Σειρά κινήσεων προκειμένου να περιορίσουν τις επιπτώσεις από το περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων έχουν ξεκινήσει οι ασφαλιστικές εταιρείες, προσπαθώντας -μεταξύ άλλων- να «κλείσουν» παλαιά επενδυτικά συμβόλαια υψηλών ετήσιων εγγυημένων αποδόσεων.
Γενικότερα, το περιβάλλον των τόσο χαμηλών επιτοκίων ευνοεί σε πρώτη φάση τις ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς έχει ανεβάσει κατακόρυφα την τρέχουσα αξία των ομολόγων και των άλλων τίτλων σταθερού εισοδήματος που διαθέτουν στα χαρτοφυλάκιά τους. Από την άλλη πλευρά ωστόσο, πονοκέφαλο στον κλάδο προκαλούν κυρίως τα συμβόλαια της δεκαετίας του 1990 και της περιόδου 2000-2008 στα οποία οι ετήσιες εγγυημένες αποδόσεις ανέρχονταν στο 4,25% και στο 3,25%, αντίστοιχα.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι σε περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων, που φαίνεται ότι θα διατηρηθεί για καιρό ακόμη, οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι ιδιαίτερα δύσκολο να σημειώνουν αποδόσεις χαρτοφυλακίου της τάξεως του 2%, του 3% και πόσο μάλλον του 4%, όταν περίπου το 90% των επενδύσεών τους είναι εστιασμένο σε καταθέσεις, ομόλογα και έντοκα γραμμάτια. Άρα, κινδυνεύουν άμεσα να επιτυγχάνουν σαφώς μικρότερες αποδόσεις από αυτές που θα προσφέρουν στους πελάτες τους.
Κατά τα επόμενα χρόνια (από το 2009 έως σήμερα), το ύψος των εγγυημένων αποδόσεων εμφάνισε πορεία σταδιακής αποκλιμάκωσης και επιπλέον μέσα την τελευταία πενταετία:
• Πολλές εταιρείες διέκοψαν την προσφορά τέτοιων προϊόντων (συχνά διαθέτουν συμβόλαια εξασφάλισης του επενδεδυμένου κεφαλαίου στη λήξη), ενώ άλλες περιόρισαν τις εγγυημένες αποδόσεις συνήθως έως το 1,5%. Θεωρείται μάλιστα θέμα λίγου χρόνου, τέτοιου είδους συμβόλαια να σταματήσουν τελείως να λανσάρονται στην εγχώρια αγορά.
• Οι ασφαλιστικές εταιρείες έχουν σταματήσει να διανέμουν στους πελάτες τους τυχόν υπεραποδόσεις, σε χρονιές όπου το χαρτοφυλάκιό τους αυξάνεται κατά μεγαλύτερο ποσοστό από την ελάχιστη εγγυημένη απόδοση.
• Ακολούθησε από την πλευρά των ασφαλιστικών εταιρειών μια γενικότερη πολιτική περικοπής λειτουργικών εξόδων, προκειμένου να απορροφήσουν μέρος των απωλειών.
Προς όφελος επίσης των εταιρειών λειτούργησε τελικά και το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, αρκετοί πελάτες έσπευσαν να ρευστοποιήσουν συμβόλαια αυτού του τύπου, καθώς προτεραιότητά τους ήταν η άντληση ρευστότητας και η χρηματοδότηση τρεχουσών ατομικών και οικογενειακών αναγκών.
Επιπρόσθετα, κατά τους τελευταίους μήνες, τουλάχιστον μία ασφαλιστική εταιρεία έχει απευθυνθεί σε πελάτες της που κατέχουν τέτοιου είδους συμβόλαια και τους έχει προτείνει την εθελοντική άμεση λύση τους, με όρους που συμφέρουν τόσο την εταιρεία, όσο και εκείνη την κατηγορία των ατόμων που αντιμετωπίζει ζητήματα ρευστότητας.
Ειδικότερα, προτείνεται η εξαργύρωση του συμβολαίου έναντι τιμήματος που θα καταβληθεί τοις μετρητοίς και θα:
• Υπερβαίνει το συνολικό ποσό που έχει αθροιστικά καταβάλει ο πελάτης στην εταιρεία από την έναρξη του συμβολαίου του έως σήμερα.
• Είναι πολύ μεγαλύτερο από το ύψος των χρημάτων που θα εισέπραττε ο πελάτης αν ο ίδιος ζητούσε την πρόωρη διακοπή του συμβολαίου του.
• Είναι χαμηλότερο από το ποσό που προβλέπεται να εισπράξει ο πελάτης στη λήξη του συμβολαίου.
Κινήσεις τέτοιου τύπου έχουν καθαρά και μόνο εθελοντικό χαρακτήρα και μπορούν να αμβλύνουν τις αρνητικές επιπτώσεις των εταιρειών από το περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων, εξυπηρετώντας παράλληλα και τα συμφέροντα των πελατών που αντιμετωπίζουν ζητήματα ρευστότητας.
«Πολύ πιθανόν να δούμε τέτοια κίνηση να επαναλαμβάνεται και από άλλες ασφαλιστικές εταιρείες» δήλωσε στο Euro2day.gr γνωστός παράγοντας της αγοράς, συμπληρώνοντας πως «αυτή την περίοδο άλλες το σκέφτονται και άλλες προετοιμάζονται για να το κάνουν».