Αναγκαστική είναι η επέκταση των εταιρειών τηλεπικοινωνιών σε σειρά υπηρεσιών ψηφιακών πληρωμών, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς.
Μετά τον θόρυβο που δημιουργήθηκε από τις πληροφορίες για κατάθεση αίτησης του ΟΤΕ στην Τράπεζα της Ελλάδος για την παροχή τραπεζικής άδειας, στελέχη του κλάδου επισημαίνουν πως οι πάροχοι διεθνώς κινούνται προς τις ηλεκτρονικές πληρωμές για δύο λόγους: Πρώτον, για να περιορίσουν το κόστος τους αφού δεν θα χρειάζεται να πληρώνουν προμήθειες στις τράπεζες. Δεύτερον, για να επεκταθούν σε υπηρεσίες προστιθέμενης αξίας, αφού σταδιακά οι υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών μετατρέπονται σε commodity, με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τα περιθώρια κέρδους και την κεφαλαιοποίησή τους.
Tαυτόχρονα, η νέα οδηγία πληρωμών PSD 2 αναγκάζει στην ουσία τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών να ζητήσουν άδεια από τους τραπεζικούς ρυθμιστές, ώστε να παρέχουν ηλεκτρονικές πληρωμές. Εκτός και αν τελικά βρεθούν οι κατάλληλες διατυπώσεις, ώστε να καλύπτονται και οι αυστηρές απαιτήσεις των οδηγιών (με τους ασφυκτικούς ελέγχους για το ξέπλυμα χρήματος) και να περιοριστεί η γραφειοκρατία για τους παρόχους.
Εκτός από τον ΟΤΕ, τα ίδια στελέχη δείχνουν την πρόσφατη αλλαγή καταστατικού της Wind, που δημοσιεύθηκε προ ημερών στο ΓΕΜΗ. Στο άρθρο 3, στον σκοπό της εταιρείας αναφέρεται πως μεταξύ άλλων είναι και «η παροχή και διάθεση στο κοινό πάσης φύσεως ηλεκτρονικών υπηρεσιών και συναφών υπηρεσιών, όπως ενδεικτικά, υπηρεσιών ηλεκτρονικού εμπορίου (eCommerce), υπηρεσιών ψηφιακών πληρωμών (e-payments) και μικροπληρωμών (micro-payments), υπηρεσιών έκδοσης εισιτηρίων (ticketing), υπηρεσιών managed services, υπηρεσιών software as a service, υπηρεσιών επιχειρησιακής συνέχειας (business continuity), υπηρεσιών υποστήριξης εμπορικών συναλλαγών, υπηρεσιών ηλεκτρονικών δημοπρασιών (e-auction), υπηρεσιών διαμεσολάβησης, πρακτόρευσης, τηλεπωλήσεων ή/και σύστασης πελατείας προς τρίτους ή/και για προϊόντα τρίτων, υπηρεσιών εξυπηρέτησης πελατείας για λογαριασμό τρίτων».
Οσο για τη Vodafone Ελλάδος, όλοι δείχνουν προς την Αφρική και την τεράστια δραστηριότητα της μητρικής εταιρείας στον τομέα των ηλεκτρονικών πληρωμών, αλλά επισημαίνουν πως η προσπάθεια επέκτασης στην Ευρώπη ανεκόπη το τελευταίο οκτάμηνο. Στην Αφρική, η Vodafone μονομαχεί με έναν άλλο τηλεπικοινωνιακό όμιλο, την MTN Group, για το ποιος είναι η μεγαλύτερη ψηφιακή τράπεζα της Αφρικής.
Ο βρετανικός όμιλος, μέσω σειράς θυγατρικών, παρέχει την τραπεζική υπηρεσία M-Pesa (Pesa είναι το χρήμα στα σουαχίλι), που επιτρέπει σειρά συναλλαγών. Ηδη από το 2015, οι συνδρομητές υπηρεσιών ψηφιακού χρήματος μέσω κινητού (mobile money) έχουν ξεπεράσει τους πελάτες των τραπεζών στην Αφρική και έφταναν τα 280 εκατομμύρια στο τέλος του 2016, σύμφωνα με στοιχεία της GSMA, του διεθνούς οργανισμού των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας. Προ μηνών, ο διευθύνων σύμβουλος της Vodacom, θυγατρικής της Vodafone στη Νότια Αφρική, είχε δηλώσει πως η εταιρεία είναι «η μεγαλύτερη τράπεζα της Αφρικής», με συναλλαγές περί τα 100 δισ. δολάρια το 2016.
Το γεγονός πως η Vodafone κυριαρχεί με το M-Pesa στην Αφρική δεν σημαίνει πως θα πράξει το ίδιο και στην Ευρώπη. Το τελευταίο οκτάμηνο, η διοίκηση του βρετανικού ομίλου ανακοίνωσε πως σταματάει την υπηρεσία M-Pesa στην Αλβανία και τη Ρουμανία, τις δύο χώρες της Ευρώπης που είχε αρχίσει να την παρέχει. Στις αρχές του περασμένου Ιουλίου ανακοινώθηκε πως οι περίπου 250.000 χρήστες της υπηρεσίας M-Pesa στην Αλβανία έπρεπε να «σηκώσουν» τα λεφτά τους μέχρι 29 Ιουλίου. Στη Ρουμανία η αντίστοιχη υπηρεσία έκλεισε την 1η Δεκεμβρίου.
Στη Δυτική Ευρώπη (Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία, Γερμανία, Ολλανδία κ.λπ.), η Vodafone κινείται πάντως δυναμικά και με την υπηρεσία «ψηφιακού πορτοφολιού» Vodafone Wallet, σε συνεργασία με γνωστούς διεθνείς ομίλους όπως η Paypal.
Παγκοσμίως, πάντα με βάση τα στοιχεία της GSMA, διακινήθηκαν το 2016 περί τα 270 δισ. δολάρια μέσω συναλλαγών από κινητές συσκευές, ενώ το 2006 οι αντίστοιχες συναλλαγές δεν ξεπερνούσαν το 1,2 δισ. δολάρια. Οι αναλυτές θεωρούν πως οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης θα συνεχιστούν καθώς στην Αφρική, τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας τρίτης (ή τέταρτης) γενιάς που απαιτούνται για την παροχή τραπεζικών συναλλαγών μέσω φορητών συσκευών καλύπτουν μόλις το 50% του πληθυσμού, σε σχέση με το 78% που είναι ο μέσος όρος διεθνώς.
Η κοινοτική οδηγία
Η νέα τακτική των ελληνικών εταιρειών τηλεπικοινωνιών συνδέεται, όπως προαναφέρθηκε, και με τις απαιτήσεις της νέας κοινοτικής οδηγίας για τις πληρωμές (PSD 2) που ενεργοποιήθηκε από τις αρχές Ιανουαρίου και μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο θα ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο των κρατών-μελών. Η προηγούμενη κοινοτική οδηγία, η PSD 1, δεν κάλυπτε τις συναλλαγές μέσω των τηλεπικοινωνιακών παρόχων (π.χ. όταν ο πάροχος λειτουργούσε ως ενδιάμεσος για μια πληρωμή ενός καταναλωτή ή όταν ο καταναλωτής αγόραζε κάτι και πλήρωνε μέσω του λογαριασμού του τηλεφώνου).
Όμως η PSD 2 προβλέπει πως η αγορά φυσικών προϊόντων ή υπηρεσιών μέσω ενός τηλεπικοινωνιακού παρόχου εμπίπτει στις απαιτήσεις της οδηγίας (και συνεπώς απαιτούνται οι σχετικές άδειες, ενημερώσεις των αρχών καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος κ.λπ.) με συγκεκριμένες εξαιρέσεις. Η εξαίρεση καλύπτει τώρα μόνο τις συναλλαγές που πραγματοποιούνται μέσω των τηλεπικοινωνιακών παρόχων για αγορά ψηφιακών υπηρεσιών όπως η μουσική και οι ψηφιακές εφημερίδες που «κατεβαίνουν» σε ψηφιακές συσκευές καθώς και οι αγορές ηλεκτρονικών εισιτηρίων ή οι χορηγίες σε φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Μάλιστα η PSD 2 καθορίζει και συγκεκριμένο όριο: Εξαιρούνται (από την απαιτούμενη ενημέρωση των αρχών κ.λπ.) αγορές ύψους 50 ευρώ ανά συναλλαγή ή 300 ευρώ ανά μηνιαίο λογαριασμό. Μάλιστα οι τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι που παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες πρέπει να ενημερώνουν σε ετήσια βάση τις εποπτικές αρχές (π.χ. την TτE).
Το επίπεδο της γραφειοκρατίας που θα έχουν να αντιμετωπίσουν ως τραπεζικοί φορείς θεωρείται από τους αναλυτές ως ένα σοβαρό αντικίνητρο για την επέκταση των τηλεπικοινωνιακών παρόχων στις τραπεζικές υπηρεσίες, καθώς τεχνολογικά μπορούν να το πράξουν. Γι’ αυτό και όσοι παρακολουθούν όσα αναφέρονται τις τελευταίες ημέρες για «την τράπεζα του ΟΤΕ» θεωρούν πως πρέπει να κρατάμε μικρό καλάθι, χωρίς να σημαίνει πως η διοίκηση του οργανισμού δεν θα αξιοποιήσει κάποια στιγμή το ευρύτατο πελατολόγιο για σειρά πρόσθετων υπηρεσιών.
Προς το παρόν, πάντως, στα επίσημα αρχεία της Τράπεζας της Ελλάδος υπάρχουν δύο εταιρείες ηλεκτρονικού χρήματος: η Viva και η «ΤΩΡΑ ΓΟΥΟΛΕΤ» του ομίλου ΟΠΑΠ.