόριο και 20% στο χονδρεμπόριο σε σχέση με το 2020), μία στις δύο εμπορικές επιχειρήσεις με χρέη και μειούμενο τζίρο, οι λεγόμενες «απειλούμενες επιχειρήσεις», κινδυνεύει με οριστικό λουκέτο. Η κατηγορία αντιπροσωπεύει το 23% περίπου της αγοράς, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση ελληνικού εμπορίου της ΕΣΕΕ, που κατηγοριοποιεί τις επιχειρήσεις με βάση τη μεταβολή του κύκλου εργασιών και την ύπαρξη χρεών, μελετώντας τις σχετικές μεταβολές το α' εξάμηνο του 2021, σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο, χωρίς δηλαδή να περιλαμβάνει τις συνέπειες της κρίσης από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Ας σημειωθεί ότι το εμπόριο λειτουργεί με αυξανόμενα κόστη σε ανελαστικές δαπάνες, όπως η ηλεκτρική ενέργεια και τα ενοίκια. Ειδικά οι μικρές εμπορικές επιχειρήσεις διαθέτουν χαμηλά επίπεδα ρευστότητας, όταν οι τιμές των εμπορευμάτων αυξάνονται και οι καταναλωτικές δαπάνες μειώνονται.

Διαθέτουν επίσης μικρότερη διαπραγματευτική δύναμη έναντι προμηθευτών σε σχέση με τις μεγάλες εταιρείες που μπορούν να αξιοποιήσουν καλύτερα ψηφιακό κανάλι, συνέργειες και χρηματοδοτικά εργαλεία. Επιπλέον, σε περιβάλλον εντεινόμενων πληθωριστικών πιέσεων δύσκολα μπορούν να διατηρήσουν ικανοποιητικά περιθώρια κέρδους.

Ιδιαίτερα εμφανείς είναι οι δομικές αλλαγές στον τομέα ένδυσης - υπόδησης, με την αγορά να τρέχει με διαφορετικές ταχύτητες, με τις μεν μεγάλες εταιρείες να αυξάνουν τις πωλήσεις τους και τις μικρές να υστερούν. Επιπλέον ο τομέας ένδυσης - υπόδησης, που αποτελεί πάνω από 23% στο σύνολο του εμπορίου, έχει το μεγαλύτερο αποτύπωμα «απειλούμενων» επιχειρήσεων, ήτοι 32,5%.

Οι λεγόμενες «συνεπείς» επιχειρήσεις, αυτές που έχουν αποπληρώσει τα χρέη τους αλλά βλέπουν τον τζίρο τους να μειώνεται αντιστοιχούν στο 21% και οι «αγωνιστές», με στασιμότητα κύκλου εργασιών και χρεών έχουν μερίδιο 13%. Περαιτέρω, οι «ανθεκτικές», με σταθερό τζίρο και χωρίς χρέη είναι το 20% και δύο ακόμη κατηγορίες είναι οι «αναπτυσσόμενες» και οι «δυναμικές» εταιρείες με μερίδια από 12%. Οι μεν αναπτυσσόμενες είναι αυτές που έχουν αυξήσει τον κύκλο εργασιών τους αλλά διατηρούν χρέη και οι δε δυναμικές αυτές με αύξηση τζίρου και χωρίς οφειλές.

Ο καθρέπτης των μικρομεσαίων εμπόρων

Σύμφωνα με δειγματοληπτική έρευνα του ΙΝΕΜΥ για το 2021 στις μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις, διαπιστώνεται ότι το 65% χρησιμοποιεί ως επαγγελματική στέγη κτίριο στο οποίο καταβάλλει μίσθωμα ενώ το 34% των επιχειρήσεων στεγάζει την επιχειρηματική δραστηριότητά του σε ιδιόκτητο ακίνητο. Σημειώνεται ότι το μέσο μίσθωμα σημειώνει σημαντική αύξηση 11% σε σύγκριση με το 2020.

Το 68,2% των εμπορευμάτων των μικρομεσαίων εμπορικών επιχειρήσεων προέρχεται από την Ελλάδα, ποσοστό μειωμένο πάντως σε σχέση με το 71,6% του 2020. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι στο α' εξάμηνο του 2021, το 90,6% των επιχειρήσεων διατήρησε αμετάβλητο το επίπεδο της απασχόλησής του, παρά τις έντονες πιέσεις λόγω της πανδημίας.

Για το 2021, ο αριθμός των επιχειρήσεων με κύκλο εργασιών έως 20.000 ευρώ κατέγραψε πτώση έξι ποσοστιαίων μονάδων συγκριτικά με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2020 (54% από 60%) ενώ το 43% των επιχειρήσεων κατέγραψε υποχώρηση του κύκλου εργασιών (το α' εξάμηνο του 2021 συγκριτικά με το α' εξάμηνο του 2020). H μέση εξαμηνιαία αξία αγοράς εμπορευμάτων για το α' εξάμηνο του 2021 ανέρχεται σε 34.111 ευρώ παρουσιάζοντας αύξηση 20% σε σχέση με το 2020.

Σχεδόν μία στις τέσσερις επιχειρήσεις δεν διατηρεί οφειλές προς το Δημόσιο (εφορία και ασφαλιστικά ταμεία), ενώ περίπου πέντε στις έξι δεν έχουν οφειλές προς προμηθευτές. Ωστόσο καταγράφεται αύξηση του μέσου ποσού οφειλής προς την εφορία και ταυτόχρονη σημαντική αύξηση του μέσου ποσού οφειλής προς τα ασφαλιστικά ταμεία.

Το ποσοστό των εμπορικών επιχειρήσεων με ανοιχτό επαγγελματικό δάνειο παρουσιάζει μείωση σχετικά με το α' εξάμηνο του 2020 (17% από 19%), ενώ περίπου τρεις στις δέκα από αυτές τις επιχειρήσεις δεν εξυπηρετούν τη δανειακή οφειλή τους.

Τα ίδια κεφάλαια συνεχίζουν και αποτελούν τη βασικότερη πηγή χρηματοδότησης (81,8%), τα οποία όμως συμβάλλουν σε χαμηλότερο βαθμό σε σχέση με το 2020 (86,2%). Καταγράφεται επίσης σημαντική μείωση της χρηματοδότησης από τα προσωπικά κεφάλαια του ιδιοκτήτη (42,3% από 54,5%) ενώ καταγράφεται ευεργετική επίδραση της επιστρεπτέας προκαταβολής.

Ο μεγαλύτερος εργοδότης

Εντωμεταξύ, σύμφωνα με τη μελέτη, ο τραπεζικός δανεισμός συνεχίζει να μην αποτελεί λύση όσον αφορά στη χρηματοδότηση των εμπορικών επιχειρήσεων γενικά, καθώς μόλις το 6% του συνόλου των επιχειρήσεων έχει πρόσβαση σε τραπεζική χρηματοδότηση. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι σε γενικές γραμμές, οι επιχειρήσεις όλων των κατηγοριών έχουν την τάση να προμηθεύονται τα προϊόντα τους, κατά κύριο λόγο, από την ελληνική αγορά.

Εν κατακλείδι, όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Γιώργος Καρανίκας, οι συνολικές πωλήσεις των εμπορικών επιχειρήσεων κινήθηκαν το 2021 ανοδικά μετά την πτώση εξαιτίας της πανδημίας. Παρ' όλ' αυτά και το 2021, ενώ η απασχόληση στο εμπόριο παρουσίασε οριακή πτώση κατά 0,6%, ο κλάδος παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας (με 17,9% της συνολικής απασχόλησης), απασχολώντας περίπου 700.000 εργαζόμενους.

Γι' αυτό και πρέπει να τύχει υποστήριξης ειδικά όσον αφορά στις μικρομεσαίες εμπορικές επιχειρήσεις. Προσθέτει ότι είναι αναγκαίο να ενισχυθεί η εμπειρία και η τεχνογνωσία των επιχειρηματιών και των εργαζομένων τους σε θέματα ηλεκτρονικού εμπορίου και ψηφιακού μάρκετινγκ.

«Ιδιαίτερα, θα πρέπει να προσεχθούν οι κλάδοι και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία, ώστε να μην ανοίξει περισσότερο η "ψαλίδα" που τους χωρίζει από τις μεγάλες πολυεθνικές και τα λίγα ισχυρά brands του εγχώριου λιανεμπορίου», προσθέτει μεταξύ άλλων.

ΕΣΕΕ: Ετήσια Έκθεση Ελληνικού Εμπορίου 2021-Προβληματισμοί και προτάσεις 

Τα σύννεφα του πολέμου στην Ουκρανία, της οικονομικής αναταραχής στην ΕΕ, της ενεργειακής κρίσης και των πληθωριστικών πιέσεων σκιάζουν εκ νέου τον ορίζοντα του ελληνικού εμπορίου και του συνόλου της ελληνικής οικονομίας. Έντονος προβληματισμός κυριάρχησε στο σχολιασμό επί των αποτελεσμάτων της Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου 2021 που έκαναν οι Διευθυντές των επιστημονικών ινστιτούτων, κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης που πραγματοποίησε η ΕΣΕΕ χθες, Τρίτη 5 Απριλίου 2022, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της ΕΣΕΕ.

Ο Πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Γιώργος Καρανίκας στην τοποθέτησή του επεσήμανε πως η Ετήσια Έκθεση του 2021 είναι μια ηχηρή προειδοποίηση της εμπορικής τάξης, σχετικά με την επιβίωση και τις προοπτικές της επιχειρηματικής της δράσης. «Η φορολόγηση, η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, η έλλειψη ρευστότητας, η αύξηση του κόστους των εμπορευμάτων και οι πράξεις αθέμιτου ανταγωνισμού αποτελούν τα σημαντικότερα προβλήματα των εμπορικών επιχειρήσεων», τόνισε.

Επίσης σημείωσε πως η μείωση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος των νοικοκυριών, εξαιτίας, κυρίως, των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος, αλλά και η αύξηση του λειτουργικού κόστους των ΜμΕ θα απαιτήσουν τη στήριξη της Πολιτείας για όσο διάστημα διαρκέσει η ενεργειακή κρίση και οι συνέπειες στον πληθωρισμό, ένεκα της πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία.

Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ κ. Ηλίας Κικίλιας τόνισε πως η εισβολή στην Ουκρανία αναμένεται να απομειώσει τον πήχη της ανάπτυξης και να οξύνει τον πληθωρισμό, ο οποίος ήδη επιβαρύνει σημαντικά τα νοικοκυριά. Αναφέρθηκε στη θετική προοπτική των ευρωπαϊκών πόρων αλλά ανάδειξε την κρισιμότητα μιας αποτελεσματικής διάθεσης. Σε σχέση με τον τουρισμό σημείωσε ότι η αρχική πρόβλεψη για τουριστικά έσοδα περί τα 15 δισ. ευρώ είναι ένας μάλλον δύσκολος στόχος λόγω των επιπτώσεων του πληθωρισμού στο εισόδημα του μέσου ευρωπαίου πολίτη. Εξέφρασε τον φόβο ότι η κρίση των τιμών ενδέχεται να επιβραδύνει τις επενδυτικές πρωτοβουλίες στον τουρισμό επηρεάζοντας αρνητικά κλάδους όπως αυτός του εμπορίου.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του κου Κικίλια, η τουριστική δαπάνη στο shopping ανέρχεται στα €3,5 δισ. τα οποία αντιστοιχούν στο 20% της συνολικής τουριστικής δαπάνης. Ο διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ εκτίμησε ότι το ύψος της τουριστικής δαπάνης για αγορές μπορεί να αυξηθεί σημαντικά επισημαίνοντας την ανάγκη για την βελτίωση των υποδομών, η οποία θα πολλαπλασιάσει τις διακλαδικές διασυνδέσεις.

Ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ κ. Νίκος Βέττας σημείωσε πως μέσα στην πανδημία καταγράφηκε μετασχηματισμός των καταναλωτικών συνηθειών καθώς όλοι έμαθαν να αγοράζουν διαδικτυακά. Σημείωσε πως πλέον αυτό που θα έχει σημασία δεν είναι το προϊόν αυτό καθ’ αυτό αλλά η καταναλωτική εμπειρία, γεγονός που υπογραμμίζει τον παράγοντα της απασχόλησης.

Ο κος Βέττας ανέδειξε την εγγύτητα των ευρημάτων της Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου και της έρευνας οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ, αλλά και ότι πλέον είναι αναγκαία η προσαρμογή σε μια νέα αγορά με εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σημείωσε πως είναι σημαντικό να μελετηθεί σε ποιο βαθμό πέτυχαν τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων αλλά και πως θα λειτουργήσει το λιανικό εμπόριο εν μέσω πληθωρισμού, τον οποίο είχαμε ξεχάσει για αρκετά χρόνια. Επισήμανε τους κινδύνους από τον πόλεμο στην Ουκρανία και ανάδειξε τη σημασία της μεταστροφής του παραγωγικού μοντέλου, το οποίο θα άρει τα εμπόδια μεγέθυνσης των επιχειρήσεων.

Ο Επιστημονικός Διευθυντής του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ κ. Διονύσης Γράβαρης τόνισε ότι οι κρίσεις δεν είναι μόνο πολυεπίπεδες αλλά και σωρευτικές, χαρακτηρίζοντας κακή την πολιτική διαχείριση. Η κοινωνία και η οικονομία, συνέχισε, εισέρχονται στη νέα πραγματικότητα τραυματισμένες, διογκώνεται η αβεβαιότητα, αμφισβητείται η παγκοσμιοποίηση, ενώ εμπόδια εντοπίζονται και στην εφοδιαστική αλυσίδα. Σημείωσε πως στις μέρες μας η οικονομία δέχεται τις επιπτώσεις ενός ιδιότυπου στασιμοπληθωρισμού, ο οποίος και θα ανασχέσει τους ρυθμούς ανάκαμψης.

Σε αυτό το κλίμα καλείται το εμπόριο, όπως και άλλοι κλάδοι, να μετασχηματιστούν ξεπερνώντας χρόνια προβλήματα αλλά και το έντονα ολιγοπωλιακό περιβάλλον της εγχώριας αγοράς. Ωστόσο, επεσήμανε πως οι ΜμΕ εσωτερικεύουν αυτόν τον στασιμοπληθωρισμό, θέτοντας σε κίνδυνο τη βιωσιμότητά τους αφού από τη μία διογκώνεται το λειτουργικό τους κόστος και από την άλλη μειώνεται η καταναλωτική δαπάνη.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι δύσκολη εξίσωση ακόμα και η αύξηση του κατώτατου μισθού, η διαδικασία ορισμού του οποίου όμως θα πρέπει να επιστρέψει στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις.

Ο Επιστημονικός Διευθυντής του ΚΑΝΕΠ/ Γ.Σ.Ε.Ε κ. Νίκος Φωτόπουλος, υπογράμμισε τη σύνδεση του εμπορίου με την εκπαίδευση και κατάρτιση. Υποστήριξε πως έρευνες όπως η Ετήσια Έκθεση συμβάλλουν στην ενίσχυση του θεσμικού διαλόγου και στάθηκε ιδιαίτερα στα αποτελέσματα της Έκθεσης σχετικά με τις πιέσεις στον κλάδο, τη μεγάλη αβεβαιότητα αλλά και τον ισχυρό αντίκτυπο της πανδημίας στην απασχόληση των νέων και λιγότερο καταρτισμένων.

Σημείωσε πως η κρίση ανέδειξε τα ευαίσθητα σημεία των κλάδων αλλά και τη σημασία των νέων δεξιοτήτων, της τεχνογνωσίας και γενικότερα της νέας κουλτούρας που αναδύεται πλέον στο νέο αυτό εργασιακό περιβάλλον. Η οικονομία και η κοινωνία της πλατφόρμας, συνέχισε, αποτελούν μια μεγάλη πρόκληση για τη διασφάλιση των όρων εργασίας και εξέφρασε την ελπίδα οι πόροι του ΕΣΠΑ και γενικότερα των ευρωπαϊκών προγραμμάτων θα διοχετεύονται στην αγορά πιο αποτελεσματικά. Επεσήμανε επίσης το χαμηλό επίπεδο δια βίου εκπαίδευσης στην Ελλάδα, όπου μάλιστα συμμετέχουν όσοι διαθέτουν ήδη προσόντα. Τέλος, πρότεινε, ο ψηφιακός μετασχηματισμός να λάβει χώρα αφού έχουν επισημανθεί τα απαραίτητα προσόντα και η κατάρτιση να περιλαμβάνεται στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Ο Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου του ΣΒΕ κ. Χρήστος Γεωργίου εξέφρασε τον προβληματισμό του για το ύψος των διαθέσιμων δαπανών για κατανάλωση αν αφαιρεθούν τα έξοδα διαμονής, διατροφής και μετακίνησης. Υπογράμμισε τη σημασία της μεταποίησης τόσο για την αγορά εργασίας, μέσω της δημιουργίας μόνιμων θέσεων απασχόλησης, όσο και για την κατανάλωση, μέσω των αμοιβών. Τόνισε την υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης αλλά ταυτόχρονα και την ευκαιρία που πρέπει να αξιοποιηθεί από τη βιομηχανική πολιτική για στροφή προς την εγχώρια παραγωγή.

Ήδη τον τελευταίο χρόνο, η διόγκωση τους κόστους αλλά και του χρόνου μεταφοράς των προϊόντων από την Κίνα, έχει οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις σε αναζήτηση εγχώριων παραγωγών. Ως εκ τούτου, αναδύονται, είπε, θετικές προοπτικές συνεργειών και σε αυτό το πλαίσιο οι ευρωπαϊκοί πόροι πρέπει να αξιοποιηθούν σωστά. Ο ψηφιακός μετασχηματισμός, συνέχισε, σε αυτήν τη φάση θα επιταχυνθεί ενώ ενδεχομένως ο «πράσινος» να υστερήσει λίγο, με την έμφαση να μετατοπίζεται στην εξοικονόμηση ενέργειας.

Τέλος, αναφέρθηκε στη σημασία να μη χαθεί η εμπειρία σε θέματα μεταβίβασης επιχειρήσεων του κλάδου, καθώς αυτές θα δώσουν νέα έμφαση στην επιχειρηματικότητα αφού η νέα γενιά, εξοικειωμένη με την τεχνολογία, θα δώσει εκ νέου ώθηση στο marketing.

Η Επιστημονική Διευθύντρια του ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ κα Βάλια Αρανίτου, η οποία συντόνισε την εκδήλωση, εξήγησε την έννοια του δυισμού των εμπορικών επιχειρήσεων, ο οποίος εντοπίζεται στην Ετήσια Έκθεση. Τόνισε ότι οφείλεται στις διαφορετικές επιδόσεις στον κύκλο εργασιών μεταξύ μικρότερων και μεγαλύτερων εμπορικών επιχειρήσεων βάσει των αυξήσεων του ΔΚΕ, στην ανελαστική ζήτηση ορισμένων προϊόντων μεταξύ των κατηγοριών του εμπορίου, στη διαχρονικά χαμηλή πρόσβαση σε χρηματοδότηση από τις μικρές μονάδες. Επίσης, σημείωσε πως σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν το επίπεδο της ψηφιακής ωριμότητας, οι δυσκολίες εύρεσης του κατάλληλου προσωπικού, αλλά και στο ότι η πανδημία έπληξε το βασικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των μικρότερων μονάδων, αυτό της προσωπικής και ποιοτικής εξυπηρέτησης.

Αναφορικά με το ψηφιακό μετασχηματισμό των εμπορικών επιχειρήσεων σημείωσε πως ένα βασικό εμπόδιο ήταν η κουλτούρα καινοτομίας/νοοτροπία επιχειρηματικότητας στις μικρότερες μονάδες. Πλέον, το βασικό εμπόδιο είναι η έλλειψη χρηματοδότησης για σχετικές δράσεις, καθώς η δημιουργία και συντήρηση ενός πολυ-καναλικού ή ολιστικού (omnichannel) δικτύου πωλήσεων απαιτεί οικονομικούς πόρους καθώς και κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό και μάλιστα σε αρνητικές συγκυρίες.

Την παρουσίαση των βασικών σημείων της Ετήσιας Έκθεσης Ελληνικού Εμπορίου 2021 έκαναν ο κ. Χαράλαμπος Αράχωβας, Συντονιστής Τμήματος Οικονομικής Ανάλυσης, ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ και ο κ. Μανόλης Μανιούδης, Οικονομικός Αναλυτής, Επιστημονικός Συνεργάτης, ΙΝΕΜΥ-ΕΣΕΕ.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v