Ποιος θα μπορούσε να προβλέψει τη δεκαετία του 1980 ότι η συρματουργία Λεβεντέρης (μια από τις ισχυρότερες τότε παραγωγικές μονάδες της χώρας που είχε συμμετοχή Γερμανών στο μετοχικό της κεφάλαιο) θα αντιμετώπιζε στο μέλλον τόσο μεγάλες προκλήσεις.
Το μόνο βέβαιο είναι πως οι εποχές άλλαξαν, ο ανταγωνισμός από τις χώρες χαμηλότερου κόστους εντάθηκε και έτσι η εταιρεία αποφάσισε πέρυσι να διακόψει την ζημιογόνο λειτουργία της παραγωγικής της μονάδας στη Μαγνησία και να περιοριστεί στην εμπορική δραστηριότητα (συμμετέχει επίσης και με 23,75% στην κερδοφόρο «Λεβεντέρης Ενεργειακή»).
Επιπλέον, το φετινό Μάιο το ΔΣ του ΧΑ ενέταξε τις μετοχές της εταιρείας στη λίστα των «προς διαγραφή» τίτλων, καθώς ο κύκλος εργασιών του 2016 ήταν χαμηλότερος των 2 εκατ. ευρώ.
Η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε μέσα στο πρώτο μισό του 2017, όταν οι πωλήσεις της εισηγμένης υποχώρησαν μόλις στα 841 ευρώ (από 1,014 εκατ.), ενώ το EBITDA ήταν αρνητικό (-408 χιλ.) όπως και το τελικό αποτέλεσμα (-529 χιλ. ευρώ).
Μάλιστα και η διοίκηση της εισηγμένης (στις εξαμηνιαίες λογιστικές καταστάσεις του 2017) αποφεύγει να προχωρήσει σε προβλέψεις για τη μελλοντική πορεία της εταιρείας λόγω και του γενικότερου κλίματος αβεβαιοτήτων που χαρακτηρίζουν την οικονομία και την αγορά. «Με τις σημερινές συνθήκες δεν μπορούν να υπάρξουν αξιόπιστες και αντικειμενικές προβλέψεις» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Και μπορεί η Λεβεντέρης να διαθέτει υψηλή ακίνητη περιουσία (ενσώματα πάγια 8,17 εκατ. ευρώ) και σχετικά περιορισμένο τραπεζικό δανεισμό (701 χιλ. ευρώ), ωστόσο έχει και άλλες «οφειλές» που δεν φαίνονται με μια… πρόχειρη ανάγνωση των λογιστικών καταστάσεων.
Πιο συγκεκριμένα, η εισηγμένη καταβάλλει ετησίως εδώ και τόσα χρόνια τόκο στους προνομιούχους μετόχους της, παρά το ζημιογόνο αποτέλεσμα στο οποίο υποχρεώνεται (ερώτημα αποτελεί το για πόσο ακόμη θα συνεχιστεί κάτι τέτοιο).
Και επίσης, η εταιρεία οφείλει 943 χιλ. ευρώ στα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου (τα οποία μάλλον τοκίζονται αν κρίνει κάποιος από τη σχέση χρεωστικών τόκων και τραπεζικού υπολοίπου), προφανώς επειδή μέλη του ΔΣ δεν εισπράττουν τις αμοιβές τους για την εργασία που προσφέρουν.
Έτσι, κατά το πρώτο φετινό εξάμηνο, οι αμοιβές των εργαζομένων μελών ΔΣ διαμορφώθηκαν στα 113,7 χιλ. ευρώ και οι συνολικές (τοκοφόρες) οφειλές προς τα μέλη του ΔΣ στα 943 χιλ. ευρώ (από 600 χιλ. στις 30/6/2016).
Με άλλα λόγια, η εταιρεία επιβαρύνεται με χρεωστικούς τόκους προς όφελος των μετόχων της (μελών ΔΣ και προνομιούχων).
Το μόνο βέβαιο είναι η διοίκηση της εισηγμένης -μετά και τον πρόσφατο θάνατο του ιδρυτή της Ευστάθιου Λεβεντέρη- καλείται σε μια δύσκολη εποχή να πάρει τις κατάλληλες αποφάσεις προκειμένου να ανεβάσει τις οικονομικές επιδόσεις της εταιρείας και να εξασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά της.