Μία δύσκολη εξίσωση καλούνται κυβέρνηση και διοίκηση της ΔΕΗ να λύσουν με τις αυξήσεις στα τιμολόγια ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία έχουν να αναπροσαρμοστούν από το καλοκαίρι του 2014.
Από τη μία, είναι η προεκλογική περίοδος. Και όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, με βάση τα ελληνικά δεδομένα, όποια κυβέρνηση πατάει το «κουμπί» στα ελάχιστα μέτρα… που απομένουν μέχρι τις κάλπες, αμέσως κινδυνεύει με απώλειες ψήφων. Από την άλλη, είναι ασφυκτικές οι ανάγκες της δημόσιας εταιρίας να αντλήσει έσοδα, προκειμένου να σταθεί στα πόδια της υπό τη διπλή πίεση της υποχρεωτικής απώλειας της δεσπόζουσας θέσης της στην αγορά και της βελτίωσης των οικονομικών της αποτελεσμάτων για να αντιμετωπίσει το χρέος των 4 και πλέον δισεκατομμυρίων ευρώ (στοιχεία εννεαμήνου του 2018). Όπως μάλιστα διεμήνυσε ο πρόεδρος της εταιρίας Μανόλης Παναγιωτάκης, αν δεν αυξηθούν τα τιμολόγια, η ΔΕH δεν θα μπορέσει να βγει στις αγορές για δανεισμό. Σημειώνεται ότι η έξοδος προγραμματίζεται για τον Φεβρουάριο, με σκοπό την άντληση 350 εκατ. ευρώ.
Αρνητικές ταμειακές ροές 1 δισ. ευρώ
Η κατάσταση είναι τόσο κρίσιμη αφού η ΔEH -με διαρκώς μειούμενα έσοδα από πωλήσεις ενέργειας- επιβαρύνθηκε, όπως η ίδια αναφέρει, με έκτακτες δαπάνες 1,2 δισ. ευρώ την περίοδο 2015-2018 για το άνοιγμα της αγοράς (δημοπρασίες ΝΟΜΕ, Ειδικός Λογαριασμός ΑΠΕ, ΑΔΙ κ.λπ.) και άλλα 1,2 δισ. ευρώ για επενδύσεις στη λιγνιτική παραγωγή.
Στο εννεάμηνο του 2018, η εταιρία είχε λιγότερα κατά 6,2% έσοδα, ενώ επιπλέον επιβαρύνθηκε με επιπλέον 167 εκατ. ευρώ για δαπάνες αγοράς δικαιωμάτων CO2 καθώς και από τις δημοπρασίες ΝΟΜΕ.
Οι εκτιμήσεις μάλιστα χρηματοοικονομικών οίκων, όπως της S&P, κάνουν λόγο για αρνητικές ταμειακές ροές στη διετία 2019-2020 της τάξης του 1 δισ. ευρώ. Όπως επίσης ο ίδιος οίκος, στην έκθεσή του στο πλαίσιο της αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της εταιρίας (από CCC στη βαθμίδα CCC+), εκφράζει τις αμφιβολίες του για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των δραστηριοτήτων της, αφού οι δαπάνες για τον μετασχηματισμό της (στροφή σε ΑΠΕ κ.λπ.) απαιτούν επενδύσεις 2,2 δισ. ευρώ για το διάστημα 2019 -2021. Ποσά όμως τα οποία είναι δύσκολο να εξασφαλιστούν, εξαιτίας των «αμελητέων ταμειακών ροών» και συνεπώς, σημειώνει ο οίκος: «Η εταιρεία θα χρειαστεί να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις της με πρόσθετο χρέος (δανεισμό), το οποίο θα μπορούσε τελικά να αποδυναμώσει τις ήδη εύθραυστες μετρήσεις για την πιστοληπτική της δυνατότητα».
Τα μειωμένα έσοδα της εταιρείας και η εκτόξευση των δαπανών της αντανακλώνται στα EBITDA. Σύμφωνα με την S&P, για το 2018 τα προσαρμοσμένα EBITDA θα πέσουν στα 370 με 390 εκατ. ευρώ από 634 εκατ. ευρώ το 2017.
Επιπλέον οι ληξιπρόθεσμες οφειλές από λογαριασμούς ρεύματος, από τα 2,5 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017 εκτιμώνται γύρω στα 2,3 δισ. ευρώ το 2018, όταν το 2014 ήταν στο 1,7 δισ. ευρώ. Μπορεί να μειώνονται, όμως αυτές βρίσκονται σε δυσθεώρητα επίπεδα, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο κύκλος εργασιών της εταιρείας είναι στα 4,9 δισ. ευρώ (2017).
Ο οίκος S&P βλέπει για το 2019 μείωση 5% των εσόδων από πωλήσεις ενέργειας, εκτιμώντας πως αυτή την απώλεια η ΔΕH θα επιδιώξει να καλύψει με αυξήσεις, μετακυλίοντας το κόστος CO2 στα τιμολόγια.
Για το 2020 προβλέπει μεγαλύτερη μείωση εσόδων κατά 14 με 15% εξαιτίας της απώλειας μεριδίων της αγοράς. Υπενθυμίζεται ότι βάσει των μνημονιακών στόχων η ΔΕH θα πρέπει να πέσει από το 80% στο 49% της αγοράς.
Η πρόσφατη αναχρηματοδότηση 1,3 δισ. ευρώ της ΔΕΗ από τις συστημικές τράπεζες της προσφέρει ανάσα ρευστότητας και κυρίως για να καλύψει τον Απρίλιο τη λήξη δανείων ύψους 350 εκατ. ευρώ.
Η πολιτική λύση
Η λύση που φαίνεται να προκρίνει η κυβέρνηση, και όπως φάνηκε και από τις χθεσινές δηλώσεις του υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας, προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην προεκλογική χρονιά και την ασφυκτική κατάσταση της ΔΕH. Έτσι, θα επιβληθεί ρήτρα CO2 που θα φέρει αυξήσεις και θα μειωθεί και η έκπτωση συνέπειας 15%.
Από την άλλη μεριά, για να καλυφθεί και πολιτικά η κυβέρνηση, ο αρμόδιος υπουργός Γιώργος Σταθάκης έχει ζητήσει από τη ΡΑΕ να αναζητήσει την πορεία των εσόδων από τις χρεώσεις ΥΚΩ και του ΕΤΜΕΑΡ, προκειμένου να μειώσει τα ρυθμιζόμενα τιμολόγια. Με τον τρόπο αυτό, η επιβάρυνση των νοικοκυριών κι επιχειρήσεων θα είναι μικρότερη.
Η επίδραση της πώλησης των λιγνιτικών μονάδων
Η αύξηση των τιμολογίων σε συνδυασμό με ένα θετικό αποτέλεσμα από τον διαγωνισμό πώλησης των λιγνιτικών σταθμών της Μεγαλόπολης και της Μελίτης θα δώσει το θετικό σινιάλο στις διεθνείς αγορές για τον δανεισμό της εταιρίας. Ωστόσο, ο διαγωνισμός (με καταληκτική ημερομηνία κατάθεσης δεσμευτικών προσφορών την 23η Ιανουαρίου) κρέμεται από μία κλωστή… λένε οι πληροφορίες.
Μπορεί μεν τα αποτελέσματα της εθελουσίας εξόδου 360 περίπου εργαζομένων να επιφέρουν μείωση του μισθολογικού κόστους κατά 21 εκατ. ευρώ, ωστόσο πηγές από τους κόλπους των επενδυτών μιλούν πως τα ζημιογόνα αποτελέσματά τους (κάποιοι κάνουν λόγο για πάνω από 60 εκατ. ευρώ) είναι πολύ δύσκολο να καλυφθούν.
Η κυβέρνηση, σε μία προσπάθεια να προσελκύσει αξιοπρεπείς προσφορές, έχει επιδοθεί σε έναν αγώνα χορήγησης κινήτρων, όπως ο μηχανισμός αποζημίωσης των λιγνιτικών μονάδων (ΑΔΙ) και ένα χαμηλό κόστος εφοδιασμού με λιγνίτη. Ως προς το τελευταίο, γίνεται προσπάθεια συμφωνίας με τον ιδιοκτήτη του ορυχείου της Αχλάδας που τροφοδοτεί τον σταθμό της Μελίτης.
Στο σενάριο που δεν κατατεθούν δεσμευτικές προσφορές από τους τρεις επενδυτές (CHNEnergy - Κοπελούζος, Seven Energy - ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και Μυτιληναίος), τότε η ΔEH μπαίνει σε νέες περιπέτειες. Κι αυτό καθώς τότε θα ανοίξει η υπόθεση της παραχώρησης δικαιωμάτων των υδροηλεκτρικών σταθμών, στο «φιλέτο» δηλαδή της δημόσιας εταιρίας.