Κοντά στην επίτευξη των δεσμεύσεων της, έναντι της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DG Comp), ως προς τη μείωση του αριθμού των εν Ελλάδι εργαζομένων και τον περαιτέρω περιορισμό στα λειτουργικά έξοδα, βρίσκεται η Εθνική Τράπεζα.
Βάσει του αναθεωρημένου σχεδίου αναδιάρθρωσης, ο όμιλος Εθνικής δεσμεύεται να μειώσει, ως το τέλος της φετινής χρονιάς, τον αριθμό των εν Ελλάδι εργαζομένων του σε 8.600 άτομα ( σ.σ. χωρίς να υπολογίζονται οι εργαζόμενοι της προς πώληση Εθνικής Ασφαλιστικής) και ως το τέλος του 2020 σε 8.000 άτομα.
Οι παραπάνω στόχοι ενσωματώθηκαν στο σχέδιο μετασχηματισμού, που ανακοίνωσε η διοίκηση της Εθνικής, τον περασμένο Μάιο, το οποίο εκτείνεται ως το τέλος του 2022, προβλέποντας την περαιτέρω μείωση του προσωπικού στα 7.150 άτομα.
Η επίτευξη της φετινής δέσμευσης θεωρείται δεδομένη καθώς στις 30 Ιουνίου ο αριθμός των εργαζομένων του ομίλου στην Ελλάδα είχε υποχωρήσει σε 8.719 άτομα, χάρη στην αποχώρηση 632 εργαζομένων (536 από την τράπεζα), οι οποίοι έκαναν χρήση των κινήτρων πρόωρης αποχώρησης του τελευταίου προγράμματος εθελουσίας, που έθεσε σε ισχύ η Εθνική τον περασμένο Μάιο.
Το πρόγραμμα κινήτρων παραμένει άτυπα ανοικτό και ο αριθμός των αιτήσεων έχει αυξηθεί. Εκτιμάται ότι ως το τέλος του έτους θα ξεπεράσουν τις 750 και το προσωπικό του ομίλου στην Ελλάδα θα μειωθεί κάτω από το όριο των 8.600 ατόμων. Σημειώνεται ότι η διοίκηση της τράπεζας είχε θέσει υψηλότερα τον πήχη, δηλώνοντας ότι στοχεύει στην αποχώρηση, φέτος, περίπου 1.000 εργαζομένων. Για αυτό το λόγο, άλλωστε, είχε σχηματισθεί πρόβλεψη 94 εκατ. ευρώ.
Παράλληλα, υλοποιείται πρόγραμμα συρρίκνωσης του εν Ελλάδι δικτύου. Τα καταστήματα μειώθηκαν σε 391, με την τράπεζα να έχει ήδη πετύχει το στόχο (390 καταστήματα), που είχε θέσει για το τέλος της επόμενης χρονιάς.
Τέλος, η DG Comp επέβαλε να περιοριστούν τα λειτουργικά έξοδα του ομίλου στην Ελλάδα στα 845 εκατ. ευρώ στο τέλος της φετινής χρονιάς και στα 800 εκατ. ευρώ στο τέλος του 2020. Στις 30 Σεπτεμβρίου τα λειτουργικά έξοδα ανήλθαν σε 592 εκατ. ευρώ (μειωμένα κατά 6% σε σχέση με το 2018), θέτοντας τις βάσεις για επίτευξη του φετινού στόχου.