Τράπεζες: Κλειδί η αύξηση των προμηθειών για κέρδη-RoE

Γιατί αποτελεί μονόδρομο η επέκταση των τραπεζών σε υπηρεσίες στήριξης και παροχής συμβουλών. Πώς μετατέθηκε και δεν λύθηκε το πρόβλημα των εταιρειών-ζόμπι. Οι πέντε μεγάλες προκλήσεις που διαπιστώνει η Oliver Wyman. 

Τράπεζες: Κλειδί η αύξηση των προμηθειών για κέρδη-RoE

Στην αύξηση των εσόδων από προμήθειες, μέσω σταδιακής εμβάθυνσης των υπηρεσιών στήριξης και συμβουλών προς το πελατολόγιό τους, κρύβεται το μέλλον των εγχώριων αλλά και των ευρωπαϊκών τραπεζών, σύμφωνα με το European Banking Report 2021 της Oliver Wyman. 

Παρουσιάζοντας την ετήσια μελέτη για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, τα εν Αθήναις στελέχη της Oliver Wyman συμπύκνωσαν τα βασικά συμπεράσματά της στη φράση «οι τράπεζες, είτε θα εκπέσουν σταδιακά σε καθεστώς Utilities είτε θα μετεξελιχθούν σε παρόχους μεγάλης γκάμας συμβουλευτικών υπηρεσιών προς τους πελάτες τους». Όσες τράπεζες δεν δράσουν αποφασιστικά, κινδυνεύουν είτε να περιθωριοποιηθούν είτε να εξαναγκαστούν να παίξουν έναν υποστηρικτικό ρόλο, χωρίς να είναι οι ίδιες οδηγοί των εξελίξεων. 

Για να επιτύχουν τη μετεξέλιξη και επιτυχή προσαρμογή τους στο νέο περιβάλλον, θα πρέπει, σύμφωνα με την εταιρεία συμβουλευτικών υπηρεσιών, να «τρέξουν» τον ψηφιακό και λειτουργικό μετασχηματισμό και τη στροφή προς πελατοκεντρική προσέγγιση, πεδία στα οποία οι εγχώριες τράπεζες καταναλώνουν το 90% των εν εξελίξει έργων τους. 

Υπό το παραπάνω πρίσμα, η πανδημία της Covid-19 λειτούργησε ευεργετικά καθώς, αφενός, κατέρριψε τον μύθο του ότι ο Ευρωπαίος και Έλληνας πελάτης έχει ανάγκη τη διαπροσωπική σχέση που του εξασφαλίζει η επίσκεψη σε κατάστημα, αφετέρου, απέδειξε ότι ένα μεγάλο μέρος των προσφερόμενων υπηρεσιών μπορούν και πρέπει να προσφέρονται ψηφιακά.

Επιπρόσθετα, η πανδημική κρίση παρείχε την ευκαιρία στο προσωπικό των τραπεζών να επαναπροσδιορίσει το πώς αντιλαμβάνεται τον ρόλο της τράπεζας και τον δικό του, σε ένα μάλιστα αρκετά ανταγωνιστικό περιβάλλον, θέτοντας, έτσι, τις βάσεις για ακόμη πιο προωθητικές ενέργειες ψηφιακής μετάβασης.   

Σύμφωνα με την Oliver Wyman, οι ευρωπαϊκές και εγχώριες τράπεζες θα πρέπει άμεσα να κινηθούν προς την κατεύθυνση εμβάθυνσης της γκάμας των υπηρεσιών που προσφέρουν στους πελάτες τους, προκειμένου να περιορίσουν/αποσοβήσουν τον κίνδυνο «κανιβαλισμού» από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. 

Η αγορά του εταιρικού χρέους αλλάζει και οι τράπεζες θα πρέπει να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους σε αυτή. Τα κεφάλαια ύψους 750 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) αντιστοιχούν σε περίπου 16% των υπαρχόντων δανείων προς μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες, ενώ μέσω της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union - CMU) υπάρχει η δυνατότητα αύξησης της χρηματοδότησης εταιρειών από την αγορά (market based financing) από το 25% στο 50%. 

Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες θα πρέπει να είναι έμπιστοι σύμβουλοι των πελατών τους, να διοχετεύουν διαφορετικές μορφές κεφαλαίου και να βοηθούν τους πελάτες να περιηγηθούν στο ευρύτερο φάσμα χρηματοδοτικών λύσεων. 

«Ένας πιο περιορισμένος ρόλος των τραπεζών θα σήμαινε τον σταδιακό παραγκωνισμό τους, από ένα συνδυασμό μέτρων δημοσιονομικής πολιτικής και εναλλακτικών τρόπων πληρωμών και πιστώσεων», αναφέρει χαρακτηριστικά το report και αυτή η πρόκληση αποτελεί μία από τις πέντε που καλείται να αντιμετωπίσει ο ευρωπαϊκός τραπεζικός κλάδος. 

Για τις ελληνικές τράπεζες, η πρόκληση είναι μεγαλύτερη καθώς το μικρό μέσο μέγεθος των εγχώριων επιχειρήσεων επιβάλλει να επικοινωνήσουν οι τράπεζες τις προοπτικές των πόρων του ΤΑΑ, να προσφέρουν συμβουλευτικές υπηρεσίες για την κατάρτιση αξιόπιστου business plan, να αξιολογήσουν rating, να έχουν την παρακολούθηση του προγράμματος κ.ά. 

Ταυτόχρονα, θα μπορέσουν να εμπλουτίσουν τη βάση δεδομένων τους, εξέλιξη που θα τους επιτρέψει στο μέλλον να προσφέρουν μεγαλύτερη γκάμα συμβουλευτικών υπηρεσιών στις επιχειρήσεις-πελάτες τους. Η τάση παγκοσμίως κινείται προς αυτή την κατεύθυνση και η προσαρμογή των τραπεζών είναι ζήτημα διατήρησης ικανοποιητικών επιπέδων απόδοσης κεφαλαίων. 

Οι μακροοικονομικοί κίνδυνοι και οι χαμηλές πτήσεις σε RoE

Παρότι το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα αποδείχθηκε ανθεκτικό, εν μέσω μιας από τις πιο σοβαρές πτώσεις του ΑΕΠ που έχουν σημειωθεί μέχρι σήμερα, συνεχίζει να βρίσκεται αντιμέτωπο, σύμφωνα με την Oliver Wyman, με σημαντικές προκλήσεις. 

Από μακροοικονομικής άποψης, οι ανησυχίες επικεντρώνονται στη διόγκωση των αποτιμήσεων περιουσιακών στοιχείων (ακίνητα, ομόλογα, μετοχές κ.ά.), λόγω της υπερβολικής ρευστότητας στην αγορά. Τα χαμηλά επιτόκια εξακολουθούν να προβληματίζουν, η κερδοσκοπία στην ψηφιακή οικονομία συνεχίζεται, ενώ οι τράπεζες πρέπει να διαχειριστούν τον πληθωρισμό για πρώτη φορά μετά από αρκετά χρόνια. 

Πιθανές αυξήσεις των επιτοκίων μπορεί να φέρουν αύξηση των εσόδων, ωστόσο αρκετές εταιρείες εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν ασθενή κερδοφορία, κάτι που θα δημιουργούσε έκθεση σε κίνδυνο, μαζί με τα νοικοκυριά. 

Ταυτόχρονα, η αλλαγή των καταναλωτικών συνηθειών κατά τη διάρκεια της πανδημίας και η σημαντική περικοπή ελαστικών και σε μικρότερο βαθμό ανελαστικών δαπανών, οδήγησε σε αύξηση των αποπληρωμών δανείων και ενίσχυση των καταθέσεων, εξέλιξη που πλήττει αμφίπλευρα την τραπεζική κερδοφορία. 

Ρόλο επίσης στις αυξημένες αποπληρωμές έπαιξαν και τα προγράμματα κρατικής στήριξης, που είτε συνέβαλαν στην εμφάνιση/αύξηση ελεύθερων ταμειακών ροών, είτε οδήγησαν σε υποκατάσταση δανεισμού, είτε τα ποσά των επιδοτήσεων χρησιμοποιήθηκαν απευθείας για μείωση δανεισμού.  

Τέλος, η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων για ένα μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος παραμένει χαμηλή, καθώς τα μισά κεφάλαια του κλάδου βρίσκονται, σύμφωνα με το European Banking Report της Oliver Wyman, σε τράπεζες με απόδοση ιδίων κεφαλαίων μικρότερη από 4%. Από την παραπάνω κατηγορία φιλοδοξούν να εξέλθουν φέτος οι εγχώριες συστημικές τράπεζες, επιδιώκοντας να εμφανίσουν ως το 2023 Return On Equity της τάξης του 10%.  

Ανθεκτικές στην πανδημία 

Από την άλλη, οι τράπεζες που εποπτεύονται από την ΕΚΤ επέδειξαν ανθεκτικότητα στην κρίση της πανδημίας, χάρη στο «μαξιλάρι» εποπτικών κεφαλαίων που δημιούργησαν μετά την κρίση της Lehman Brothers, αλλά και τα  σημαντικά  προγράμματα κρατικής στήριξης. 

Μία στις τρεις ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν ήδη αντιστρέψει προβλέψεις για αναμενόμενες ζημιές πιστωτικού κινδύνου που πήραν το 2020, λόγω πανδημίας. Συνολικά, οι τράπεζες του δείγματος σχημάτισαν, το 2020, πρόσθετες προβλέψεις 190 δισ. ευρώ (2,2 φορές υψηλότερες από αυτές του 2019) και αποδείχθηκε φέτος ότι χρειάζονταν λιγότερες (σ.σ. 110 δισ. ευρώ). 

Στην Ελλάδα, οι προβλέψεις για αναμενόμενες ζημιές πιστωτικού κινδύνου αυξήθηκαν κατά 11,3% το 2020, χωρίς προς το παρόν να σημειωθεί σοβαρή αντιστροφή προβλέψεων, παρότι τα ως τώρα στοιχεία από την εξυπηρέτηση δανείων που εντάχθηκαν σε προγράμματα αναστολής πληρωμών είναι αισθητά καλύτερα των προσδοκιών.  

Μετατίθεται το πρόβλημα των εταιρειών-ζόμπι 

Ωστόσο η Oliver Wyman επισημαίνει ότι η πανδημική κρίση και τα οριζόντια μέτρα στήριξης έκρυψαν και μετέθεσαν το πρόβλημα των επιχειρήσεων-ζόμπι, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα. Όσο αποσύρονται τα μέτρα κρατικής στήριξης είναι πιθανόν να εμφανιστούν υψηλότερες ροές καθυστερήσεων στην αποπληρωμή υποχρεώσεων. 

Η σταδιακή έξοδος από τις συνθήκες στήριξης που δημιούργησε η πανδημία αποτελεί, σύμφωνα με τη συμβουλευτική, μια τις προκλήσεις για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Εναπόκειται στις τράπεζες να βοηθήσουν στην αποδέσμευση των πελατών τους από προγράμματα δανεισμού έκτακτης ανάγκης, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα πιθανές πτωχεύσεις και τον αριθμό των εταιρειών-ζόμπι. 

Τυποποιημένες προσεγγίσεις πρέπει να υλοποιηθούν σε ολόκληρο τον κλάδο, με κρατική συμμετοχή. Οι τράπεζες και άλλοι χρηματοπιστωτικοί πάροχοι του ιδιωτικού τομέα μπορεί να χρειαστεί να προσφέρουν προϊόντα με συμμετοχή στο μετοχικό κεφάλαιο βιώσιμων αλλά υπερβολικά μοχλευμένων εταιρειών, εξέλιξη που σε χώρες όπως η Ελλάδα, με μικρό μέσο μέγεθος επιχείρησης, είναι δύσκολη. 

Το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες διέθεταν μετά την υπερδεκαετή κρίση τεχνογνωσία στη διαχείριση επισφαλών απαιτήσεων συνέβαλε, σύμφωνα με τη μελέτη, στο να επιτύχουν καλύτερη του αναμενομένου συμπεριφορά στα δάνεια που εξήλθαν από τα moratoria.

Η υποστήριξη της κλιματικής μετάβασης 

Επόμενη πρόκληση είναι η ενεργειακή μετάβαση και η κρίση βιωσιμότητας. Υπολογίζεται ότι πρέπει να επενδυθούν 1,5 έως 2 τρισ. ευρώ στην πράσινη οικονομία στην Ευρώπη. 

Οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί ότι θα επιτύχουν μηδενικές εκπομπές άνθρακα στο χαρτοφυλάκιο δανείων τους έως το 2050, ωστόσο οι δεσμεύσεις αυτές είναι πολύ μακροπρόθεσμες και δεν εξυπηρετούν άμεσα την αντίστοιχη μετάβαση της πραγματικής οικονομίας. 

Για να επιτύχουν τους στόχους τους, οι τράπεζες θα πρέπει να έχουν ενεργητικό ρόλο σε όλες τις μεταβατικές πρωτοβουλίες. Η πιθανή σύγκρουση μεταξύ των κλιματικών στόχων και των οικονομικών αποδόσεων χρήζει διαχείρισης, αλλά εάν οι τράπεζες δεν αναλάβουν εκείνες την πρωτοβουλία, τότε διάφορα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως εξειδικευμένοι σύμβουλοι, εταιρείες διαχείρισης δεδομένων και ιδιωτικών κεφαλαίων θα κληθούν να καλύψουν το κενό.

Στήριξη της ψηφιακής οικονομίας

Ο τρόπος που τα τραπεζικά προϊόντα προσφέρονται στους πελάτες πλέον καλείται να συνδεθεί άμεσα με τις ανάγκες τους και να είναι άμεσος και ψηφιακός. Είναι πιθανό, μέσα στα επόμενα 10 χρόνια, οι νέοι τρόποι πρόσβασης σε τραπεζικά προϊόντα να αποτελούν το 10% των δανείων, καταθέσεων, συναλλάγματος και πληρωμών για πελάτες λιανικής και ΜμΕ. 

Δεδομένου ότι αυτά τα νέα οικοσυστήματα τείνουν να παρέχουν, βραχυπρόθεσμα, προϊόντα με υψηλότερα περιθώρια κέρδους, αυτό το μερίδιο θα μπορούσε να ισοδυναμεί με έσοδα έως και 40 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες θα πρέπει να είναι αποφασιστικές σε αυτό τον τομέα, ώστε να μπορέσουν να ανταγωνιστούν τις ταχέως αναπτυσσόμενες εταιρείες fintech και τις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας και να δημιουργήσουν σύγχρονα προϊόντα με βάση τον πελάτη ή να εστιάσουν σε συνεργασίες που παρέχουν ενσωματωμένη χρηματοδότηση και υπηρεσίες που είναι ευρύτερες από τα παραδοσιακά τραπεζικά προϊόντα.

Δημιουργία μιας νέας χρηματοπιστωτικής υποδομής

Έπονται ριζικές αλλαγές στην υποκείμενη χρηματοπιστωτική υποδομή της Ευρώπης. Τα ψηφιακά νομίσματα των κεντρικών τραπεζών (CBDC) είναι υπό δημιουργία, ως αποτέλεσμα ανησυχιών που σχετίζονται με τις γεωπολιτικές και νομισματικές πολιτικές. 

Η πιθανή μετακίνηση ενός ποσοστού καταθέσεων 20% σε CBDC, βάζει σε ρίσκο για τις τράπεζες έσοδα από €10 έως €25 δισ. Το τραπεζικό σύστημα πρέπει να υιοθετήσει μια συνεργατική προσέγγιση με τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής και τις ρυθμιστικές αρχές, ώστε να εντοπίσει και προτείνει συστημικές βελτιώσεις. Επιπλέον, ήδη παρακολουθούμε μια σειρά πρωτοβουλιών στον χώρο των πληρωμών και της αντιμετώπισης του οικονομικού εγκλήματος, ενώ οι περαιτέρω προσπάθειες εξορθολογισμού του κόστους και του επιχειρησιακού μοντέλου θα δημιουργήσουν πιο αποτελεσματικές και ελαστικές υποδομές.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v