Όταν τα Πλαστικά Κρήτης εισέρχονταν στο Χρηματιστήριο της Αθήνας κατά την περίοδο της «τρέλας του 1999», κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει το πόσο πολύ θα αναπτύσσονταν κατά τα επόμενα χρόνια (σε αντίθεση με τόσους άλλους ομίλους της εποχής εκείνης που έβαλαν λουκέτο ή συρρικνώθηκαν δραστικά), φτάνοντας σήμερα να διαθέτουν παραγωγικές μονάδες σε επτά κράτη (Ελλάδα, Γαλλία, Ρουμανία, Πολωνία, Ρωσία, Τουρκία και Κίνα) και να πουλάνε τα προϊόντα τους σε 75 χώρες ανά τον κόσμο.
Το 2020, τα Πλαστικά Κρήτης σημείωσαν κύκλο εργασιών 304,6 εκατ. ευρώ (288,8 εκατ. το 2019), EBITDA 70,45 εκατ. (55,7 εκατ. το 2019) και καθαρά κέρδη 46,27 εκατ. ευρώ (35,3 εκατ. ευρώ την προηγούμενη χρονιά).
Ο όμιλος δραστηριοποιείται στην παραγωγή πρώτων υλών για βιομηχανίες πλαστικών, φύλλων για αγροτικές εφαρμογές, γεωμεμβρανών, σωλήνων πολυαιθυλενίου, ανακυκλωμένων πλαστικών, ενώ παράλληλα διαθέτει μονάδες ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τις οποίες και επιδιώκει να αυξήσει περαιτέρω στο μέλλον.
Χαρακτηριστικά είναι τα στοιχεία του παρατιθέμενου πίνακα, σύμφωνα με τα οποία κατά τη δεκαετία της βαθιάς οικονομικής κρίσης 2011-2020, τα Πλαστικά Κρήτης αύξησαν τα καθαρά τους κέρδη κατά 253% (από τα 9,3 στα 32,8 εκατ. ευρώ) και παράλληλα τα μερίσματα που διένειμαν στους μετόχους τους κατά 538% (από το 1,91 στα 12,32 εκατ. ευρώ) και αυτό χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο ούτε το επενδυτικό πρόγραμμα του ομίλου ούτε και τη ρευστότητά του!
Ειδικότερα, τα Πλαστικά Κρήτης ακολούθησαν κατά τη συγκεκριμένη δεκαετία συντηρητική μερισματική πολιτική, μοιράζοντας κατά μέσο όρο το 37%-38% των ετήσιων καθαρών κερδών τους, προκειμένου να υλοποιούν απρόσκοπτα το επενδυτικό τους πρόγραμμα (διαμορφώθηκε σε 17 εκατ. ευρώ το 2020). Μάλιστα, ο όμιλος βρέθηκε στις 31/12/2020 από πλευράς ρευστότητας με θετικό καθαρό ταμείο (net cash, διαθέσιμα και χρηματοοικονομικές επενδύσεις μείον σύνολο δανειακών υποχρεώσεων), ύψους 65,9 εκατ. ευρώ!
Η φετινή χρονιά έχει ξεκινήσει ανοδικά για τον κρητικό όμιλο, καθώς κατά το πρώτο πεντάμηνο έχει σημειώσει αύξηση του όγκου εργασιών της (εκτιμήσεις για υψηλό μονοψήφιο ποσοστό) και ακόμη μεγαλύτερη ποσοστιαία άνοδο κύκλου εργασιών (σε αξία).
Ο εισηγμένος όμιλος ωστόσο δεν έχει μείνει ανεπηρέαστος από τις εξελίξεις στο μέτωπο της εφοδιαστικής αλυσίδας, λόγω και των μεγάλων αυξήσεων που παρατηρούνται στις τιμές των πρώτων υλών και στο μεταφορικό κόστος.
Η κερδοφορία μέχρι τώρα κινείται ανοδικά, τόσο λόγω των μεγαλύτερων όγκων που πουλήθηκαν, αλλά και εξαιτίας των αυξημένων τιμών πώλησης (συνέβαλε και η ύπαρξη σημαντικών αποθεμάτων χαμηλότερου κόστους). Η κατάσταση αυτή ωστόσο είναι πιθανόν να διαφοροποιηθεί κατά το δεύτερο μισό της φετινής χρονιάς, καθώς το μέσο κόστος των αποθεμάτων έχει ήδη αυξηθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να είναι πιθανή μια περιορισμένη υποχώρηση της κερδοφορίας σε επίπεδο δωδεκαμήνου.