Το ενδεχόμενο δημιουργίας μονάδας παραγωγής στην Κεντρική ή Δυτική Ευρώπη εξετάζει η Παπουτσάνης, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε σήμερα ο διευθύνων σύμβουλός της Μενέλαος Τασόπουλος, στη διάρκεια διαδικτυακής συζήτησης με θέμα «Ελληνική Μεταποίηση: ανάπτυξη εν μέσω κρίσης;» που διοργάνωσε το ΙΟΒΕ και συντόνισε ο γενικός του διευθυντής Νίκος Βέττας.
Όπως σημείωσε, η κρίση της πανδημίας ενίσχυσε την παρουσία της Παπουτσάνης στις αγορές της Ευρώπης, καθώς η εταιρεία είναι πλέον ο μεγαλύτερος προμηθευτής στερεού σαπουνιού στην Ευρώπη. Αυτό, επεσήμανε, επετεύχθη λόγω του ότι η ζήτηση για στερεό σαπούνι αυξήθηκε, ενώ την ίδια στιγμή, δεν υπάρχουν υποδομές παραγωγής αυτού του τύπου σαπουνιού στη Δ. Ευρώπη.
«Οι ανταγωνιστές μας είχαν επενδύσει στα υγρά σαπούνια και όπου υπάρχει σήμερα παραγωγή, γίνεται με επενδύσεις της δεκαετίας του '70». Οι μεταφορές για εμάς είναι ιδιαίτερα κοστοβόρες, σημείωσε ο ίδιος, τονίζοντας ότι θα πρέπει «να πάμε πιο κοντά στους πελάτες μας. Θέλουμε να νιώθουν ασφαλείς (οι πελάτες) αλλά και να κατευνάσουμε τα σοβινιστικά "αντανακλαστικά" που αναπτύσσονται στους πολίτες των χωρών».
Σύμφωνα με τον ίδιο, η εταιρεία παρά το γεγονός ότι έχασε λόγω του lockdown την ξενοδοχειακή αγορά που αποτελεί το 35% του τζίρου, αντιστάθμισε τις απώλειες από την είσοδό της στα αντισηπτικά, η παραγωγή των οποίων έχει ξεκινήσει από τα μέσα Απριλίου.
Η κατάσταση είναι ρευστή, ανέφερε ο κ. Τασόπουλος, υπογραμμίζοντας ότι σε αυτή την αβεβαιότητα, η εταιρεία απαντά με επενδύσεις, γνωστοποιώντας ότι θα διατεθούν 6 εκατ. ευρώ για επενδύσεις έως το τέλος του 2021, έναντι των 3 εκατ. ευρώ που είχε αρχικά προγραμματισθεί.
Με επενδύσεις της τάξεως των 70 εκατ. ευρώ για την παραγωγή νέων γενόσημων φαρμάκων καθώς και στο R&D απαντά στην αβεβαιότητα και η ELPEN Group, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλό της Θεόδωρο Τρύφων. Σύμφωνα με τον κ. Τρύφων, ο κλάδος στάθηκε… τυχερός εντός της κρίσης, καθώς ήταν από τους λίγους όπου η ζήτηση δεν υποχώρησε.
Η ELPEN, ανέφερε, κατόρθωσε εντός του προηγούμενου διαστήματος να αυξήσει τις εξαγωγές της, λόγω έκτακτης ζήτησης σε γενόσημα σε αγορές της Ευρώπης. Όπως είπε, αρκετές χώρες που προμηθεύονταν γενόσημα από χώρες χαμηλού κόστους παραγωγής, λόγω της πανδημίας και της έλλειψης πρώτων υλών, αντιμετώπισαν πρόβλημα στις εισαγωγές, οι οποίες καλύφθηκαν από ελληνικές φαρμακοβιομηχανίες.
Ωστόσο, ο κ. Τρύφων εξέφρασε την ανησυχία του για τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η πανδημία στο δημοσιονομικό σκέλος, επισημαίνοντας ότι όταν πιέζονται τα ασφαλιστικά ταμεία, πιέζεται και η φαρμακοβιομηχανία, θυμίζοντας τις απώλειες που υπέστη καθ' όλη τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών.
Σημείωσε, δε, ότι θα πρέπει να αυξηθεί η χρήση γενοσήμων στη χώρα, καθώς το ποσοστό ανέρχεται μόλις στο 22%, όταν ο μέσος όρος σε επίπεδο ΕΕ είναι στο 50%.
Στην ανάγκη στήριξης του μεταποιητικού τομέα αναφέρθηκε Δημήτρης Πόρτολος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικοί Λευκόλιθοι ΑΕ, σημειώνοντας ότι η εταιρεία, που είναι κατά 90% εξαγωγική, υπέστη πιέσεις, ωστόσο συνέχισε αδιάλειπτα τη λειτουργία της.
Αποκάλυψε, δε, ότι η εταιρεία συνέχισε να μεταφέρει προϊόντα στη Λομβαρδία και στο Μπέργκαμο, χαρακτηρίζοντας τους μεταφορείς και τους οδηγούς φορτηγών ως ήρωες. Όπως εξήγησε, αν σταματούσαν οι εξαγωγές προς αυτή την περιοχή, η ζήτηση θα καλυπτόταν από την Κίνα, η οποία αποτελεί έναν τεράστιο ανταγωνιστή. Κατά τον ίδιο, η γεωγραφική θέση της Ελλάδας δεν είναι πλέον μειονέκτημα, καθώς ανοίγουν οι αγορές στη Μέση και την Άπω Ανατολή. Ωστόσο, εστίασε στο κόστος μεταφοράς εντός τη χώρας, αναφέροντας ως παράδειγμα ότι η αποστολή ενός κοντέινερ προϊόντων στην Κορέα κοστίζει 60 ευρώ, εκ των οποίων τα 25 ευρώ αντιστοιχούν στο κόστος μεταφοράς από τη Χαλκιδική στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Μια απόσταση 70 χιλιομέτρων, όπως χαρακτηριστικά, είπε.
Το κράτος θα πρέπει να βοηθήσει εποικοδομητικά και σε πέντε χρόνια, θα είμαστε πολύ καλύτερα από ό,τι σήμερα, κατέληξε ο κ. Πόρτολος.